Κινηματογραφή

Μια δεξίωση με όλα τα απρόοπτα της ζωής.

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ (LE SENS DE LA FÊTE)

Σκην.: Ερίκ Τολεντανό, Ολιβιέ Νακάς

Πρωτ.: Ζαν- Πιέρ Μπακρί, Ζιλ Λελούς, Ζαν- Πωλ Ρουβ, Βενσάν Μακάιν, Σουζάν Κλεμάν

Ο Μαξ είναι ο βετεράνος επικεφαλής μιας μικρής επιχείρησης διοργάνωσης εκδηλώσεων. Καθώς προετοιμάζει έναν γάμο σ’ ένα κάστρο του 17ου αιώνα, θα πρέπει γι’ ακόμη μια φορά ν’ αντιμετωπίσει όλα τα απρόοπτα που προκαλούν οι ιδιόρρυθμοι συνεργάτες του.

Κοινωνική κομεντί στηριγμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στον εξαιρετικό Μπακρί, ο οποίος φτιάχνει έναν δύσκολο, απαιτητικό, αλλά απολαυστικό και συμπαθέστατο Μαξ με υποδειγματική ερμηνευτική ισορροπία, αναδεικνύοντας τον ιδιότροπο επαγγελματισμό του χωρίς ίχνος της στερεότυπης καρικατούρας στην οποία πολύ εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεπέσει.

Κάτω από το κεφάτο και γοητευτικό σάουντρακ του Αβισάι Κόεν, που συνδυάζει ανατολικούς με δυτικούς ήχους, κι έχοντας πλάι του ένα πλούσιο κι αντάξια διασκεδαστικό υπόλοιπο καστ, ο Μαξ ενσαρκώνει το μυαλό και την καρδιά μιας κωμωδίας αρκετά ώριμης ώστε το χιούμορ της να προκύπτει αβίαστα, εκτοξεύοντας παράλληλα τις αιχμές της για τη σημερινή πολιτικο-κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία, η οποία διαπιστώνει κανείς ότι, τουλάχιστον σε όσα θίγονται από το σενάριο, δε διαφέρει πολύ απ’ αυτή στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως κι ακριβώς χάρη σ’ όλες αυτές τις αρετές, είναι κρίμα που η ταινία στερείται λίγο περισσότερο νεύρο, ρυθμό, ευρηματικότητα και πληρότητα που θα την καθιστούσαν κάτι περισσότερο από απλώς συμπαθητική.

Ο ΑΝΤ-ΜΑΝ ΚΑΙ Η ΣΦΗΚΑ (ANT-MAN AND THE WASP)

Σκην.: Πέιτον Ριντ

Πρωτ.: Πωλ Ραντ, Εβάντζελιν Λίλυ, Μάικλ Ντάγκλας, Μισέλ Φάιφερ

Ο Χανκ Πιμ αποφασίζει να ρισκάρει να διεισδύσει στο κβαντικό πεδίο προκειμένου ν’ αναζητήσει τη σύζυγό του, Τζάνετ, που βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σ’ αυτό. Έχει για βοηθούς του τον Σκοτ Λανγκ και την κόρη του, Χόουπ, οι οποίοι με τις στολές που τους έχει χαρίσει ο Χανκ, μεταμορφώνονται στους υπερήρωες Ant-Man και Σφήκα. Όλοι μαζί θ’ αντιμετωπίσουν το Φάντασμα, μία επικίνδυνη εχθρό που προσπαθεί να τους χαλάσει τα σχέδια για τους δικούς της λόγους.

Περιπέτεια φαντασίας που συνεχίζει το «Ant-Man» (Πέιτον Ριντ, 2015) κι αποτελεί την 20η προσθήκη στο Κινηματογραφικό Σύμπαν της Marvel. Παρότι ο Ant- Man δεν αποτελεί έναν από τους βασικούς ή ακόμη και τους πιο ενδιαφέροντες ήρωες των Εκδικητών, η Marvel για κάποιο λόγο αποφάσισε όχι απλώς να του αφιερώσει τη δική του ταινία, αλλά και να της προσθέσει και μία συνέχεια, την οποία εξάλλου είχε προετοιμάσει με το τέλος του πρώτου φιλμ κι η οποία εναρμονίζεται με το τρέχον φεμινιστικό πνεύμα που επικρατεί στη χολιγουντιανή βιομηχανία.

Παρότι λοιπόν δε χρονομέτρησα ακριβώς, η Εβάντζελιν Λίλυ δεν έχει απλώς ισάξια ποιότητα και ποσότητα ρόλου, αλλά δεν αποκλείεται να κερδίζει και περισσότερο αφηγηματικό χρόνο από τον σύντροφό της, σ’ αυτή τη μεγεθυμένη εκδοχή της πρώτης ταινίας, με ακόμη περισσότερο θέαμα και χιούμορ, που την κάνουν ακόμα μία διασκεδαστική εκδοχή της συνταγής της Marvel, παρότι από τις λιγότερο αξιομνημόνευτες. Επίσης, δεδομένου ότι θα περίμενε κανείς ένα τόσο διευρυμένο αφηγηματικό σύμπαν να βασίζεται στη συνοχή του, προκαλεί απορία η επιπολαιότητα με την οποία η εταιρεία αδιαφορεί να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις για την απουσία των ηρώων κατά τα γεγονότα του «Πολέμου της Αιωνιότητας», αφού η σχετική σκηνή στη μέση των τίτλων τέλους προσφέρει μονάχα μια πρόχειρη δικαιολογία.

ΑΠΑΓΩΓΗ (SECUESTRO)

Σκην.: Μαρ Ταργαρόνα

Πρωτ.: Μπλάνκα Πορτίγιο, Αντόνιο Δετσέντ, Βισέντε Ρομέρο

Ένα μικρό αγόρι που καταφέρνει να ξεφύγει από τον απαγωγέα του, υποδεικνύει έναν αθώο άνθρωπο ως θύτη, αλλά όταν το λάθος ανακαλύπτεται, η διάσημη δικηγόρος μητέρα του έχει ήδη προβεί στις δικές της εκδικητικές πρωτοβουλίες που περιπλέκουν επικίνδυνα την κατάσταση.

Αστυνομικό θρίλερ που παρότι είναι γραμμένο από τον έμπειρο στο είδος Όριολ Πάουλο, σεναριογράφο και σκηνοθέτη του αξιόλογου πρόσφατου «Αόρατου επισκέπτη» («Contratiempo», 2016), καταλήγει κατώτερο των προσδοκιών που δημιουργούν οι συντελεστές του, αφού κι η σκηνοθέτρια Ταργαρόνα έχει διατελέσει παραγωγός γνωστών τίτλων του είδους, όπως «Τα μάτια της Τζούλια» («Los Ojos de Julia», Γκιγιέμ Μοράλες, 2010) και «Το σώμα» («El Cuerpo», Όριολ Πάουλο, 2012).

Άνευρο, κοινότοπο και μελοδραματικό, κατανέμει αδέξια τις πληροφορίες της πλοκής, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται η διαμόρφωση των χαρακτήρων κι οι σεναριακές ανατροπές. Σε τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα, η πληροφορία ότι το παιδί είναι κωφό δίνεται στους αστυνομικούς μάλλον καθυστερημένα από τη μητέρα αντί από τη δασκάλα την οποία έχουν επισκεφτεί μόλις προηγουμένως. Η μητέρα αψυχολόγητα προλαβαίνει να φροντίσει να διαρρεύσει την είδηση και τα κανάλια την προβάλλουν με εξίσου αναληθοφανώς γρήγορη ταχύτητα μέχρι εκείνη να φτάσει στο νοσοκομείο. Τέλος, εκτός από σαπουνοπερατικά σκηνοθετημένος, ο αντίκτυπος της καταληκτικής ανατροπής είναι μηδαμινός, επειδή η πλοκή προηγουμένως δεν έχει ενδιαφερθεί να τακτοποιήσει τις ισορροπίες της ώστε να προσδώσει αρκετό ενδιαφέρον στα κατάλληλα σημεία.