Κινηματογραφή

Μία από τις πιο ιδιόμορφες ταινίες της χρονιάς.

LOVING VINCENT

Σκην.: Ντορότα Κομπιέλα, Χιου Γουέλτσμαν.

Πρωτ.: Ντάγκλας Μπουθ, Ρόμπερτ Γκούλατσικ, Τζερόμ Φλιν, Σίρσα Ρόναν, Χέλεν Μακρόρι.

  Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ο ταχυδρόμος και στενός του φίλος στέλνει τον γιο του να παραδώσει την τελευταία επιστολή του ζωγράφου στον αδερφό του, Θίο. Ο νεαρός ξεκινάει ένα ταξίδι στα μέρη όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια ο καλλιτέχνης, διερευνώντας τις μυστηριώδεις συνθήκες του θανάτου του.

Βιογραφικό δράμα μυστηρίου σε μορφή animation, αποτελούμενο από ελαιογραφίες ζωγραφισμένες με την τεχνοτροπία του Βαν Γκογκ. Αρχικά η πλοκή γυρίστηκε σε ζωντανή δράση με ηθοποιούς μέσα σε στούντιο κι έπειτα τα καρέ του γυρισμένου υλικού αποτέλεσαν το πρότυπο για να δημιουργηθούν 65.000 πίνακες από 125 ζωγράφους απ’ όλον τον κόσμο, οι οποίοι αποτέλεσαν τα τελικά καρέ της ταινίας.

Το αποτέλεσμα είναι οπτικά εντυπωσιακό, αφού το ύφος του ζωγράφου ζωντανεύει με ακρίβεια και λεπτομέρεια, παρασύροντας τον θεατή μέσα στον ιδιόμορφο κόσμο του, μέσα από τη ζωηράδα και συνεχή ρευστότητα των χρωμάτων.

Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ταινία όμως δεν είναι μόνο εικαστικό, αφού το σενάριο δεν αρκείται στην απλή βιογραφική παράθεση γεγονότων. Φροντίζει να δημιουργήσει μια ερευνητική πλοκή που διεγείρει την περιέργεια, ενσωματώνοντας εύστοχα τις πιθανές εκδοχές σχετικά με τον θάνατο του καλλιτέχνη, τις οποίες παρουσιάζει με σαφήνεια, μεθοδικότητα κι ισορροπία, επιτρέποντας στον θεατή ν’ αποφασίσει μόνος του για την κατάληξη.

THANK YOU FOR YOUR SERVICE

Σκην.: Τζέισον Χωλ.

Πρωτ.: Μάιλς Τέλερ, Μπιούλα Κοάλε, Χέιλι Μπένετ, Έιμι Σούμερ.

Έχοντας ολοκληρώσει την τρίτη θητεία του στο Ιράκ, ο Άνταμ επιστρέφει στο σπίτι του και προσπαθεί να προσαρμοστεί στην οικογενειακή πραγματικότητα, με τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του, αντιμετωπίζοντας τα ψυχικά τραύματα που του έχουν δημιουργήσει οι σκληρές πολεμικές εμπειρίες.

Στρατιωτικό δράμα, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του βραβευμένου με Πούλιτζερ αμερικανού δημοσιογράφου Ντέιβιντ Φίνκελ, που εκδόθηκε το 2013. Πρόκειται επίσης για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του 45χρονου Χωλ, σεναριογράφου του παρομοίου θέματος «Ελεύθερος σκοπευτής» («American Sniper», Κλιντ Ίστγουντ, 2014).

Η ταινία αποτελεί φόρο τιμής στα αμερικανικά στρατεύματα που καλούνται να θυσιάσουν τη ζωή τους σε σημερινά πεδία μάχης. Ζωές που θυσιάζονται ανεξάρτητα από το εάν χαθούν ή όχι, αφού ακόμα κι αν επιζήσουν, οι στρατιώτες επιστρέφουν στην πατρίδα ψυχικά και σωματικά ανάπηροι. Πρόκειται για ένα ζήτημα υπαρκτό και πολύ σοβαρό για τις Η.Π.Α., οι οποίες ως σύγχρονη αυτοκρατορία που τα τελευταία εβδομήντα χρόνια διεξάγει πολέμους σε πολλά σημεία του πλανήτη ταυτόχρονα, έχουν φτάσει να διαθέτουν έναν πληθυσμό βετεράνων που ξεπερνάει τα είκοσι εκατομμύρια.

Το ζήτημα προσεγγίζεται ευαίσθητα και προσγειωμένα, περνώντας ξυστά από τον μελοδραματισμό. Μέσα από την προσεκτική σκηνοθεσία και τις ευάλωτες ερμηνείες, αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση της υπηρεσίας σε μάχη, όχι απλώς απομυθοποιώντας, αλλά διαψεύδοντας ωμά το εθνικιστικό/ χολιγουντιανό στερεότυπο του ήρωα.

Δυστυχώς όμως παρά την ευαισθησία της, η ταινία παραμένει επιφανειακή και προβλέψιμη, χωρίς να εμβαθύνει στις πολιτικές αιτίες της κατάστασης. Ήδη από τον τίτλο της, φανερώνει ότι απευθύνεται κυρίως στο κοινό των βετεράνων, τους οποίους κολακεύει στηλιτεύοντας στερεότυπα την κρατική γραφειοκρατία και τη στρατιωτική διοίκηση που αδιαφορούν για τον απλό στρατιώτη. Το πρόβλημα όμως για την ταινία δεν είναι η ίδια η επεκτατική πολιτική της χώρας, αλλά το ότι το κράτος δεν αποζημιώνει αυτούς που την υπηρετούν. Επίσης, δεδομένων των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες, η πλοκή επιλύεται υπερβολικά εύκολα και γρήγορα, υπονομεύοντας τη βαρύτητα των καταστάσεων.

ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΕ  Ο ΜΠΑΜΠΑΣ – DADDY’S  HOME TWO

Σκην.: Σων Άντερς.

Πρωτ.: Γουίλ Φέρελ, Μαρκ Γουόλμπεργκ, Τζον Λίθγκοου, Μελ Γκίμπσον.

Έχοντας συμφιλιωθεί με την παρουσία του καθενός τους στη ζωή του άλλου, ο πατριός Μπραντ κι ο πατέρας Ντάστι ετοιμάζονται να περάσουν κοινά Χριστούγεννα με την οικογένεια, ώσπου οι δικοί τους μπαμπάδες καταφτάνουν για ν’ αναστατώσουν τα σχέδιά τους.

Οικογενειακή κωμωδία, που αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης πρώτης ταινίας του 2015. Η προσθήκη των ηλικιακά μεγαλύτερων πατεράδων είναι ένα έξυπνο και λειτουργικό εύρημα για να μεγεθυνθεί η κεντρική σεναριακή ιδέα της πρώτης ταινίας, το οποίο ζωντανεύει εύστοχα χάρη στο ιδανικό κάστινγκ των Γκίμπσον και Λίθγκοου, εξυπηρετεί την εξισορροπητική ρητορική του σεναρίου για την αρρενωπότητα και προσφέρει αρκετά διασκεδαστικά στιγμιότυπα. Απλώς δεν είμαι σίγουρος ότι όλ’ αυτά αρκούν ώστε ν’ αποζημιώσουν για τις ευκολίες και τις αδικαιολόγητες απροσεξίες του σεναρίου, όπως στον χειρισμό του ζητήματος της οπλοφορίας.

Πάντως, ενδεικτικό των παρόμοιων θεματικών τάσεων στο Χόλιγουντ είναι το ότι μια αντίστοιχη κωμωδία για τη μητρότητα είναι το περυσινό «Μαμάδες με κακή διαγωγή» («Bad Moms», Τζον Λούκας και Σκοτ Μουρ). Αξίζει λοιπόν να σημειωθεί ότι αυτή την εβδομάδα κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες η συνέχειά του με τίτλο «Μαμάδες με κακή διαγωγή: Χριστούγεννα εκτός ελέγχου» («A Bad Moms Christmas», Τζον Λούκας και Σκοτ Μουρ), η οποία ακολουθεί ακριβώς την ίδια σεναριακή ιδέα με την ταινία του Άντερς, έχοντας ως κεντρικό θέμα της τις επεισοδιακές χριστουγεννιάτικες διακοπές των ηρωίδων μαζί με τις μητέρες τους.