Για το θάρρος που γεννιέται μέσα από τη φιλία και την αγάπη.
ΤΟ ΑΥΤΟ / IT- CHAPTER I
Σκην.: Αντρέ Μουσκιέτι
Πρωτ.: Μπιλ Σκάρσγκορ, Φιν Γούλφχαρντ, Χαβιέρ Μποτέτ, Σοφία Λίλις
Το καλοκαίρι του 1989, μια παρέα από έξι αγόρια κι ένα κορίτσι ξεκινάει να βρει τον μικρό αδερφό του ενός απ’ αυτούς, ο οποίος πριν από αρκετούς μήνες απάχθηκε από έναν φρικιαστικό κλόουν.
Ταινία τρόμου βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του εβδομηντάχρονου αμερικανού Στίβεν Κινγκ, που κυκλοφόρησε το 1986. Ενός από τους εμπορικότερους συγγραφείς όλων των εποχών, η βιβλιογραφία του οποίου έχει εμπνεύσει δεκάδες ταινιών, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται μερικές από τις πιο διακεκριμένες κι αγαπητές παγκοσμίως.
Οι πιο γνωστοί τίτλοι που προέρχονται από τα βιβλία του είναι τα «Carrie» (Μπράιαν Ντε Πάλμα, 1976), «Η λάμψη» («The Shining», Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 1980), «Misery» (Ρομπ Ράινερ, 1990), «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ» («The Shawshank Redemption», Φρανκ Ντάραμποντ, 1994) και «Το Πράσινο Μίλι» («The Green Mile», Φρανκ Ντάραμποντ, 1999). Οι κινηματογραφικές διασκευές του έργου του βέβαια δεν ήταν πάντοτε το ίδιο επιτυχημένες, με απογοητεύσεις που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα «Μυστικό παράθυρο» («Secret Window», Ντέιβιντ Κεπ, 2004), «Η ομίχλη» («The Mist», Φρανκ Ντάραμποντ, 2007) και τον φετινό «Μαύρο πύργο» («The Dark Tower», Νίκολαϊ Αρσέλ) που είδαμε μόλις τον προηγούμενο μήνα.
Η παρέα μικρών παιδιών είναι ένα από τα αγαπημένα μοτίβα του συγγραφέα, που, όπως εδώ, συναντάται επίσης σε πολλές από τις κινηματογραφικές διασκευές των έργων του, όπως στα «Στάσου πλάι μου» («Stand by Me», Ρομπ Ράινερ, 1986), «Καρδιές στην Ατλαντίδα» («Hearts in Atlantis», Σκοτ Χικς, 2001) κι «Ονειροπαγίδα» («Dreamcatcher», Λώρενς Κάσνταν, 2003). Τα παιδιά στις ιστορίες του είναι πάντοτε έξυπνα, περίεργα και θαρραλέα, υπερασπιζόμενα τον εαυτό τους ενάντια στον εκφοβισμό που υφίστανται από μεγαλύτερα παιδιά.
Έτσι κι εδώ λοιπόν, έχουμε ακόμα μία ιστορία για τη φιλία και τον φόβο, με εξαιρετικές ερμηνείες από τον ανατριχιαστικά μακιγιαρισμένο Σάρσγκορ στον ρόλο του κλόουν, καθώς κι από τα περισσότερα από τα παιδιά, ενώ ο σκηνοθέτης φροντίζει να επεξεργαστεί αρκετά το ιστορικό των χαρακτήρων και τις μεταξύ τους σχέσεις, ώστε το τέλος να γίνεται μέχρι και συγκινητικό. Φροντίζει δηλαδή να θυμάται συνεχώς, ότι ο τρόμος δεν είναι αυτοσκοπός όπως ίσως θα ήταν σε μια τυποποιημένη ταινία του είδους, αλλά βρίσκεται εκεί για να υπηρετήσει έναν αλληγορικό αφηγηματικό σκοπό και το κάνει με συνέπεια κι αποτελεσματικότητα.
Η συνέχεια ανακοινώθηκε ήδη για τον Σεπτέμβριο του 2019, αφού η ταινία γνωρίζει παντού τεράστια επιτυχία, καταφέρνοντας να γίνει η εμπορικότερη ταινία τρόμου όλων των εποχών, με προϋπολογισμό μόλις 35 εκατομμυρίων δολαρίων κι εισπράξεις που θα ξεπεράσουν τα 600 εκατομμύρια παγκοσμίως.
AMERICAN ASSASSIN: Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Σκην.: Μάικλ Κουέστα
Πρωτ.: Ντίλαν Ο Μπράιεν, Μάικλ Κίτον, Σανά Λέιθαν, Τέιλορ Κιτς, Σίβα Νεγκάρ
Μετά τον θάνατο της αγαπημένης του σε τρομοκρατική επίθεση κατά τη διάρκεια διακοπών τους στην Ισπανία, ο Μιτς Ραπ αποφασίζει να εκδικηθεί τους φανατικούς μουσουλμάνους που ευθύνονται και καταλήγει να στρατολογείται από τη CIA.
Περιπέτεια που διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του αμερικανού Βινς Φλιν, που κυκλοφόρησε το 2010, μόλις ένα από τα δεκαέξι με ήρωα τον Μιτς Ραπ, τον οποίο εδώ ενσαρκώνει ο Ο Μπράιεν, ένας όμορφος κι ικανός πρωταγωνιστής, που δεν είναι όμως αρκετός για να σώσει την ταινία από την κοινοτοπία, την ευκολία και την απλοϊκότητά της.
Από τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας βγαίνει ζωντανός από την τρομοκρατική επίθεση, μέχρι τη διείσδυσή του στις τάξεις των τζιχαντιστών σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, το σενάριο δεν καταφέρνει να πείσει για πολλά από τα βασικά του ζητήματα, ενώ μέσα από τον τρόπο που υπονομεύει την κριτική στην αμερικανική πολιτική, τοποθετείται στο συντηρητικότερο άκρο του φάσματος. Επιπλέον, η ταινία βάζει τον πήχη των σκηνών δράσης της ψηλότερα απ’ όσο μπορεί να φτάσει, αφού αυτό που θα μπορούσε να είναι ένα πολύ έξυπνο κι εντυπωσιακό σκαρφάλωμα ουρανοξύστη, δίνεται απότομο κι ανεξήγητο εκτός κάμερας, ενώ παρά την εγκράτειά της, η κλιμάκωση παραμένει πολύ λιγότερο αληθοφανής απ’ όσο χρειάζεται για να επιτρέψει τον ανεμπόδιστο ενθουσιασμό του θεατή.