Κινηματογραφή

Εικόνες που μιλάνε μόνες τους.

 

WONDER WHEEL

Σκην.: Γούντι Άλεν

Πρωτ.: Κέιτ Γουίνσλετ, Τζιμ Μπελούσι, Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, Τζούνο Τεμπλ.

Στο Κόνι Άιλαντ της δεκαετίας του 1950, η Τζίνυ είναι μια σερβιτόρα που δεν κατάφερε να εκπληρώσει το όνειρό της για μια καριέρα ως ηθοποιός και βασανίζεται από τον συμβιβασμό της με μια ανεπιθύμητη ζωή. Ζει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα μ’ έναν μεγαλύτερο και καθόλου γοητευτικό σύζυγο, με τον πυρομανή μικρό γιο της και την κόρη του άντρα της που φτάνει κυνηγημένη να μείνει μαζί τους, αναζητώντας καταφύγιο από τον δικό της μαφιόζο σύζυγο. Μόνη φαινομενική διέξοδος, ο έρωτάς της για τον όμορφο ναυαγοσώστη.

Είναι μοιραίο ότι μετά από πενήντα περίπου ταινίες μέσα σε πενήντα χρόνια, κάθε καινούρια ταινία του Άλεν δε μπορεί να έχει τον ίδιο αντίκτυπο με την προηγούμενη, με αποτέλεσμα η τελευταία δεκαετία της φιλμογραφίας του να υστερεί σ’ έμπνευση και πρωτοτυπία.

Σ’ αυτό το αισθηματικό δράμα, ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει ένα από τα πιο συχνά θέματά του, που είναι η μοιραία φύση του έρωτα ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου και το αποδίδει μέσα από έναν φόρο τιμής στο αρχαίο ελληνικό και μεταπολεμικό αμερικανικό θέατρο.

Το λαμπρό καστ είναι βεβαίως εξαιρετικό, αλλά νομίζω ότι αυτό που κάνει την ταινία την πιο ενδιαφέρουσα εδώ κι αρκετά χρόνια στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος της φωτογραφίας. Μαεστρικά στημένη από τον βετεράνο Βιτόριο Στοράρο, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Άλεν μετά το περυσινό «Café Society», πλημμυρίζει την πλοκή με τα πλούσια, έντονα, εξπρεσιονιστικά της χρώματα, που μαζί με τη μεστή κίνηση της κάμερας αποδίδουν ταυτόχρονα τη σκληρή πραγματικότητα, την πρόσκαιρη διαφυγή, την ελπίδα, τις ψευδαισθήσεις και τη ματαίωσή τους.

 

ΜΑΜΑΔΕΣ ΜΕ ΚΑΚΗ ΔΙΑΓΩΓΗ: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ – A BAD MOMS CHRISTMAS

Σκην.: Τζον Λούκας, Σκοτ Μουρ

Πρωτ.: Μίλα Κούνις, Κρίστεν Μπελ, Κάθριν Χαν, Σούζαν Σαράντον, Κριστίν Μπαράνσκι, Σέριλ Χάινς.

Η Έιμι, η Κίκι και η Κάρλα ετοιμάζονται να περάσουν Χριστούγεννα με τα παιδιά τους, ώσπου καταφτάνουν οι δικές τους μητέρες για ν’ αναστατώσουν τα γιορτινά τους σχέδια.

Οικογενειακή κωμωδία που συνεχίζει τις περυσινές «Μαμάδες με κακή διαγωγή» («Bad Moms») των ίδιων σκηνοθετών κι αποτελεί το θηλυκό/ μητρικό αντίστοιχο του «Ξαναγύρισε ο μπαμπάς» («Daddy’s Home Two», Σων Άντερς) που είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Δυστυχώς, όπως η ταινία του Άντερς έτσι κι αυτή η συνέχεια είναι κατώτερη του πρωτότυπου, γεμάτη χο-ντροκομμένα κι επιτηδευμένα ευρήματα, με μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία τον χαρακτήρα της Μπαράνσκι που αναπτύσσεται με ανούσια κι αναληθοφανή υπερβολή.

 

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ

Σκην.: Στράτος Μαρκίδης

Πρωτ.: Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Φαίη Ξυλά, Παύλος Χαϊκάλης, Σωτήρης Καλιβάτσης, Δωροθέα Μερκούρη, Γιώργος Γιαννόπουλος.

Προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο ν’ αντεπεξέλθει στα τεράστια χρέη που της άφησε ο νεκρός σύζυγός της, μια ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου σκαρφίζεται να διαδώσει τη φήμη ότι στα δωμάτιά του κρύβεται ο αμύθητος θησαυρός του θείου της.

Προφανώς, ο Μαρκίδης έχει βαλθεί να ξεκάνει σε ριμέικ όλες τις κωμωδίες του Νίκου Τσιφόρου. Μετά από τα «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» (2015) που είχε σκηνοθετήσει ο Σωκράτης Καψάσκης σε σενάριο του Τσιφόρου το 1962 και το «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός» (2015) με το οποίο το 1961 ο Τσιφόρος είχε σκηνοθετήσει το θεατρικό που είχαν γράψει με τον Πολύβιο Βασιλειάδη, φέτος έχει σειρά ο «Θησαυρός του μακαρίτη» που ο πολυτάλαντος συγγραφέας είχε επίσης γράψει με τον Βασιλειάδη και σκηνοθετήσει το 1959.

Ο Μαρκίδης έχει στη διάθεσή του ένα σενάριο με περιστασιακά εύστοχες ατάκες κι ένα ταλαντούχο καστ, με προεξάρχουσα την Κωνσταντινίδου, η οποία με τη σαρωτική πυγμή της διαπρέπει στον ρόλο της μαγκιόρας αντρογυναίκας, ‘κουβαλώντας’ την ταινία σχεδόν μόνη της.

Κατά τ’ άλλα η προχειρότητα της ταινίας είναι προσβλητική για την τσέπη και την αισθητική του θεατή. Το θολό, ‘πιξελιασμένο’ εναρκτήριο πλάνο εξαιτίας της πολύ χαμηλής του ανάλυσης και τα παρόμοια εισαγωγικά των Χανίων, αυτές που μου φάνηκαν ως διαφημιστικές φωτογραφίες που ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί αδιάντροπα σαν ‘μπαλώματα’ ανάμεσα στα εισαγωγικά πλάνα για το θέρετρο του κακού Παρασχάκη, η ηχοληψία που κάνει τον ήχο να βγαίνει ‘μέσα απ’ το πηγάδι’, η παντελής έλλειψη φωτογραφικής φροντίδας και σύνδεσης πλάνων μαζί με τον πρόχειρο εξοπλισμό γυρίσματος, συνθέτουν τη συνολικότερη ευτέλεια που παραπέμπει στις ένδοξες μέρες της βιντεοταινίας κι εμποδίζει τη δυναμική του πρόσφορου υλικού ν’ αναπτυχθεί.