Δύο ταινίες σκηνοθετημένες από γυναίκες, είναι οι καλύτερες της εβδομάδας.
Σκην.: Ίλντικο Ενιέντι
Πρωτ.: Γκέζα Μορζάνι, Αλεξάντρα Μπόρμπελι, Ζόλταν Σνάιντερ, Έρβιν Νάγκι
Ένας άντρας και μία γυναίκα, συνάδελφοι στην ίδια δουλειά, αρχίζουν να βλέπουν το ίδιο όνειρο, ότι είναι ερωτευμένα ελάφια μέσα σ’ ένα δάσος. Όταν το συνειδητοποιούν συμπτωματικά, ο έρωτας αναπτύσσεται μεταξύ τους και στην πραγματική ζωή.
Αισθηματική κομεντί που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο, το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής και το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο περυσινό φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ είναι επίσης υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Μια γλυκανάλατη κι εξεζητημένη πλοκή, η οποία στα χέρια ενός/ μιας χολιγουντιανού σκηνοθέτη/ -τριας θα γινόταν ίσως ανυπόφορη, εδώ αποδίδεται με τη λιτότητα, την αφαίρεση και την εγκράτεια που χρειάζεται για ν’ αναδειχτούν τα ουσιαστικά της στοιχεία, όπως η στασιμότητα της Μαρίας στην παιδική ηλικία κι η αργή αποτίναξη του φόβου της, η ευαίσθητη κι υπομονετική προσέγγιση του Έντρε, η αλληγορική σεναριακή λειτουργία των ζώων που αντιπαραβάλλει τον ρομαντικό ιδεαλισμό με την αμείλικτη πραγματικότητα.
THE PARTY
Σκην.: Σάλι Πότερ
Πρωτ.: Τίμοθυ Σπολ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Πατρίσια Κλάρκσον, Μπρούνο Γκαντς, Τσέρι Τζόουνς, Έμιλι Μόρτιμερ, Κίλιαν Μέρφι
Μια ιδεαλίστρια πολιτικός προσκαλεί με τον σύζυγό της πέντε φίλους τους σε γεύμα στο σπίτι τους για να γιορτάσουν τον σημαντικό διορισμό της.
Την αρχική χαρά διαδέχεται η κλιμακωτή αποκάλυψη κρυμμένων μυστικών που αναστατώνουν τις σχέσεις των μέχρι τότε αγαπημένων φίλων.
Κοινωνική κομεντί χτισμένη πάνω στο γνώριμο θεματικό μοτίβο του αρχικά ειδυλλιακού dinner party μεταξύ φίλων που σταδιακά εκτροχιάζεται, θυμίζοντας το πρόσφατο «Οι τέλειοι ξένοι» («Perfetti Sconosciuti», Πάολο Τζενοβέζε, 2016).
Έξυπνο, γρήγορο, πολυθεματικό, μεστό κι εύστοχα ερμηνευμένο, πρόκειται για ένα επιφανειακό, αλλά ευχάριστο κι αιχμηρό παιχνίδι αισθημάτων, ρόλων, αντιφάσεων κι επιθυμιών.
1968
Σκην.: Τάσος Μπουλμέτης
Πρωτ.: Στέλιος Μάινας, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Ορφέας Αυγουστίδης, Θέμης Πάνου, Γιάννης Βούρος
Τον Απρίλιο του 1968 η ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ κερδίζει τη Σλάβια Πράγας στον τελικό που πραγματοποιείται στην Αθήνα και κατακτά το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης, σ’ ένα από τα σπουδαιότερα κατορθώματα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού.
Τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, μετά από τα «Βιοτεχνία ονείρων» (1990), «Πολίτικη κουζίνα» (2003) και «Νοτιάς» (2016). Πρόκειται επίσης για τη δεύτερη πρόσφατη ταινία που αφιερώνεται σ’ έναν ελληνικό αθλητικό σύλλογο, μετά το ντοκιμαντέρ «90 χρόνια ΠΑΟΚ- Νοσταλγώντας το μέλλον» (Νίκος Τριανταφυλλίδης, 2016), με το οποίο η ταινία του Μπουλμέτη θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αλληλοσυμπληρώνεται.
Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται κι εδώ με γνώριμα και βιωματικά γι’ αυτόν θέματα όπως η νοσταλγία για τις ‘χαμένες πατρίδες’, οι μνήμες της μετανάστευσης από εκεί στην Ελλάδα κι ο λαϊκός τρόπος ζωής κατά τις τρεις δεκαετίες από το 1950 ως το 1980. Όπως έχω ξαναπεί, το πρόβλημα που εντοπίζω στο σινεμά του Μπουλμέτη είναι ότι χειρίζεται τη νοσταλγία ως αυτοσκοπό, με στόχο την εύκολη συγκίνηση του κοινού. Επιπλέον εδώ η απόφασή του να συνδυάσει την τεκμηρίωση με τη μυθοπλασία καταλήγει σ’ ένα τουλάχιστον συζητήσιμο αποτέλεσμα, που κατά τον σκηνοθέτη ανήκει στο είδος του docufiction, όρος που όπως τον καταλαβαίνω συγγενεύει, αν δεν ταυτίζεται εντελώς, με τον ελληνικό ‘δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ’.
Η ταινία δηλαδή αποτελείται από αρχειακά αποσπάσματα από τον αγώνα του ’68, καθώς επίσης από συνεντεύξεις των παικτών κι άλλων πρωταγωνιστών του γεγονότος, στοιχεία τα οποία εναλλάσσονται με σκηνοθετημένες μυθοπλαστικές σκηνές, που άλλοτε αναπαριστούν πραγματικά γεγονότα κι άλλοτε όχι. Ωστόσο επειδή η ταινία έχει διαφημιστεί αποκλειστικά ως μυθοπλασία, αν ο θεατής μπορέσει να προσαρμόσει τις προσδοκίες του καθώς αυτή εκτυλίσσεται, στην καλύτερη περίπτωση θ’ απολαύσει έναν φόρο τιμής σε μία σημαντική στιγμή του ελληνικού αθλητισμού, με το επιμύθιο της εθνικής ομοψυχίας.
Στη χειρότερη θα παρακολουθήσει μια ταινία που πηγαινοέρχεται με αμηχανία ανάμεσα στις δύο φόρμες, αφού λειτουργεί ικανοποιητικά ως ντοκιμαντέρ, αλλά το δραματουργικό της μέρος αφήνεται μόνο μερικώς κατεργασμένο, ουσιαστικά διακοσμητικό.
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ: Η ΤΕΛΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ THE DEATH CURE
Σκην.: Γουές Μπολ
Πρωτ.: Ντίλαν Ο’ Μπράιεν, Κάγια Σκοντελάριο, Κάθριν Μακναμάρα, Τόμας Μπρόντι- Σάνγκστερ, Πατρίσια Κλάρκσον
Ο Τόμας, ο Νιουτ, ο Φράιπαν κι η Μπρέντα ξεκινούν για να σώσουν τον Μίνο και καταλήγουν να διεισδύουν στα εργαστήρια της WKCD, τα οποία πρέπει να καταστρέψουν για να ελευθερώσουν τα παιδιά που κρατούνται ως πειραματόζωα, ώστε όλοι μαζί να δημιουργήσουν μια καινούρια κοινωνία.
Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας που ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με το «Ο λαβύρινθος» («The Maze Runner», Γουές Μπολ, 2014) και συνεχίστηκε με το «Ο λαβύρινθος: πύρινες δοκιμασίες» («Maze Runner: the Scorch Trials», Γουές Μπολ, 2015), βασισμένη στα ομώνυμα μυθιστορήματα του Τζέιμς Ντάσνερ.
Δυστυχώς καμία από τις δύο συνέχειες δεν ανταποκρίθηκε στις υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε η πρώτη ταινία. Το καστ παίζει αφοσιωμένα, η δράση και τα εφέ είναι πλούσια, ο ρυθμός γρήγορος, αλλά η πλοκή είναι πια τόσο χιλιοϊδωμένη και προβλέψιμη, ώστε είναι αμφίβολο αν ενδιαφέρει πολλούς ή εντελώς κανέναν έξω από το νεανικό κοινό για το οποίο προορίζεται.