Κινηματογραφή

Μια σειρά κατασκοπίας που προσπαθεί μάταια να κερδίσει το ενδιαφέρον μας και μια σειρά τρόμου που το έχει χάσει από τη δεύτερη κιόλας προσθήκη της.

 

KINGSMAN: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΥΚΛΟΣ – KINGSMAN: THE GOLDEN CIRCLE

Σκην.: Μάθιου Βων

Πρωτ.: Τάρον Έγκερτον, Κόλιν Φερθ, Τζουλιάν Μουρ, Μαρκ Στρονγκ, Χάλι Μπέρι, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Έλτον Τζον, Τζεφ Μπρίτζες

Όταν οι εγκαταστάσεις της κατασκοπικής οργάνωσης Kingsman καταστρέφονται κι οι πράκτορές της εξολοθρεύονται, οι μοναδικοί επιζήσαντες είναι ο Έγκσι κι ο Μέρλιν, οι οποίοι ανακαλύπτουν ότι η τελευταία τους ελπίδα για να βρουν και να εξουδετερώσουν τον άγνωστο εχθρό τους, είναι η αδελφή αμερικανική υπηρεσία Statesman.

KINGSMAN: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Κωμική περιπέτεια που συνεχίζει το «Kingsman: η μυστική υπηρεσία» («Kingsman: the Secret Service», Μάθιου Βων, 2014) κι ακολουθεί ακριβώς την ίδια συνταγή: πλούσια δράση και χιούμορ, αλλά σε μια ιστορία που δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό της στα σοβαρά και παραμένει βασισμένη στην ευκολία των ψηφιακών εφέ.

Τα τελευταία μπορεί να εξυπηρετούν την ανάλαφρη ‘κομική’ αισθητική που προτιμά ο Βων, αλλά εν τέλει δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα παραπάνω από εξυπνακίστικη διασκέδαση σ’ ένα είδος που κατά τ’ άλλα έχει ανεβάσει πολύ ψηλά τα μέτρα της αληθοφάνειάς του χάρη στον Τζέισον Μπορν του Ματ Ντέιμον, τον Ίθαν Χαντ του Τομ Κρουζ και τον Τζέιμς Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ.

 

LEATHERFACE

Σκην.: Αλεξάντρ Μπουστίλο, Ζουλιάν Μορί

Πρωτ.: Φιν Τζόουνς, Λίλι Τέιλορ, Στίβεν Ντορφ

Πέντε έφηβοι αποδρούν από το σωφρονιστικό ίδρυμα στο οποίο κρατούνται, με την αστυνομία και την οικογένεια του ενός απ’ αυτούς να τους καταδιώκουν. Όμως στη διάρκεια μιας καταδίωξης ο νεαρός τραυματίζεται στο πρόσωπο- γεγονός που θ’ αποτελέσει την αφορμή για τη σταδιακή μεταμόρφωσή του σε Leatherface, τον ψυχοπαθή δολοφόνο με το πριόνι.

Ταινία τρόμου που αποτελεί την όγδοη προσθήκη σε μία από τις μακροβιότερες σειρές του είδους, η οποία κατά την εξέλιξή της διακλαδώθηκε σε τρία διαφορετικά χρονολόγια. Το πρώτο ξεκινάει με το απόκοσμο, αξεπέραστο «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» («The Texas Chainsaw Massacre», Τόουμπ Χούπερ, 1974) και συνεχίζεται με τα b-movies «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι 2» («The Texas Chainsaw Massacre 2», Τόουμπ Χούπερ, 1986), «Η σχιζοφρενής οικογένεια με το πριόνι» («Leatherface: The Texas Chainsaw Massacre III», Τζεφ Μπερ, 1990) κι «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι: η επιστροφή» («Texas Chainsaw Massacre: the Next Generation», Κιμ Χένκελ, 1997).

Το δεύτερο χρονολόγιο αποτελείται από τα γεγονότα της επανεκκίνησης «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» («The Texas Chainsaw Massacre», Μάρκους Νίσπελ, 2003) και του prequel «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι: η αρχή» («The Texas Chainsaw Massacre: the Beginning», Τζόναθαν Λίμπεσμαν, 2006).

Το τρίτο δημιουργήθηκε από το «Ο δολοφόνος με το πριόνι και σε 3D» («The Texas Chainsaw Massacre 3D», Τζον Λέσενχοπ, 2013), το οποίο λειτουργεί ως απευθείας συνέχεια της πρώτης ταινίας του 1974, αγνοώντας τα γεγονότα όλων των ενδιάμεσων ταινιών. Η φετινή προσθήκη ακολουθεί το τρίτο χρονολόγιο, αποτελώντας prequel της ταινίας του 2013 και παρέχοντας μια μάλλον αχρείαστη ιστορία καταβολών του κεντρικού χαρακτήρα, που μοιάζει φλύαρη και διεκπεραιωτική, με ελάχιστη έμπνευση και πειστικότητα, χωρίς εν τέλει να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στη μυθολογία του. Όσα δυσάρεστα συμβαίνουν στον ήρωα δηλαδή, θ’ αρκούσαν για να τον ωθήσουν σ’ ένα σχέδιο εκδίκησης, αλλά προσωπικά δεν πείστηκα ότι αρκούν για να τον μετατρέψουν στον κανίβαλο που γνωρίσαμε στις προηγούμενες ταινίες.

Η πλοκή ωστόσο χρησιμοποιεί ένα ομολογουμένως έξυπνο εύρημα, βάσει του οποίου διατηρεί την ταυτότητα του ήρωα ασαφή για μεγάλο μέρος της ταινίας, παίζοντας παράλληλα με τις προσδοκίες των θεατών που θυμούνται την εύσωμη διάπλασή του- τους μόνους για τους οποίους το τέχνασμα έχει κάποια σημασία. Επιπλέον υπογραμμίζεται έτσι όχι απλώς η έμφαση που δίνει η ταινία στην ανάπτυξη του χαρακτήρα αντί να επαναπαυθεί σ’ ένα εμφανισιακό στερεότυπο, αλλά η πρόθεσή της να το κάνει μ’ έναν τρόπο ενδιαφέροντα κι απροσδόκητο- κάτι που δυστυχώς δε νομίζω ότι καταφέρνει.

Αντί δηλαδή να παρουσιάσει τον ήρωα εξαρχής ως ψυχοπαθή, τον δείχνει υγιή, έξυπνο, όμορφο κι ικανό, δημιουργώντας στον θεατή την προσμονή για ένα ιδιαιτέρως τραυματικό γεγονός που θα οδηγήσει στη φρικιαστική μεταστροφή του. Ο παραμορφωτικός τραυματισμός του βεβαίως είναι πολύ σοβαρό κίνητρο, αλλά κατά τη γνώμη μου όχι αρκετό για να εξηγήσει την τόσο βαθιά ψυχική μεταμόρφωση, ειδικά αφού μετά τη διορθωτική επέμβαση της μητέρας, το πρόσωπό του φαίνεται να φτάνει σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ την εντύπωση που δίνει το αρχικό τραύμα. Επιπλέον η κομβική στιγμή μέσα στο δάσος είναι απότομη και βεβιασμένη, αφού η κάμερα αντιμετωπίζει με απάθεια τον ήρωα, χωρίς να δίνει την εντύπωση της εσωτερικής σύγκρουσης που έχει υποσχεθεί η πλοκή.