Κινηματογραφή

Τέσσερις από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, οι δύο από τις οποίες έχουν θέμα την ενδοοικογενειακή κακοποίηση.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ

JUSQU’À LA GARDE

Σκην.: Ξαβιέ Λεγκράν.

Πρωτ.: Λεά Ντρουκέρ, Ντενί Μενοσέ, Τομά Τζοριά, Ματίλντ Ωνεβό.

Μία μητέρα προσπαθεί να κρατήσει τον βίαιο πρώην σύζυγό της μακριά από τον εαυτό της και τα δύο παιδιά τους, αλλά η δικαστής του παραχωρεί το δικαίωμα να περνάει χρόνο με τον ανήλικο γιο- απόφαση που θα δυσκολέψει την κατάσταση ακόμη περισσότερο.

Ο 38χρονος σκηνοθέτης Λεγκράν προφανώς αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη περίπτωση. Μέχρι τώρα έχει σκηνοθετήσει μόνο δύο ταινίες, που ανήκουν στο ίδιο είδος, εκτυλίσσονται στο ίδιο αφηγηματικό σύμπαν κι έχουν αποσπάσει πολύ σημαντικές διακρίσεις. Η μικρού μήκους «Avant que de tout perdre» (2013) είχε προταθεί για Όσκαρ, ενώ αυτή εδώ που είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη κι αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, βραβεύτηκε με τον Αργυρό Λέοντα σκηνοθεσίας στο περυσινό φεστιβάλ Βενετίας.

Ο Λεγκράν επιχειρεί και καταφέρνει να συνδυάσει αριστοτεχνικά το δράμα με το θρίλερ, χτίζοντας προσεκτικά την αγωνία μέσα στην απόγνωση των αδύναμων μελών της οικογένειας, χωρίς να την ευτελίζει. Το στιβαρό καδράρισμα της φωτογράφου Ναταλί Ντουράντ, ειδικά στα συχνά μονοπλάνα που φορτίζουν την ένταση υπομονετικά και προσγειωμένα, μαζί με το καίριο κι οικονομημένο μοντάζ του Γιώργου Λαμπρινού (γιου του σκηνοθέτη Φώτου Λαμπρινού και της συγγραφέα Κλαίρης Μιτσοτάκη), αναδεικνύουν τις σπουδαίες ερμηνείες του καστ, με πιο θαυμαστές εκείνες του Μενοσέ στον ρόλο του κακοποιητικού πατέρα και του Τζοριά σε μία από τις καλύτερες παιδικές ερμηνείες που είδαμε πρόσφατα ως κατατρομαγμένου γιου εγκλωβισμένου στην απειλή του θηριώδους πατέρα, με συγκλονιστικότερη ίσως τη σκηνή στο αμάξι όπου ο μικρός ξεσπά σταδιακά σε κλάματα.

ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

DARK RIVER

Σκην.: Κλίο Μπαρνάρντ.

Πρωτ.: Ρουθ Γουίλσον, Μαρκ Στάνλεϊ, Σων Μπιν.

Μετά τον θάνατο του πατέρα της, μια νεαρή κτηνοτρόφος επιστρέφει στο οικογενειακό αγρόκτημα για να το αναλάβει. Εκεί συναντάει τον αδερφό της μετά από πολλά χρόνια και διαπιστώνει ότι η εγκατάστασή της εκεί δε θα είναι όσο εύκολη την περίμενε, καθώς ο ερχομός της ξυπνάει τραύματα του παρελθόντος.

Οικογενειακό δράμα που αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους μυθοπλασία της βρετανής Μπαρνάρντ μετά το εξαιρετικό «Ο εγωιστής γίγαντας» («The Selfish Giant», 2013). Παρά το συνηθισμένο θέμα και την ελαφρώς εξεζητημένη έκβαση, το επίτευγμα της ταινίας είναι οι χαμηλοί τόνοι κι η υπόγεια ένταση που καταφέρνει να διατηρήσει, μέσα από την ημιφωτισμένη, υποβλητική φωτογραφία του Αντριάνο Γκόλντμαν κι αξιοποιώντας πλήρως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι σε δύο σπουδαίες εσωτερικευμένες ερμηνείες.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ - ISLE OF DOGS

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ

ISLE OF DOGS

Σκην.: Γουές Άντερσον

Με τις φωνές των: Κόγιου Ράνκιν, Μπράιαν Κράνστον, Μπιλ Μάρεϊ, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Έντουαρντ Νόρτον, Λιβ Σράιμπερ, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τίλντα Σουίντον, Γκρέτα Γκέργουιγκ,  Σκάρλετ Γιοχάνσον, Κεν Γουατανάμπε, Μπιλ Μπάλαμπαν

Στη μελλοντική Ιαπωνία, ο δήμαρχος μιας πόλης διατάζει να τεθούν σε καραντίνα όλα τα σκυλιά, τα οποία εξορίζονται σ’ ένα γειτονικό νησί που χρησιμοποιείται ως χωματερή. Εκεί φτάνει ένα μικρό αγόρι που αναζητά τον χαμένο σκύλο του και στην προσπάθειά του δέχεται τη βοήθεια πέντε άλλων θαρραλέων σκύλων που ζουν εκεί.

Μετά από το «Ο απίθανος κύριος Φοξ» («Fantastic Mr. Fox», 2009), αυτή είναι η δεύτερη κωμωδία εμψύχωσης (animation) φτιαγμένη με την τεχνική stop-motion, στη φιλμογραφία του σπουδαίου αμερικανού σκηνοθέτη.

Φιλία, ζωοφιλία, παιδικότητα, κοινωνική και πολιτική κριτική, όλα δοσμένα με τη γνώριμη τρυφερότητα, το χιούμορ και τη συναρπαστική αισθητική ιδιομορφία του Άντερσον.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

GHOST STORIES

Σκην.: Τζέρεμι Ντάισον, Άντι Νάιμαν

Πρωτ.: Άντι Νάιμαν, Μάρτιν Φρίμαν, Πωλ Γουάιτχαουζ, Άλεξ Λώθερ.

Ένας ορθολογιστής ερευνητής παραφυσικών φαινομένων, έχει ως στόχο ζωής να ξεσκεπάζει τους απατεώνες που εξαπατούν τον κόσμο εκμεταλλευόμενοι τον πόνο τους. Μια μέρα θα του ζητηθεί να ερευνήσει τρεις υποθέσεις, που θα δοκιμάσουν τις αισθήσεις, τις αρχές και τις πεποιθήσεις του.

Ταινία τρόμου που καταλήγει σ’ ένα γνώριμο μοτίβο, αλλά προηγουμένως οδηγείται εκεί, μέσα από μια ευρηματική, παιγνιώδη, μυστηριώδη κι έξυπνα τρομακτική περιπλάνηση.

AMITYVILLE: TO ΞΥΠΝΗΜΑ

AMITYVILLE: THE AWAKENING

Σκην.: Φρανκ Καλφούν

Πρωτ.: Μπέλα Θορν, Τζένιφερ Τζέισον Λη, Κάμερον Μόναχαν

Μια μητέρα αποφασίζει να μετακομίσει με τα παιδιά της στο διαβόητο σπίτι του Άμιτιβιλ, ελπίζοντας ότι το πνεύμα το οποίο κατοικεί εκεί θα σώσει τον γιο της που βρίσκεται σε κώμα.

Η έκτη κινηματογραφική προσθήκη στη σειρά ταινιών τρόμου που βασίστηκε στο βιβλίο του Τζέι Άνσον «The Amityville Horror», το οποίο κυκλοφόρησε το 1977. Η σειρά ξεκίνησε με την ομώνυμη ταινία του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ το 1979 και συνεχίστηκε με τα «Ο δαιμονισμένος» («Amityville II: the Possession», Νταμιάνο Νταμιάνι, 1982), «Αμιτιβίλ 3: η βίλα του τρόμου» («Amityville 3-D», Ρίτσαρντ Φλάισερ, 1983), το ριμέικ «Τρόμος στο Amityville» («The Amityville Horror», Άντριου Ντάγκλας, 2005) και το «The Amityville Playhouse» (Τζον Ρ. Γουόκερ, 2015), ενώ υπάρχουν ακόμα δώδεκα ταινίες που κυκλοφόρησαν κατευθείαν στο βίντεο και την τηλεόραση.

Σε μία μετα-αφηγηματική πλοκή που εκτυλίσσεται σ’ έναν ‘πραγματικό’ κόσμο, στον οποίο οι προηγούμενες ταινίες συζητιούνται και βλέπονται από τους χαρακτήρες, η ικανή Θορν, την οποία τις προάλλες απολαμβάναμε στον «Ήλιο του μεσονυχτίου» («Midnight Sun»), δεν καταφέρνει να κάνει περισσότερα απ’ όσα της υποβάλλουν η στερεοτυπία κι η ασυναρτησία του σεναρίου.

ΕΞΟΔΟΣ 1826

Σκην.: Βασίλης Τσικάρας.

Πρωτ.: Λεωνίδας Κακούρης, Μαρία Ανδρούτσου, Δημήτρης Παπαδόπουλος.

Την άνοιξη του 1826, 120 οπλισμένοι άντρες ξεκινούν από το χωριό Σαμαρίνα των Γρεβενών για να κατηφορίσουν στο Μεσολόγγι και να ενισχύσουν την άμυνα των Ελλήνων ενάντια στην πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς.

Μια ερασιτεχνική, άρρυθμη, μονότονη, αναληθοφανής, δραματουργικά κενή κι ουσιαστικά αδόμητη ιστορική ταινία, με τη διαμόρφωση χαρακτήρων και τις ερμηνείες τους ανύπαρκτες, ηχοληψία που συχνά καθιστά τους διαλόγους ακατάληπτους και συνολικές φιλοδοξίες απείρως ψηλότερες απ’ αυτές που μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα πενιχρά οικονομικά και τεχνικά μέσα της παραγωγής της. Δε μπορούμε παρά ν’ απορήσουμε για τον τρόπο με τον οποίο η ταινία κατέληξε να φιλοξενηθεί σε ηρακλειώτικη αίθουσα έναν χρόνο μετά από την ούτως ή άλλως περιορισμένη διανομή της σε αίθουσες της ηπειρωτικής Ελλάδας.