Κινηματογραφή

Ταινίες διασκεδαστικές, αλλά διάχυτα συντηρητικές.

 

Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΩΡΑ – DARKEST HOUR

Σκην.: Τζο Ράιτ

Πρωτ.: Γκάρι Όλντμαν, Λίλυ Τζέιμς, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Μπεν Μέντελσον

Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΩΡΑ - DARKEST HOUR
Τον Μάιο του 1940 ο διορισμένος βρετανός πρωθυπουργός Γουίνστον Τσόρτσιλ καλείται να λάβει δραματικές αποφάσεις προκειμένου να ελευθερώσει τα βρετανικά στρατεύματα που βρίσκονται εγκλωβισμένα από τους Γερμανούς στην παραλία της Δουνκέρκης. Από τις εντολές του θα κριθεί η ελευθερία της Βρετανίας και το μέλλον ολόκληρου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ιστορικό πολεμικό δράμα, που είναι πολύ απολαυστικό χάρη στη σκηνοθετική δεξιότητα του Ράιτ και την ερμηνευτική μεταμόρφωση του Όλντμαν, ο οποίος έχει ήδη κερδίσει πολυάριθμα βραβεία για την ερμηνεία του, με σημαντικότερα τη Χρυσή Σφαίρα και το βραβείο του Σωματείου των Ηθοποιών Οθόνης, ενώ θεωρείται δεδομένη η συμπερίληψή του στις οσκαρικές υποψηφιότητες που θ’ ανακοινωθούν σήμερα.

Η ταινία δεν αποτελεί ολοκληρωμένη βιογραφία του Τσόρτσιλ, αλλά εστιάζει στον Μάιο του 1940, γύρω από τα γεγονότα της εκκένωσης της Δουνκέρκης.

Έτσι μπορεί να ιδωθεί ως συμπληρωματική στην «Εξιλέωση» («Atonement», 2007) που είχε επίσης σκηνοθετήσει ο Ράιτ, κι ακόμη περισσότερο στην περυσινή «Δουνκέρκη» («Dunkirk») του Κρίστοφερ Νόλαν, η οποία κλείνει με τον λόγο του πρωθυπουργού ν’ ακούγεται από το ραδιόφωνο, οπότε ταιριάζει ιδανικά ως απεικόνιση των γεγονότων στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, μέσα στα γραφεία και τους διαδρόμους των στρατηγείων.

Παρ’ όλες τις κινηματογραφικές αρετές της πάντως, η ταινία τελικά δεν παύει να είναι ένα απλοϊκό, ουσιαστικά μονόπλευρο κι αταίριαστα χαριτωμένο πορτρέτο εθνικιστικού χαρακτήρα, που μου θύμισε τη «Σιδηρά Κυρία» («The Iron Lady», Φιλίντα Λόιντ, 2011) για τη Μάργκαρετ Θάτσερ, ειδικά υπό την προοπτική ο πρωταγωνιστής να βραβευτεί με Όσκαρ, όπως τόσο άδικα είχε συμβεί στην περίπτωση όταν η Ακαδημία προτίμησε τη Θάτσερ της Μέριλ Στριπ αντί τον Άλμπερτ Νομπς της Γκλεν Κλόουζ.

Ο Τσόρτσιλ δηλαδή δεν ενδιαφέρει την ταινία σφαιρικά ως αμφιλεγόμενη ιστορική φυσιογνωμία, αλλά ως εθνικός ήρωας που λειτουργεί ως παρηγορητικό καταφύγιο σε μια εποχή όπου οι Βρετανοί έχουν ανάγκη να τονώσουν την αυτοπεποίθησή τους. Από τις περιπτώσεις που το δεξιοτεχνικό σινεμά μπορεί να είναι διασκεδαστικό, αλλά όχι αναγκαστικά κι ενδιαφέρον.

 

12 ΔΥΝΑΤΟΙ – 12 STRONG

Σκην.: Νίκολαϊ Φούγκλσιγκ

Πρωτ.: Κρις Χέμσγουορθ, Μάικλ Σάνον, Έλσα Πατακί, Τρεβάντε Ρόουντς, Μάικλ Πένια

Τον Οκτώβριο του 2001, μόλις έναν μήνα μετά από το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, μια επίλεκτη ομάδα στρατιωτών στέλνεται στο Αφγανιστάν για να συνεργαστεί με ντόπιους μαχητές ώστε να εξολοθρεύσει έναν πυρήνα των Ταλιμπάν και ν’ ανακτήσει μια πόλη- προπύργιο της οργάνωσης.

Ιστορική πολεμική περιπέτεια, η οποία αφηγείται τα αληθινά γεγονότα όπως καταγράφονται στο βιβλίο του Νταγκ Στάντον «Horse Soldiers: The Extraordinary Story of a Band of U.S. soldiers Who Rode to Victory in Afghanistan», που εκδόθηκε το 2009.

Καταρχάς νομίζω ότι η ταινία είναι ίσως καταλληλότερο να χαρακτηριστεί σύγχρονο γουέστερν για πολλούς λόγους: επειδή ούτως ή άλλως οι σημερινές ταινίες δράσης κατάγονται σ’ ένα βαθμό από το συγκεκριμένο είδος, επειδή τα σημερινά φαντάσματα του ιμπεριαλισμού για τις Η.Π.Α. που μετατρέπονται σε εχθρικό Άλλο δεν είναι οι ιθαγενείς αμερικανοί αλλά οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές (έστω κι αν αυτοί αποτελούν μια πραγματική κι επικίνδυνη απειλή, σε αντίθεση με τον φαντασιακό εχθρό που αποτελούσαν οι ινδιάνοι στον 20ο αιώνα), αλλά κι επειδή ειδικά σ’ αυτή την ιστορία η ερημική τοποθεσία της πλοκής κι η χρήση αλόγων από τους ήρωες ενισχύουν την εικονογραφική κι ειδολογική σύνδεση με τις ταινίες της Άγριας Δύσης.

Όπως λοιπόν τα γουέστερν κατά το πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, αλλά όπως επίσης η πρώτη ταινία της σημερινής στήλης, έτσι κι αυτή εδώ είναι παρομοίως μονόπλευρη κι αφελής, αποσκοπώντας απλώς να χαϊδέψει το εθνικό αίσθημα των αμερικανών θεατών, χωρίς να ‘σκαλίζει’ πιο περίπλοκα ζητήματα που είναι καλύτερο να μείνουν κάτω απ’ το χαλί.

Αυτό που κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα, είναι η άνευρη, διεκπεραιωτική δράση, που αδυνατεί να δημιουργήσει αγωνία μέσα από την ομολογουμένως πρόσφορη ιστορία του σεναρίου και τους εξαιρετικούς ηθοποιούς που το ζωντανεύουν και στα δύο στρατόπεδα. Απ’ αυτούς, ο Σάνον κι ο Ρόουντς απλώς χαραμίζονται, ο Πένια κερδίζει σκηνές με το γνωστό μπρίο του, ενώ ο πάντα επιβλητικός Χέμσγουορθ βρίσκει έναν αντάξιο σύμμαχο στο πρόσωπο του Ναβίντ Νεγκαμπάν ως σκληρού αλλά συνετού στρατηγού Ντόστουμ κι έναν αντάξιο αντίπαλο στον Νούμαν Άκαρ ως αδίστακτο Μουλά Ραζάν.

 

 

Η ΛΗΣΤΕΙΑ  ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ – DEN OF THIEVES

Σκην.: Κρίστιαν Γκούντεγκαστ

Πρωτ.: Τζέραρντ Μπάτλερ, Πάμπλο Σράιμπερ, Ο’Σι Τζάκσον Τζ., Κέρτις ‘50 Cent’ Τζάκσον

Ο σερίφης του Λος Άντζελες, Νικ Φλάναγκαν, κι η ομάδα του από σκληροτράχηλους αστυνομικούς, καλούνται να σταματήσουν μια υψηλού επιπέδου συμμορία ληστών, πριν επιτεθεί στο τοπικό υποκατάστημα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των Η.Π.Α.

Περιπέτεια ληστείας, ο μεγαλεπήβολος ελληνικός τίτλος της οποίας μάλλον θα έπρεπε να είναι πιο μετριόφρων, ώστε να μη δημιουργεί προσδοκίες στον θεατή που δε μπορεί να εκπληρώσει. Το καστ είναι εύστοχα επιλεγμένο, οι σκηνές ανταλλαγής πυρών χορταστικές, αλλά η περιπλοκή κι η ανατροπή του σεναρίου προσωπικά μού φάνηκαν αδιάφορες, αφού υλοποιούνται συγκεχυμένα κι επιπόλαια, με αποτέλεσμα να δημιουργούν περισσότερο απορία και λιγότερο έκπληξη.