Κινηματογραφή

Ενα από τα καλύτερα σενάρια της φετινής χρονιάς.

MOLLY’S GAME

Σκην.: Άαρον Σόρκιν

Πρωτ.: Τζέσικα Τσαστέιν, Ίντρις Έλμπα, Κέβιν Κόστνερ, Μάικλ Σέρα

Στα 22 της χρόνια η Μόλι Μπλουμ γίνεται η πιο επιτυχημένη διοργανώτρια παιχνιδιών πόκερ στις Η.Π.Α., με πελατολόγιο γεμάτο από κινηματογραφικούς αστέρες και δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες. Ώσπου το FBI τη συλλαμβάνει κατηγορώντας τη για συνεργασία με τη ρωσική μαφία κι έτσι η Μόλι πρέπει τώρα με τη βοήθεια του δικηγόρου της ν’ αποδείξει την αθωότητά της.

Βιογραφικό δράμα που αποτελεί το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σεναριογράφου Σόρκιν κι αφηγείται την αληθινή ιστορία της Μπλουμ όπως η ίδια την κατέθεσε στο βιβλίο της, «Molly’s Game: The True Story of the 26-Year-Old Woman Behind the Most Exclusive, High-Stakes Underground Poker Game in the World». Η ταινία βρέθηκε υποψήφια για δύο Χρυσές Σφαίρες, γυναικείας ερμηνείας σε δράμα για την Τσαστέιν και σεναρίου για τον Σόρκιν.

Ακόμα μία πολύ συναρπαστική ταινία με θέμα το πόκερ, στην ίδια κατηγορία με τίτλους όπως «Ο χαρτοπαίκτης» («The Cincinnati Kid», Νόρμαν Τζούισον, 1965) και «Οι παίκτες» («Rounders», Τζον Νταλ, 1998) για όσους ενδιαφέρονται για το παιχνίδι. Ουσιαστικότερα όμως η ταινία όμως μιλάει για τον αγώνα των γυναικών να κατακτήσουν την ισότιμη θέση τους σ’ έναν αντροκρατούμενο κόσμο, αλλά και γενικότερα για τη σημασία που έχει η αποφασιστικότητα να ξανασταθεί κανείς όρθιος, μετά από την ατυχία και τον λανθασμένο χειρισμό.

Η Τσαστέιν είναι απλώς ασυγκράτητη στον ρόλο, κυριεύοντας την οθόνη με την αιχμηρή ευφυΐα και τη λαμπερή γοητεία της. Ο Σόρκιν από την πλευρά του, παραδίδει ακόμη ένα σενάριο φρενήρες, καίριο, πληροφοριακά πυκνό κι εντυπωσιακό σχεδόν με κάθε του ατάκα, απαιτώντας την αδιάσπαστη προσοχή του θεατή. Έστω κι αν στο τέλος αποφασίζει να γίνει υπερβολικά επεξηγηματικός, παραμένει από τους λίγους σεναριογράφους που καταφέρνουν να γράφουν τόσο πληθωρικά χωρίς να φλυαρούν.

ΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ – THE SQUARE

Σκην.: Ρούμπεν Έστλουντ

Πρωτ.: Κλες Μπανγκ, Ελίζαμπεθ Μος, Ντόμινικ Γουέστ, Τέρι Νόταρι

Σ’ ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης στη Στοκχόλμη, λίγες μέρες πριν την έναρξη της καινούριας έκθεσης με επίκεντρο ένα έργο με τίτλο Το Τετράγωνο, ο επιμελητής Κρίστιαν πέφτει θύμα ληστείας,  χάνοντας το πορτοφόλι και το τηλέφωνό του. Για να τ’ ανακτήσει αποφασίζει έναν τρόπο εντοπισμού των πιθανών ληστών, που θ’ αποβεί πιο περίπλοκος απ’ ό,τι αρχικά φανταζόταν.

Κοινωνική σάτιρα που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο περυσινό φεστιβάλ Καννών κι ήταν υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ο Έστλουντ μου θυμίζει τον Γιώργο Λάνθιμο, επειδή κι οι δύο διακρίνονται από εμφανή σκηνοθετική δεξιότητα και δύναμη, τείνουν όμως να παρασύρονται από την εκζήτηση των ίδιων τους των ευρημάτων. Για τον Λάνθιμο τα έχω ήδη πει στα κείμενα που αφορούν τις δικές του ταινίες, αλλά ο Έστλουντ θυμίζω για παράδειγμα ότι απογοήτευσε δυσάρεστα με το τέλος της κατά τ’ άλλα εξαιρετικής προηγούμενης ταινίας του, «Ανωτέρα βία» («Force Majeure», 2014).

Έτσι κι εδώ, η πιο χαρακτηριστική σκηνή της περφόρμανς στο δείπνο της δεξίωσης από τον καλλιτέχνη που μιμείται τον πίθηκο, είναι εύστοχα ενοχλητική και νοηματικά πλούσια (πρωτογονισμός/ πολιτισμός, ειλικρίνεια/ υποκρισία, λογική/ ένστικτο, απωθημένο/ καθωσπρεπισμός, η τέχνη που αντεπιτίθεται στην εμπορευματοποίησή της κ.α.). Σύντομα όμως ‘ξεχειλώνει’ το εύρημά της κι εξαντλεί την αληθοφάνειά της, αφήνοντάς μας ν’ αναρωτιόμαστε για τον αυτόματο και καθολικό φόβο των καλεσμένων, την απάθεια των υπεύθυνων του μουσείου, την έλλειψη φυλάκων και την καθυστερημένη αντίδραση τουλάχιστον των ανδρών καλεσμένων, αν όχι όλων.

Επιπλέον προσωπικά δεν πείστηκα ότι ο ταξικός φόβος του Κρίστιαν είναι τόσο μεγάλος ώστε ν’ αποφεύγει τόσο επίμονα να επικοινωνήσει τους γονείς του αγοριού και να λύσει μια τόσο απλή παρεξήγηση, ενώ ούτε όταν αποφασίζει να φτιάξει ένα επεξηγηματικό βίντεο καταφέρνει να διασαφηνίσει τι έχει συμβεί. Επίσης, πότε πρόλαβε η οικογένεια και μετακόμισε;

Κατά τ’ άλλα, ο Έστλουντ πραγματεύεται φευγαλέα και κατά τη γνώμη μου απλουστευτικά -αν όχι λαϊκιστικά- δεδομένου του ‘καλλιτεχνικού’ χαρακτήρα της δικής του ταινίας, μερικά από τα παλιότερα ζητήματα στη θεωρία της τέχνης, σατιρίζει την αγορά της σύγχρονης τέχνης κι απεικονίζει μια κοινωνία σε ανθρωπιστική κρίση, μέσα από το έξυπνο σεναριακό εύρημα των επαναλαμβανόμενων εκκλήσεων για βοήθεια που ανακυκλώνονται από τους ληστές, στους επαίτες και τον Κρίστιαν ως το μικρό αγόρι που εκείνος αδίκησε. Αναλόγως, το σκηνοθετικό μοτίβο του τετραγώνου διατρέχει την ταινία ως έκθεμα, ως σχηματισμός στις σκάλες κι ως πίνακας στο σπίτι του Κρίστιαν, ενώ ο σουρεαλιστικός πίθηκος στο διαμέρισμα της Ανν ανταποκρίνεται επίσης στα δίπολα της παραπάνω παρένθεσης, ως ένα ακόμη μοτίβο.

ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ – DOWNSIZING

Σκην.: Αλεξάντερ Πέιν

Πρωτ.: Ματ Ντέιμον, Χονγκ Τσάου, Κριστόφ Βαλτς, Κρίστεν Γουίγκ

  Στο κοντινό μέλλον, η επιστήμη έχει καταφέρει να συρρικνώνει όσους ανθρώπους το επιλέξουν, οι οποίοι ζουν σε ειδικά διαμορφωμένες κοινότητες πολύ οικονομικότερα και γι’ αυτό πολύ πιο πλουσιοπάροχα. Ένα παντρεμένο ζευγάρι αποφασίζει να συρρικνωθεί για ν’ αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα, αλλά την τελευταία στιγμή η γυναίκα μετανιώνει, αφήνοντας τον άντρα της να ζήσει μόνος τη νέα ζωή του.

Δυστυχώς πρόκειται για την πρώτη σοβαρή απογοήτευση στη φιλμογραφία ενός από τους πιο αγαπημένους μας σκηνοθέτες, ειδικά μετά την τόσο εύστοχα αιχμηρή και γλυκόπικρη «Νεμπράσκα» (2013). Ο Πέιν φτιάχνει μια αλληγορία κοινωνικού, φιλοσοφικού κι οικολογικού χαρακτήρα, προσθέτοντας στην πορεία κι ένα μάλλον αχρείαστο ρομάντζο, χωρίς όμως ποτέ να μοιάζει να ξέρει ακριβώς ποιές είναι οι προτεραιότητές του και πώς να τις αξιοποιήσει με ενδιαφέρον.

Έχει στη διάθεσή του μια εξαιρετικά πρόσφορη κεντρική σεναριακή ιδέα, η οποία ξεκινάει ως σάτιρα του ‘αμερικανού ονείρου’, παρεκβαίνει σύντομα προς τη διαφορετικότητα και την κοινωνική ανισότητα, για να καταλήξει τελικά στην περιβαλλοντική ανησυχία για την επιβίωση του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους, χωρίς να καταφέρνει να πείσει για τη σοβαρότητα των εξελίξεων και του συναισθηματικού της τόνου. Ίσως δηλαδή αυτή η πολυθεματικότητα να ήταν λειτουργικότερη αν δεν ήταν τόσο αναληθοφανής, επιφανειακή κι αφελώς διδακτική, ώστε να μην κατέληγε σαν διαφημιστικό περιβαλλοντικής ή ανθρωπιστικής οργάνωσης.

Ο ‘εκτροχιασμός’ της πλοκής ενσαρκώνεται από τον χαρακτήρα της Νγκοκ Λαν Τραν, ερμηνευμένης από την υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα β’ γυναικείας ερμηνείας Χονγκ Τσάου, το νεύρο, η αυθάδεια κι η διεκδικητικότητα της οποίας αποτελούν το ουσιαστικότερο και πιο απολαυστικό στοιχείο της ταινίας, αλλά καταλαγιάζουν σταδιακά όσο η ταινία προχωρά στο κοινότοπα ιδεαλιστικό τέλος της.

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΗ ΨΥΧΗ: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΛΕΙΔΙ

INSIDIOUS: THE LAST KEY

Σκην.: Άνταμ Ρόμπιτελ

Πρωτ.: Λιν Σέι, Σπένσερ Λοκ, Κερκ Ασεβέντο

Η ηλικιωμένη μέντιουμ Ελίς επιστρέφει στο σπίτι στο οποίο μεγάλωσε για ν’ αντιμετωπίσει το πνεύμα που το έχει στοιχειώσει απ’ όταν ακόμη εκείνη ήταν μικρή.

Ταινία τρόμου που αποτελεί την τέταρτη προσθήκη στη γνωστή σειρά, μετά από τα «Παγιδευμένη ψυχή» («Insidious», Τζέιμς Γουάν, 2010), «Παγιδευμένη ψυχή: κεφάλαιο 2» («Insidious: Chapter 2», Τζέιμς Γουάν, 2013) και «Παγιδευμένη ψυχή: κεφάλαιο 3» («Insidious: Chapter 3», Λη Γουανέλ, 2015). Δυστυχώς, κοινοτοπία, μηχανικότητα, ασυναρτησία κι άστοχο χιούμορ αποτελούν τα κύρια γνωρίσματα αυτού του ανυπόφορα στερεότυπου δημιουργήματος.