Κινηματογραφή

Μια μουσικοχορευτική υπερπαραγωγή που φρόντισε τα πάντα εκτός από το πιο βασικό: την ίδια την ιστορία του.

THE GREATEST SHOWMAN

Σκην.: Μάικλ Γκρέισι

Πρωτ.: Χιού Τζάκμαν, Μισέλ Γουίλιαμς, Ζακ Έφρον, Ζεντάγια, Ρεμπέκα Φέργκιουσον

Στη Νέα Υόρκη του 19ου αιώνα, ο Φινέας Μπάρναμ αποφασίζει να δημιουργήσει έναν θίασο από ερμηνευτές με ασυνήθιστα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, ο οποίος γρήγορα γίνεται το δημοφιλέστερο θέαμα στην πόλη. Όμως μαζί με την επιτυχία, έρχεται και το μίσος εκείνων που αρνούνται να δεχτούν το διαφορετικό.

Μιούζικαλ εποχής, εμπνευσμένο από τη ζωή του ιμπρεσάριου κι επιχειρηματία θεαμάτων Φ. Τ. Μπάρναμ, σε μουσική των Τζον Ντέμπνι και Τζόζεφ Τραπανίζ και στίχους των Μπεντζ Πασέκ και Τζάστιν Πωλ, στιχουργών επίσης  της περυσινής επιτυχίας «La La Land» (Ντέιμιεν Σαζέλ), αλλά και δημιουργών του θεατρικού μιούζικαλ «Dear Evan Hansen» που αυτή τη στιγμή σπάει ταμεία στο Μπρόντγουεϊ και σάρωσε τα φετινά βραβεία Tony.

Το σάουντρακ είναι γραμμένο σε σημερινό ποπ ύφος και περιλαμβάνει πανέμορφα τραγούδια, άλλοτε μελαγχολικά, άλλοτε εμψυχωτικά κι άλλοτε θριαμβικά, με πιο χαρακτηριστικά το «A Million Dreams» σε ερμηνεία των Ζιβ Ζάιφμαν, Μισέλ Γουίλιαμς και Χιου Τζάκμαν, το «Rewrite the Stars» από τον Ζακ Έφρον και τη Ζεντάγια, το «Tightrope» από τη Γουίλιαμς, το «Never Enough» από τη Λόρεν Όλρεντ, το «Come Alive» από τους Τζάκμαν, Ζεντάγια, Κιάλα Σετλ, Ντάνιελ Έβεριτζ  και το «This Is Me» ερμηνευμένο από τη Σετλ. Το τελευταίο είναι υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα, όπως επίσης ο Τζάκμαν για την ερμηνεία του, αλλά και συνολικά η ταινία στην κατηγορία Κωμωδίας ή Μιούζικαλ.

Μια πρόσφορη σεναριακή ιδέα, ένα πανέμορφο και πολυτάλαντο καστ, κι ένα υπέροχο σάουντρακ είναι τα κατάλληλα συστατικά για ένα ιδανικό μιούζικαλ. Όμως η ταινία αποδεικνύει ότι ακόμη και σε είδη που φαινομενικά το χρειάζονται λιγότερο από άλλα, το σενάριο είναι το θεμέλιο από το οποίο κρίνεται η επιτυχία ή η αποτυχία ενός εγχειρήματος. Κι εδώ δυστυχώς οι σεναριακές ανισότητες είναι τόσο μεγάλες, ώστε καταλήγουν σχεδόν ν’ αναιρούν την προοδευτική ρητορική του σεναρίου, το κεντρικό θέμα του οποίου είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας.

Καταρχάς, ο εγωκεντρισμός της πλοκής επισκιάζει τον αλτρουισμό της. Ο θίασος που ενσαρκώνει το κεντρικό θέμα παραμένει δραματουργικά απρόσωπος κι αναξιοποίητος, ενώ ο παραγκωνισμός του από τον Μπάρναμ επιλύεται υπερβολικά εύκολα κι ουσιαστικά μονόπλευρα, χωρίς τα μέλη του ποτέ έχουν την ευκαιρία να ορθώσουν το ανάστημά τους, εκτός από το φευγαλέο νούμερο του «This Is Me». Όμως ο θίασος δεν είναι ο μόνος που συγχωρεί τον Μπάρναμ με επιπόλαιη ευκολία, αφού κι η γυναίκα του δε νιώθει την ανάγκη να ζητήσει αποδείξεις για τη συζυγική αθωότητά του.

Η πλοκή μοιάζει απρόσεχτη και σε άλλα σημεία, αφού προσωπικά δεν κατάλαβα γιατί πριν από το αμερικανικό ντεμπούτο της διεθνούς φήμης καλλιτέχνιδας Τζένι Λιντ, ο Μπάρναμ εκφράζει ανησυχία για τις φωνητικές της ικανότητες σαν να πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενη που ανακάλυψε ο ίδιος. Επίσης, γιατί τα μέλη του θιάσου βγαίνουν από το φλεγόμενο θέατρο ενώ η πυρκαγιά βρίσκεται σε τόσο προχωρημένο στάδιο, χωρίς να την έχουν αντιληφθεί νωρίτερα; Τέλος, βρίσκω δυσάρεστα περίεργο το ότι η ταινία μάς ζητάει να ενθουσιαστούμε και να γιορτάσουμε τη γέννηση της show business, μέσα από το παράδειγμα ενός τόσο προβληματικού θεάματος όπως το τσίρκο, που τόσο βασανιστικό έχει αποδειχτεί για τα ζώα που συμμετέχουν σ’ αυτό.