Κινηματογραφή

Κινηματογραφή

Το πρώτο οσκαρικό φαβορί της χρονιάς.

ΔΟΥΝΚΕΡΚΗ – DUNKIRK

Σκην.: Κρίστοφερ Νόλαν
Πρωτ.: Φιν Γουάιτχεντ, Ονερίν Μπάρναρντ, Μαρκ Ράιλανς, Τομ Χάρντι, Κένεθ Μπράνα, Κίλιαν Μέρφι, Χάρι Στάιλς
Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1940, 400.000 συμμαχικοί στρατιώτες παρέμειναν εγκλωβισμένοι στη γαλλική ακτή της Δουνκέρκης, περιμένοντας τη διάσωση από το βρετανικό ναυτικό, το οποίο επειδή ήταν αδύνατο να πλησιάσει στην ακτή, επέταξε πλοιάρια και βάρκες πολιτών, πολλοί από τους οποίους διέσχισαν τη Μάγχη με αυτοθυσία να παραλάβουν τα στρατεύματα, πριν αφανιστούν από τις γερμανικές αεροπορικές επιδρομές.

Πολεμικό δράμα που ανασυστήνει την εκκένωση της Δουνκέρκης, ένα από τα δραματικότερα επεισόδια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νόλαν αποδεικνύει γι’ ακόμη μια φορά, ότι είναι ο κατεξοχήν παλιομοδίτικα επικός σκηνοθέτης της εποχής μας. Χρησιμοποιεί αληθινά αεροπλάνα, πλοία, κομπάρσους και τοποθεσίες, με τις ελάχιστες δυνατές, αδιόρατες ψηφιακές προσθήκες. Μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Χόιτ Βαν Χόιτεμα, στήνουν πλάνα υπερμεγέθους κλίμακας με σοκαριστική λιτότητα και τρομακτικό σχεδιασμό ήχου. Κι όλ’ αυτά αποτυπώνονται στα δύο μεγαλύτερα μεγέθη φιλμ που υπάρχουν, 65 χιλιοστών και IMAX, δημιουργώντας αυτό που φανταζόμαστε ότι πρέπει να είναι μια σπάνια κινηματογραφική εμπειρία, την οποία εμείς στο Ηράκλειο τουλάχιστον δεν καταφέραμε να ζήσουμε στην πλήρη της έκταση, αφού δεν υπάρχουν αρκετά μεγάλες οθόνες για να προβληθεί η ταινία στο μέγεθος που την προόριζε ο δημιουργός της.

Το θέμα της αφορά βεβαίως τον πόλεμο, αλλά και δύο άλλα αγαπημένα ζητήματα του σκηνοθέτη: τον χρόνο και τις μηχανές. Σχετικά με τον πρώτο, ο Νόλαν παραμερίζει τον λόγο κι αφήνει την εικόνα ν’ αποδώσει τη συνταρακτική απόγνωση των στρατιωτών: το κομβικό αρχικό βωβό επεισόδιο μεταξύ του Τόμι και του Γκίμπσον δικαιολογείται απόλυτα, ακριβώς επειδή δε νιώθουμε ότι υπάρχουν λόγια να ειπωθούν. Οι οπλίτες δρουν μέσα σε μια έρημο θανάτου, ξέρουν τι τους περιμένει και θέλουν μόνο ένα πράγμα, συνεπώς οποιοδήποτε άλλο θέμα συζήτησης καταλήγει μάταιο. Όσα δε λέγονται από τους ηθοποιούς, αποδίδονται μέσα από τις συνθέσεις των κάδρων, με τις τεράστιες επιφάνειες της παραλίας, τ’ ουρανού και της θάλασσας να κατακυριεύουν τους ανίσχυρους στρατιώτες. Ο πόλεμος ταυτίζεται ολοκληρωτικά με τον θάνατο και μόνο στο τέλος του φιλμ προστίθεται ο ηρωισμός ως παρηγοριά.

Όμως αυτό που πιέζει τους στρατιώτες δεν είναι μόνο ο γεωγραφικός εγκλωβισμός τους, αλλά και ο περιορισμένος χρόνος που έχουν για να διαφύγουν. Η ταινία τονίζει αυτή την πίεση μέσα από την εκτύλιξη τριών υποπλοκών που ξεκινούν από διαφορετικές χρονικές αφετηρίες και συγκλίνουν συνεχώς προς την κλιμάκωση της πλοκής, καθώς επίσης με το ωρολογιακό ηχητικό μοτίβο στο σάουντρακ που συνθέτει ο Χανς Τσίμερ. Η σταθερή, μεθοδική δομή της πλοκής, βασισμένη στο συνεχές εναλλασσόμενο μοντάζ, με το οποίο ο Λη Σμιθ δένει τις διαφορετικές χρονικές στιγμές με την ίδια αλληλοδιαδοχή, αποπνέει μια αίσθηση αναπόφευκτου, ενώ παράλληλα μοιάζει να μην ενδιαφέρεται τόσο για τους ίδιους τους χαρακτήρες, όσο για τον ρόλο τους ως απλώς ακόμα ένα στοιχείο μέσα στην πανοραμική άποψη μιας κατάστασης γεμάτης απελπισία και θάνατο.

Αυτό δε σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης αδιαφορεί για τους ήρωές του. Αντιθέτως, αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς του κι ειδικά τους νεότερους (πολλοί από τους οποίους πραγματοποιούν το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο), ακόμα κι από τον Στάιλς, ο οποίος πιθανώς ν’ αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία λόγω της προέλευσής του από τους One Direction. Με καλύτερο όλων τον Γουάιτχεντ, το καστ αποδίδει με θαυμαστή εσωτερικότητα τον φόβο, την καρτερία και το νεύρο της αναμονής, η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να φέρει τη λύτρωση ή τη φρίκη. Απλώς το φιλμ θέτει ως απόλυτο διακύβευμα την επιβίωσή τους, από μόνη της αρκετά αγωνιώδης ώστε να μη χρειάζεται άλλο σεναριακό υπόβαθρο, όπως κάποιο προσωπικό ή οικογενειακό παρελθόν που συνήθως αφηγούνται οι ήρωες σ’ αυτές τις ταινίες. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά βίας αποδίδονται κίνητρα στον Ντώσον και τον Τζωρτζ, και πάλι όμως χωρίς πολλές εξηγήσεις.

Έτσι, η εξάρτηση των στρατιωτών από αέριες και θαλάσσιες μηχανές μαζί με τον ρεαλισμό με τον οποίο αυτές αποδίδονται, καθώς κι η υπόκρουση του χτύπου του ρολογιού, θα μπορούσαν να ιδωθούν ως αντανακλάσεις της γενικότερης μηχανιστικής στρατηγικής της ταινίας. Αυτή μπορεί να υποβαθμίζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα κι ενδεχομένως ν’ αποθαρρύνει την ταύτιση του θεατή, αλλά εξακολουθεί να τον εγκλωβίζει μέσα σ’ ένα υπερθέαμα σαρωτικό, συγκλονιστικό και τελικά λυτρωτικό, με μια κατάληξη που ξαναζεσταίνει την ως τότε παγωμένη ανθρώπινη καρδιά, υπενθυμίζοντας ότι οι μορφές του ηρωισμού είναι πολλές και το τίμημά του βαρύ.

ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΛΙΠΑΣ – TULIP FEVER

Σκην.: Τζάστιν Τσάντγουικ
Πρωτ.: Αλίσια Βικάντερ, Ντέιν ΝτεΧάαν, Χόλιντεϊ Γκρέιντζερ, Κριστόφ Βαλτς, Τζακ Ο Κόνελ
Στο Άμστερνταμ του 17ου αιώνα, η νεαρή κι όμορφη γυναίκα ενός πλούσιου μεσήλικου εμπόρου, ερωτεύεται τον ζωγράφο που φτάνει στο σπίτι τους για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο τους.

Ερωτικό δράμα εποχής, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της 69χρονης βρετανής Ντέμπορα Μόγκακ. Η φωτογραφία του Άιγκιλ Μπριλ κι ο σχεδιασμός της παραγωγής από τον Σάιμον Έλιοτ ανασυστήνουν την εποχή με αληθοφάνεια, κι οι ερμηνείες είναι προβλέψιμα ικανοποιητικές από το ούτως ή άλλως υψηλού επιπέδου καστ.

Όμως ο πολυβραβευμένος Τομ Στόπαρντ φτιάχνει ένα σενάριο άνισο και περιστασιακά βιαστικό, το οποίο μοιάζει να εστιάζει από λίγο σε όλους τους χαρακτήρες, χωρίς τελικά να δίνει ουσιαστικό βάθος σε κανέναν, ενώ πολλά σημεία εκτυλίσσονται με ταχύτητα κι ευκολία που μειώνει την πειστικότητά τους: ένα ολόκληρο εννιάμηνο εγκυμοσύνης περνάει χωρίς ο Σάντφοορτ ν’ αντιληφθεί τίποτα, ο Βαν Λόος μέσα σε μερικές μέρες έχει γίνει ειδικός στο εμπόριο τουλίπας, κι ο Γουίλιαμ μέσα σ’ ένα βράδυ έχει μπερδευτεί, έχει μεθύσει, έχει ληστευθεί κι έχει μπαρκάρει.