Κοινώς… καλά μπάνια!
ΒΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ
METTI LA NONNA IN FREEZER
Σκην.: Τζιανκάρλο Φοντάνα, Τζουζέπε Στάζι
Πρωτ.: Μίριαμ Λεόνε, Φάμπιο Ντε Λουίτζι, Λουτσία Οκόνε
Περιμένοντας μάταια το ιταλικό δημόσιο να της εξοφλήσει τις χιλιάδες ευρώ που της χρωστάει, η συντηρήτρια έργων τέχνης Κλαούντια αποφασίζει να κρύψει τη νεκρή γιαγιά της στον καταψύκτη για λίγους μήνες, προκειμένου να μη χάσει τη σύνταξή της με την οποία επιβιώνει το εργαστήριό της, ώσπου την ερωτεύεται ο πιο φιλότιμος κι αδιάφθορος εφοριακός, ο οποίος δε βάζει ούτε τον έρωτα πάνω από το καθήκον.Μετά τα «Πού πάω Θεέ μου;» («Quo Vado?», Τζενάρο Νουντσιάντε, 2016), «Τα παράπονα στο δήμαρχο» («L’ Ora Legale», Σαλβατόρε Φικάρα και Βαλεντίνο Πικόνε, 2017), αλλά και το «Έτσι είναι η ζωή» («Le Sens de la Fête», Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς) της προηγούμενης εβδομάδας, αυτή είναι ακόμα μία κωμωδία που σατιρίζει τη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνική πραγματικότητα, αναδεικνύοντας τις θλιβερές ομοιότητες μεταξύ των χωρών της ηπείρου κι ειδικά αυτών που ανήκουν στην Ένωση.
Όμως παρά την πρόσφορη σεναριακή ιδέα, το εύστοχο θέμα της, το ικανό καστ και μερικά έξυπνα γκαγκ, η πλοκή χάνει από νωρίς την πειστικότητά της, υπονομεύοντας έτσι τον αντίκτυπο του χιούμορ της.
ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗΣ
SCYSCRAPER
Σκην.: Ρώσον Μάρσαλ Θέρμπερ
Πρωτ.: Ντουέιν Τζόνσον, Πάμπλο Σράιμπερ, Νιβ Κάμπελ
Ο Γουίλ Σώγιερ είναι ο υπεύθυνος ασφαλείας του ψηλότερου ουρανοξύστη στον κόσμο, που ετοιμάζεται να εγκαινιάσει τους κατοικήσιμους ορόφους του. Όταν ξεσπάει πυρκαγιά, ο Γουίλ πρέπει να βρει τρόπο να εισχωρήσει στο κτήριο για να σώσει την παγιδευμένη οικογένειά του, όχι μόνο από τη φωτιά αλλά κι από την αδίστακτη συμμορία η οποία ευθύνεται για τον εμπρησμό.
Ταινία καταστροφής που αποτελεί τη δεύτερη συνεργασία του σκηνοθέτη Θέρμπερ με τον πρωταγωνιστή Τζόνσον, μετά από το «Κέντρο ευφυΐας» («Central Intelligence», 2016) και πρόκειται για μια διασταύρωση του «Ο πύργος της Κολάσεως» («The Towering Inferno», Τζον Γκιγιέρμιν, 1974) με το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει» (Τζον ΜακΤίρναν, 1988), χωρίς δυστυχώς να δικαιώνει αυτές τις λαμπρές καταβολές της.
Είναι γνωστό κι αποδεκτό ότι στις ταινίες δράσης δεν απαιτείται ρεαλισμός, δεν περιμένουμε δηλαδή τα γεγονότα να εκτυλιχθούν όπως θα συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Απαιτείται όμως αληθοφάνεια, να παρασταθούν δηλαδή με όσο το δυνατόν πειστικότερα κινηματογραφικά μέσα, τα οποία μπορούν να μας κάνουν να πιστέψουμε οτιδήποτε.
Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτή τη συνθήκη, τα δύο σοβαρότερα προβλήματα της ταινίας είναι οι συνεχείς απιθανότητες της πλοκής κι η ανηλεής αναληθοφάνεια της σκηνοθεσίας, η οποία πιστεύει ότι απευθύνεται σε θεατές του 1995, όταν ένα τέτοιο θέαμα θα προκαλούσε ενδεχομένως περισσότερο εντυπωσιασμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία σκηνή εμπνευσμένη από την «Επικίνδυνη αποστολή: πρωτόκολλο Φάντασμα» («Mission: Impossible- Ghost Protocol», Μπραντ Μπερντ, 2011). Όπως έπρεπε να κάνει ο ήρωας Ίθαν Χαντ σ’ εκείνη την ταινία, έτσι κι εδώ ο Γουίλ πρέπει να ‘σκαρφαλώσει’ στην πρόσοψη του ουρανοξύστη εκατοντάδες μέτρα πάνω από το έδαφος. Η σκηνή στην ταινία του Μπερντ είναι μνημειώδης επειδή ούτε καν κάποιος κασκαντέρ, αλλά ο ίδιος ο Τομ Κρουζ εκτέλεσε τη σκηνή κρεμασμένος έξω από το Burj Khalifa στο Ντουμπάι, με αποτέλεσμα μία από τις πειστικότερες, θεαματικότερες κι αγωνιωδέστερες σκηνές στην ιστορία του είδους της δράσης.
Αντιθέτως, εδώ ο Τζόνσον επιχειρεί ν’ αναπαραγάγει το εγχείρημα κρεμασμένος πάνω από… ψηφιακά εφέ και συνεπώς χωρίς την πιστότητα που θα προσέδιδε στη σκηνή την απαιτούμενη ένταση. Μάλιστα η σκηνή προδίδει την ευκολία της καθώς αναπαράγει ακόμα και το τέχνασμα που βοηθάει τον ήρωα να στηριχτεί στα τζάμια των παραθύρων κολλώντας τα χέρια του πάνω τους. Στην «Αποστολή» ο σχολαστικός σχεδιασμός παραγωγής παρείχε στον ήρωα ηλεκτρικά κολλητικά γάντια τελευταίας τεχνολογίας, ενώ εδώ γίνεται απλή χρήση… κολλητικής ταινίας. Το πρόβλημα δηλαδή δεν είναι απλώς η αντιγραφή, αλλά η τόσο κατώτερη του μέτρου που έχει θέσει η πρωτότυπη σκηνή. Εκστομίζοντας περισσότερη αλήθεια απ’ όση νομίζει εκείνη τη στιγμή, ο Γουίλ ξεκινάει τη έξοδό του στο κενό λέγοντας στον εαυτό του “αυτό είναι χαζό”. Δύσκολα διαφωνεί κανείς.
ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ 2: ΑΔΗΣ
ESCAPE PLAN 2: HADES
Σκην.: Στίβεν Σι Μίλερ
Πρωτ.: Σιλβέστερ Σταλόνε, Ντέιβ Μπατίστα, Τζέιμι Κινγκ, Κέρτις ’50 Cent’ Τζάκσον
Ο υπεύθυνος ασφαλείας Ρέι Μπρέσλιν κι η ομάδα του πρέπει να διεισδύσουν σε μια νέα φαινομενικά αναπόδραστη φυλακή τελευταίας τεχνολογίας, για να σώσουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας που κρατούνται άδικα φυλακισμένα.
Ταινία δράσης η οποία συνεχίζει το αδιάφορο «Σχέδιο απόδρασης» («Escape Plan», Μίκαελ Χόφστρομ, 2013), το οποίο μοιάζει αριστούργημα μπροστά σ’ αυτή τη φτηνή και πρόχειρη συνέχεια, με το ατάλαντο καστ (εξαιρουμένου βεβαίως του Σταλόνε που εδώ όμως παραμένει κομπάρσος και του Μπατίστα που επίσης χαραμίζεται σ’ έναν ρόλο κατώτερο των ικανοτήτων του), το ανύπαρκτο χτίσιμο και τις ερμηνείες των χαρακτήρων, την ανόητη πλοκή, τα απαράδεκτα ψηφιακά εφέ και την τηλεοπτικής αισθητικής κινηματογράφηση.
Ας σημειωθεί πως παρότι η ταινία στις περισσότερες χώρες κυκλοφόρησε στις αίθουσες, στις Η.Π.Α. διανεμήθηκε αποκλειστικά για οικιακή προβολή μέσω Video On Demand. Μια διάκριση που είναι ακατανόητη και άδικη για τους θεατές εκτός Αμερικής, αφού η ταινία ανήκει τόσο ξεκάθαρα στην αγορά της ‘βιντεοκασέτας’. Δυστυχώς όμως ο παραλογισμός θα συνεχιστεί, αφού το τέλος της ταινίας αφήνει εκκρεμότητες για ένα τρίτο μέρος, το οποίο παρακαλώ έχει ήδη γυριστεί από τον Τζον Χέρτσφελντ κι αναμένεται με τίτλο «Escape Plan 3: Devil’s Station». Η απόφαση των συντελεστών να σχεδιάσουν και να ολοκληρώσουν μια τρίτη προσθήκη χωρίς ακριβώς η πρώτη να έχει σπάσει ταμεία και πριν καν η δεύτερη βγει στις αίθουσες, μοιάζει εντελώς παράλογη, αλλά εξηγείται πιθανότατα από την επιθυμία τους να εκμεταλλευτούν την τεράστια δυναμική της κινεζικής αγοράς, όπου η πρώτη ταινία σημείωσε τη μεγαλύτερη εισπρακτική της επίδοση.