Μια ευχάριστη έκπληξη και μια γνώριμη απογοήτευση συνοδεύουν τις ταινίες της εβδομάδας.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΜΑΡΟΜΠΟΟΥΝ – MARROWBONE
Σκην.: Σέρxιο Σάντσεθ.
Πρωτ.: Τζωρτζ Μακέι, Άνα Τέιλορ- Τζόι, Τσάρλι Χίτον, Μία Γκοθ.
Μια οικογένεια αποτελούμενη από τη μητέρα και τα τέσσερα παιδιά της, αναγκάζεται να μετακομίσει από την Αγγλία στο πατρικό σπίτι της μητέρας στην αμερικανική επαρχία. Όταν η μητέρα πεθαίνει, ο μεγαλύτερος γιος πρέπει να προστατεύσει τ’ αδέρφια του, διατηρώντας τον θάνατο της μητέρας μυστικό για μερικούς μήνες, μέχρι να γίνει εικοσιενός και ν’ αναλάβει την κηδεμονία τους. Όμως αυτό δεν είναι ούτε το μοναδικό ούτε το πιο δυσάρεστο μυστικό του σπιτιού που πρέπει να διαφυλάξουν τα παιδιά.
Ψυχολογικό θρίλερ που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθεσία του 44χρονου ισπανού σεναριογράφου των ταινιών του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα «Το ορφανοτροφείο» («El Orfanato», 2007) και «The Impossible» (2012). Πρόκειται για μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της σεζόν, χάρη στον σεβασμό με τον οποίο χειρίζεται το θέμα και τους χαρακτήρες της. Αντιμετωπίζει την ψυχική ασθένεια με ψυχραιμία, ευαισθησία και κατανόηση, ενώ φροντίζει να καλλιεργήσει υπομονετικά τους χαρακτήρες και τη σχέση μεταξύ τους, εξασφαλίζοντας παράλληλα κατεργασμένες κι έντονες ερμηνείες από το νεαρό καστ, ιδανικά επιλεγμένο για τα τόσο καθαρά πρόσωπά του.
Ο σχεδιασμός του ήχου από τον Πελάγιο Γκουτιέρεζ είναι καθοριστικός, μινιμαλιστικά τρομακτικός, χωρίς αχρείαστες και τετριμμένες υπερβολές, μέσα στη γενικότερη τακτική που επιλέγει ο σκηνοθέτης ν’ αποφύγει τα μηχανικά κι εύκολα κλισέ τρομάγματος, επιτρέποντας στον φόβο ν’ αναδυθεί σταδιακά χωρίς επιτήδευση. Η τελική ανατροπή της πλοκής πιθανότατα θα θυμίσει δύο άλλα πασίγνωστα θρίλερ των αρχών της δεκαετίας του 2000, τους τίτλους των οποίων για ευνόητους λόγους δε θ’ αποκαλύψω εδώ.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Σκην.: Γιάννης Σμαραγδής
Πρωτ.: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Μαρίνα Καλογήρου, Θοδωρής Αθερίδης, Στάθης Ψάλτης, Ζέτα Δούκα.
Από τα παιδικά χρόνια μέχρι τον θάνατό του, η ζωή και το έργο του κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη.
Ακόμα ένα βιογραφικό δράμα του Σμαραγδή, μετά από εκείνα για τον Κωνσταντίνο Καβάφη (1996), τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο (2007) και τον Ιωάννη Βαρβάκη (2012). Όπως εκείνες, έτσι κι αυτή είναι τόσο παιδαριώδης στη σύλληψη και την εκτέλεσή της, ώστε καταντάει ακούσια αστεία κι υποτιμητική για το αντικείμενό της.
Το ταλαντούχο καστ, η όμορφη μουσική του Μίνου Μάτσα κι η φροντισμένη φωτογραφία του Άρη Σταύρου, όχι μόνο δε φτάνουν για να σώσουν την ταινία, αλλά καταβαραθρώνονται κι αυτά μαζί της.
Με μεγαλύτερο ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις απ’ ό,τι στη σκηνοθεσία, ο Σμαραγδής υπηρετεί έναν αντιδραστικό τύπο κινηματογράφου βασισμένο στην προσωπολατρία.
Όπως ο ίδιος έχει επανειλημμένα εξηγήσει στις συνεντεύξεις του, σκοπός του είναι ν’ αναδεικνύει τη σπουδαιότητα “θετικών” προσωπικοτήτων, ώστε οι έλληνες να τις δουν στο πανί, να θυμηθούν τον καλό τους εαυτό κι η Ελλάς να ξαναγίνει μεγάλη και τρανή- συλλογισμός τόσο παράλογος και παρωχημένος που θα καθιστούσε τον σκηνοθέτη ιδανικό συνεργάτη του παραγωγού Τζέημς Πάρις («Παπαφλέσσας» 1971, «Ιπποκράτης και δημοκρατία» 1972, «Οι Σουλιώτες» 1972 κ.α.). Έτσι, η αγιότητα των ηρώων του δεν αμφισβητείται ούτε κατά διάνοια, αφού μεταξύ άλλων είναι ο ευκολότερος τρόπος να κολακευτεί το κοινό αίσθημα.
Για την ίδια την ταινία δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει κανείς. Οι διάλογοι είναι απλοϊκοί, στομφώδεις και συνθηματικοί, χωρώντας ακόμη και την ανησυχία του σκηνοθέτη για το δημογραφικό πρόβλημα, μέσα από την παραίνεση μιας χαροκαμένης γριούλας στο χωριό που έχουν ισοπεδώσει οι Γερμανοί, η οποία μέσα στο δράμα της δεν έχει άλλη ανησυχία από την πληθυσμιακή επιβίωση της Κρήτης. Η απεικόνιση των γυναικών είναι τόσο φτωχή, μονόπλευρη και μειωτική, ώστε καταντάει σεξιστική. Η Εύα Σικελιανού (Αμαλία Αρσένη) είναι μια χαζοχαρούμενη σύζυγος που υπάρχει μόνο για να παινεύει τον άντρα της, ενώ το ίδιο κάνει κι η Μαρίνα Καλογήρου ως Ελένη Καζαντζάκη, η οποία είναι λιγότερο σύντροφος και περισσότερο γραμματέας, αφού κυριολεκτικά την περισσότερη ώρα το σενάριο δεν της δίνει να κάνει τίποτε άλλο παρά να δακτυλογραφεί χειρόγραφα, να επαινεί τον σύζυγό της γι’ αυτά και να του παραδίδει την αλληλογραφία της ημέρας.
Οι άντρες της πλοκής δεν τυχαίνουν καλύτερης δραματουργικής και σκηνοθετικής μοίρας. Μέσα από την πρόχειρη σκηνοθετική καθοδήγηση, ο Παπασπηλιόπουλος παρασύρεται σ’ έναν ερμηνευτικό παροξυσμό που αδικεί κατάφωρα τις δυνατότητές του. Επιπλέον, ο Σμαραγδής αποφασίζει ότι ο πρωταγωνιστής του θα ενσαρκώσει τον συγγραφέα μέχρι και λίγο πριν τον θάνατό του, αλλά στο νεκροκρέβατο τον αντικαθιστά με τον Στέφανο Ληναίο, χωρίς σεναριακή εξήγηση ή αναγκαιότητα. Η σκηνή πάθους με την Ίτκα Χόροβιτς (Γιούλικα Σκαφιδά) κι ο ενθουσιασμός τους με την Ελένη όταν μαθαίνουν την αποχώρηση των Γερμανών και κυλιούνται πάνω στο παράθυρο, είναι αντιδράσεις τόσο σπασμωδικές κι άγαρμπες, ώστε φοβάσαι πως οι ήρωες θα τραυματιστούν κατά λάθος.
Ξεχειλίζοντας από αλαζονικό ακκισμό, ο Νίκος Καρδώνης φτιάχνει μια ανατριχιαστικά πομπώδη καρικατούρα του Άγγελου Σικελιανού, ο οποίος το μόνο που κάνει όταν δεν επαίρεται για το καλλιτεχνικό του μεγαλείο, είναι να το αποδεικνύει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Μάλιστα, σε μία από τις πιο ασυνάρτητες στιγμές της πλοκής, τα ζευγάρια Καζαντζάκη και Σικελιανού βολτάρουν άφοβα στην εμπόλεμη Αθήνα, κι ο ποιητής απαγγέλει στον Παρθενώνα καθώς από πάνω περνούν γερμανικά αεροπλάνα, χωρίς κανείς από την παρέα ν’ ανησυχεί για το παραμικρό. Εξίσου άστοχα αποδίδεται κι ο καπετάν Μιχάλης. Αν υπάρχει δηλαδή ένας χαρακτήρας σ’ όλη την ταινία που θα έπρεπε να πείσει και να επιβληθεί με την παραδοσιακή κρητική προφορά του είναι αυτός. Όμως ο σκηνοθέτης επέλεξε τον ταλαντούχο αλλά χωρίς ίχνος ‘κρητικότητας’ Αργύρη Ξάφη, οδηγώντας τον επίσης σε τραγελαφικά σαπουνοπερατικά στιγμιότυπα, όπως τα προσκυνήματα στον τάφο του πατέρα του. Ο Ζορμπάς του Θοδωρή Αθερίδη κρατάει μόνο το όνομα από τον χαρακτήρα, αφού κατά τ’ άλλα ο ηθοποιός παίζει με το γνωστό άχρωμο ύφος του και με μόνη σκηνοθετική οδηγία να χορεύει κάθε τόσο κρεμώντας όρθια τα χέρια του στον αέρα, ο Στάθης Ψάλτης είναι ο στερεότυπα μυστηριακός μοναχός με την αργή, κοφτή και σιγανή φωνή του, ενώ απαρατήρητοι περνάνε η Ζέτα Δούκα κι ο Δημήτρης Κολλάτος ως Μελίνα και Ντασέν αντίστοιχα, χωρίς ίχνος ιδιομορφίας που να τους ταυτίζει με τους χαρακτήρες τους.
Τέλος, ο αδικαιολόγητος κι υποτιμητικός αποκλεισμός της Γαλάτειας Καζαντζάκη από ένα τόσο μονοδιάστατο, επιφανειακό κι αφελές πορτρέτο σίγουρα δεν είναι τυχαίος. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε κάποιος άλλος δημιουργός θα γράψει ένα πολύ πιο ενδιαφέρον σενάριο που εκτός των άλλων θα λαμβάνει υπόψιν απομυθοποιητικές οπτικές όπως τη δική της, της αδερφής της, Έλλης Αλεξίου, καθώς και της Λιλής Ζωγράφου, προσφέροντας αυτό που στερεί από τον θεατή ο Σμαραγδής: μια προσγειωμένη, πολύπλευρη και διεισδυτική εκδοχή ενός από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες.