Κινηματογραφή

Χρειάζεται θάρρος για να κοιτάξουμε μέσα μας.

 

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΟΥ

HOSTILES

HOSTILES - ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΟΥ
Σκην.: Σκοτ Κούπερ

Πρωτ.: Κρίστιαν Μπέιλ, Ρόζαμουντ Πάικ, Γουές Στούντι

Στις Η.Π.Α. ΤΟΥ 1892, ένας σκληρός κι ιδιαιτέρως βίαιος αξιωματικός του αμερικανικού στρατού, αναλαμβάνει απρόθυμα να συνοδεύσει τον ετοιμοθάνατο αρχηγό μιας ινδιάνικης φυλής που μισεί μαζί με την οικογένειά του, πίσω στην περιοχή της καταγωγής του για να αναπαυθεί στην πατρογονική γη του. Στη διαδρομή θα συμβούν γεγονότα που θα επανακαθορίσουν τη θέση τους.

Δραματικό γουέστερν σε σενάριο του σκηνοθέτη Κούπερ, βασισμένο σε χειρόγραφο του Ντόναλντ Ε. Στιούαρτ, του βραβευμένου με Όσκαρ σεναριογράφου για τον «Αγνοούμενο» («Missing», Κώστας Γαβράς, 1982).

Ακόμα μία ελεγειακή κι αναθεωρητική προσθήκη στο είδος, που αναγνωρίζει ρητά τον επεκτατισμό των λευκών σε βάρος των ιθαγενών, τοποθετεί καλούς και κακούς χαρακτήρες και στις δύο πλευρές, στηρίζει με συνέπεια την πλοκή στη μεταστροφή του πρωταγωνιστή της και καταλήγει σ’ ένα ιδεολογικά αμφίσημο τέλος που σηματοδοτεί ταυτόχρονα την αποδοχή, την ενσωμάτωση, αλλά και την αλλοτρίωση μετά τον επερχόμενο αφανισμό.

Ωστόσο θα περίμενε κανείς ν’ αφιερωθεί περισσότερη από τη σεναριακή οπτική στους ιθαγενείς χαρακτήρες αντί σχεδόν να τη μονοπωλούν οι λευκοί, η ερμηνεία της Πάικ είναι μάλλον άνιση, ενώ δεδομένου του κοινότοπου θέματος ο ρυθμός θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτός.

 

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ

EVERY DAY

Σκην.: Μάικλ Σούσι

Πρωτ.: Ανγκάρι Ράις, Τζάστις Σμιθ, Τζένι Ρος.

Η Ριάνον είναι μια μαθήτρια λυκείου που προσεγγίζεται από μια άυλη προσωπικότητα με το όνομα Α, η οποία κάθε μέρα ξυπνάει ακούσια μέσα σε διαφορετικό σώμα. Οι δυο τους ερωτεύονται και προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να μείνουν μαζί.

Έξυπνη, γλυκόπικρη, ανάλαφρη κι αισιόδοξη νεανική κομεντί για την οικουμενικότητα του έρωτα ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και χρώματος.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΙΣΙ

THE 15:17 TO PARIS

Σκην.: Κλιντ Ίστγουντ

Πρωτ.: Άλεκ Σκαρλάτος, Άντονι Σάντλερ, Σπένσερ Στόουν, Ρέι Κορασάνι

Τον Αύγουστο του 2015, τρεις αμερικανοί φίλοι, οι δύο από τους οποίους υπηρετούν στον στρατό, ξεκινούν ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Στο τρένο από το Άμστερνταμ στο Παρίσι ένας φανατικός ισλαμιστής επιχειρεί μια τρομοκρατική επίθεση, η οποία όμως αποτρέπεται από την ηρωική παρέμβαση των τριών φίλων.

Βιογραφικό δράμα που αφηγείται τα αληθινά γεγονότα όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο «The 15:17 to Paris: The True Story of a Terrorist, a Train, and Three American Soldiers», που έγραψαν οι τρεις ήρωες μαζί με τον Τζέφρι Ε. Στερν κι εκδόθηκε το 2016. Μία από τις χειρότερες -αν όχι η χειρότερη- ταινία στη σκηνοθετική φιλμογραφία του 88χρονου πια Ίστγουντ, γνωστού για τις συντηρητικές του πεποιθήσεις και την ανάλογη ρητορική των ιστοριών του, η οποία ευτυχώς απαλύνεται από τα ανθρωπιστικά στοιχεία τους.

Στη διαρκή αναζήτησή του για τον ιδανικό Αμερικανό Ήρωα, που τον έχει οδηγήσει μέσα από τη νεότερη στρατιωτική ιστορία της χώρας στις «Σημαίες των προγόνων μας» («Flags of Our Fathers», 2006) και στον «Ελεύθερο σκοπευτή» («American Sniper», 2014), εδώ ο σκηνοθέτης τον βρίσκει ενσαρκωμένο από μια τριανδρία (σημειώστε τον θρησκευτικό συνειρμό του αριθμού), δύο από τους οποίους είναι μέλη των ενόπλων δυνάμεων.

Εδώ ο Ίστγουντ βλέπει μια ευκαιρία ν’ αποδείξει ότι ο αμερικανικός ηρωισμός είναι έμφυτος, θεόσταλτος κι έτοιμος ν’ αναδυθεί όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά οποτεδήποτε ακόμα και μέσα στις πιο καθημερινές, φαινομενικά ασήμαντες συνθήκες. Ακόμα και την απόφασή του να χρησιμοποιήσει την αληθινή τριάδα της ιστορίας αντί για ηθοποιούς, προσωπικά την ερμηνεύω σαν μια προσπάθεια να πιστοποιηθεί ακόμη πιο αδιαμφισβήτητα η αυθεντικότητα του αμερικανού ήρωα.

Ωστόσο ο μιλιταριστικός πατριωτισμός κι η χριστιανική νομοτέλεια είναι μόνο δύο από τα προβλήματα της ταινίας, η οποία για την περισσότερη

ώρα απλώς αφηγείται μια συνηθισμένη φιλία τριών αγοριών χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενώ η απειρία στις ευπαρουσίαστες, αλλά ακατέργαστες και συχνά αμήχανες ερμηνείες των μη- ηθοποιών πρωταγωνιστών, ενισχύεται από την περιστασιακή σκηνοθετική αδεξιότητα του εμφανώς κουρασμένου δημιουργού.