Κινηματογραφή

Ένα ενδιαφέρον δράμα για την έννοια του πλούτου και δύο ελληνικές ταινίες που δε σώζονται από τη φτώχεια τους ούτε με όλα τα λεφτά του κόσμου.

ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – ALL THE MONEY IN THE WORLD

Σκην.: Ρίντλεϊ Σκοτ

Πρωτ.: Μισέλ Γουίλιαμς, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Κρίστοφερ Πλάμερ, Τσάρλι Πλάμερ

Το καλοκαίρι του 1973 απάγεται στη Ρώμη ο εγγονός του πλουσιότερου τότε ανθρώπου στον κόσμο, μεγιστάνα του πετρελαίου Τζον Πωλ Γκέτι. Οι απαγωγείς απαιτούν λύτρα 17 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ο Γκέτι ξαφνιάζει δυσάρεστα ολόκληρο τον κόσμο αρνούμενος κατηγορηματικά να πληρώσει, έστω κι αν πρόκειται για τη ζωή του ίδιου του εγγονού του.

Βιογραφικό δράμα βασισμένο στην αληθινή ιστορία όπως καταγράφηκε στο βιβλίο του Τζον Πίρσον, «Painfully Rich: The Outrageous Fortunes and Misfortunes of the Heirs of J. Paul Getty», που εκδόθηκε το 1995. Η ταινία είναι υποψήφια για τρεις Χρυσές Σφαίρες, σκηνοθεσίας για τον Σκοτ, γυναικείας ερμηνείας σε δράμα για τη Γουίλιαμς και β’ ανδρικού ρόλου για τον 88χρονο Πλάμερ.

Η σπουδαία ερμηνεία του Πλάμερ βλέπεται ακόμη πιο αξιοθαύμαστα λόγω του επείγοντα χαρακτήρα της, δεδομένων των συνθηκών μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε κι εκτελέστηκε. Μετά από τις κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση που ξέσπασαν εναντίον του Κέβιν Σπέισι, ο οποίος υποδυόταν αρχικά τον Γκέτι, ο Σκοτ πήρε τη θαρραλέα απόφαση να διαγράψει τις σκηνές του από την ταινία και να τις ξαναγυρίσει με τον Πλάμερ, μόλις έναν μήνα πριν την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες όλου του κόσμου. Με την ημερομηνία εξόδου της ταινίας αμετακίνητη, ο βετεράνος ηθοποιός ειδοποιήθηκε στις αρχές Νοέμβρη και τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν μέσα σ’ ένα δεκαήμερο. Για να γίνει αντιληπτός ο βαθμός περιπλοκότητας του εγχειρήματος, η αλλαγή του ηθοποιού προκάλεσε ακόμα κι επανεγγραφή στοιχείων του σάουντρακ, όπως ο βηματισμός του χαρακτήρα και το θρόισμα των ρούχων, που διαφέρουν με τον ρυθμό και την ένταση της ερμηνείας κάθε ηθοποιού.

Παρά τα ογδόντα του χρόνια, που τόσο συμβολικά συμπλήρωσε κατά τη διάρκεια των χρονικά και ψυχολογικά πιεσμένων συμπληρωματικών γυρισμάτων της ταινίας, επιδεικνύοντας την αστείρευτη ενέργεια κι ετοιμότητά του, ο Σκοτ παραδίδει ένα στιβαρό δράμα για την αναντιστοιχία χρήματος και πλούτου, και τον τρόπο με τον οποίο κανείς μπορεί να είναι ζάπλουτος αλλά να παραμένει απελπιστικά φτηνός.

Αποδεικνύοντας περίτρανα ότι το τελικό αποτέλεσμα μιας ταινίας καθορίζεται ήδη από πρωταρχικά στοιχεία της όπως το κάστινγκ, ο αγέρωχος Πλάμερ σηκώνει σχεδόν όλη την ταινία μόνος του, όχι επειδή η Γουίλιαμς ως μαχητική μάνα ή ο Γουόλμπεργκ ως κυνικός πράκτορας υστερούν, αλλά επειδή ο ίδιος διαθέτει όλο το υποκριτικό βάρος και την επιβλητική φυσιογνωμία που απαιτούνται για να τους επισκιάσει όπως απαιτεί ο ρόλος του, κυρίαρχος, εκνευριστικός κι αξιολύπητος ταυτόχρονα.

ΤΖΑΜΑΪΚΑ

Σκην.: Ανδρέας Μορφονιός

Πρωτ.: Σπύρος Παπαδόπουλος, Φάνης Μουρατίδης, Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, Νικολέτα Κοτσαηλίδου

Ο ταξιτζής Άκης κι ο διάσημος παρουσιαστής Τίμος είναι δύο αποξενωμένα αδέρφια που συναντώνται στην κηδεία της μητέρας τους, η οποία θα είναι το πρώτο από τα γεγονότα που θα τους αναγκάσουν να επανεξετάσουν τη σχέση τους.

Κομεντί γυρισμένη με σχετική φροντίδα, η οποία όμως δεν αρκεί για ν’ αναβαθμίσει τη γενικότερη αισθητική ελληνικής τηλεταινίας, με χαμηλές τεχνικές προδιαγραφές, κοινότοπη σκηνοθεσία, διεκπεραιωτική φωτογραφία, επιφανειακούς, άνευρους διαλόγους και προβλέψιμη εξέλιξη.

Ολ’ αυτά πριν καν αναφερθεί κανείς στον μουχλιασμένο σεξισμό του σεναρίου, που θέλει τον άντρα κυρίαρχο, γκομενιάρη να χορεύει βαρύ ζεϊμπέκικο, αλλά τη γυναίκα δολοπλόκα ή γκόμενα και τον ομοφυλόφιλο στερεότυπα θηλυπρεπή κι ερωτικά απελπισμένο.

THE BACHELOR 2

Σκην.: Γιάννης Παπαδάκος

Πρωτ.: Γιάννης Τσιμιτσέλης, Θανάσης Βισκαδουράκης, Νίκος Βουρλιώτης, Βασιλική Τρουφάκου, Ηλίας Μελέτης, Τόνι Σφήνος, Γιώργος Μαυρίδης

Τρεις φίλοι ταξιδεύουν από την Αθήνα στα Χανιά για να συμπαρασταθούν στον φίλο τους που παντρεύεται.

Κωμωδία η οποία συνεχίζει την περυσινή εισπρακτική επιτυχία που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Σωτηρόπουλος κι αποδεικνύεται εξίσου πρόχειρη κι ασυνάρτητη σε βαθμό ανοησίας.

Ο γαμπρός γι’ ακόμη μια φορά προφανώς είναι ορφανός κι ακοινώνητος, αφού ταξιδεύει για να παντρευτεί μόλις τέσσερις μέρες πριν τον γάμο και με προετοιμασία εκδρομής στη Γαύδο, χωρίς ίχνος από τη δική του οικογένεια ή κανέναν άλλον φίλο εκτός από τους τρεις τους οποίους ειδοποιεί τελευταία στιγμή.

Αυτοί από την πλευρά τους, παρότι έχουν να τον δουν χρόνια, παρατάνε ό,τι δουλειά έχουν και τρέχουν να τον βοηθήσουν… σε τι ακριβώς; Φανταστείτε ότι για τη μεγαλύτερη διάρκεια της πλοκής, οι ήρωες περιφέρονται άσκοπα επειδή δε μπορούν να βρουν τον δρόμο για τα Σφακιά λες και είμαστε στο 1950, ενώ αναζητούν το σπίτι όπου βρίσκεται ο γαμπρός, μόνο και μόνο επειδή αυτός δεν τους έχει δώσει οδηγίες που θα μπορούσε απλούστατα να έχει λάβει από τα πεθερικά του. Η πραγματικά ανεδαφική υποπλοκή με τον Σφήνο, ο καγκούρικος σεξισμός κι η πολλοστή χαμένη ευκαιρία για μια ισορροπημένη, θαρραλέα απεικόνιση ενός ομοφυλόφιλου χαρακτήρα, είναι μόνο μερικά από τα εκνευριστικά στοιχεία που απλώς συνεχίζουν να συσσωρεύονται πριν οι τίτλοι τέλους απειλήσουν τον θεατή μ’ ένα τρίτο επεισόδιο.