Κινηματογραφή

Γνωστές ιστορίες που χάνουν την ευκαιρία ν’ ανανεωθούν συναρπαστικά.

ΦΟΝΟΣ ΣΤΟ ΟΡΙΑΝ ΕΞΠΡΕΣ

MURDER ON THE ORIENT EXPRESS

Σκην.: Κένεθ Μπράνα

Πρωτ.: Κένεθ Μπράνα, Τζόνι Ντεπ, Πενέλοπι Κρουζ, Μισέλ Φάιφερ, Τζούντι Ντεντς, Γουίλεμ Νταφό, Ντέιζι Ρίντλεϊ, Ντέρεκ Τζακόμπι.

Σ’ ένα ταξίδι του Όριαν Εξπρές από την Κωνσταντινούπολη στο Λονδίνο το 1934, ο βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό καλείται να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός από τους επιβάτες.

Θρίλερ μυστηρίου βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1934. Αυτή εδώ είναι η δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά του, μετά από εκείνη που είχε σκηνοθετήσει το 1974 ο Σίντνεϊ Λουμέτ, μ’ ένα επίσης λαμπρό καστ που περιλάμβανε τον Άλμπερτ Φίνεϊ στον ρόλο του Πουαρό και μεταξύ άλλων τους Σων Κόνερι, Λώρεν Μπακόλ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Άντονι Πέρκινς, Τζον Γκίλγκουντ, Βανέσα Ρέντγκρεϊβ και Μάικλ Γιορκ.

ΦΟΝΟΣ ΣΤΟ ΟΡΙΑΝ ΕΞΠΡΕΣ  

Η ανησυχία μου για την ταινία ξεκίνησε απ’ το πρώτο τρέιλερ, όταν αντίκρισα για πρώτη φορά αυτό το τεράστιο, άγαρμπο, εξαμβλωματικό μουστάκι στο πρόσωπο του Μπράνα/ Πουαρό. Ήταν μόνο η πιο εμφανής ένδειξη ότι ο τρόπος με τον οποίο θα προσέγγιζε ο πρωταγωνιστής/ σκηνοθέτης τον χαρακτήρα θα ήταν τουλάχιστον άστοχη. Δυστυχώς, αφού είδα την ταινία, η εντύπωσή μου όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά παγιώθηκε οριστικά.

Για να θέσω ένα μέτρο σύγκρισης, ξέρω ότι δεν είμαι ο μόνος που πιστεύει ότι ο καλύτερος Πουαρό δεν είναι κινηματογραφικός αλλά τηλεοπτικός. Η ενσάρκωση του χαρακτήρα που είναι πιο πιστή στο λογοτεχνικό πρωτότυπο αλλά και πιο συναρπαστικά ιδιόμορφη, ανήκει στον Ντέιβιντ Σουσέ, o οποίος υποδύθηκε αριστοτεχνικά τον ντετέκτιβ στη σειρά «Agatha Christie’s Poirot» που προβαλλόταν στο ITV από το 1989 ως το 2013. Μικρόσωμος, “ευθραυστος”, ιδιόρρυθμος, παθολογικά κομψός, με αυγόμορφο κεφάλι, αλλόκοτο περπάτημα, εκφορά χαμηλόφωνη και μετρημένη, αλλά ευθεία κι αιχμηρή.

Αντιθέτως ο Μπράνα, δεν αφήνει καμία ιδιομορφία στη μνήμη του θεατή, εκτός απ’ αυτό το εντελώς άχαρο κι επιδεικτικό μουστάκι του, εντελώς αταίριαστο μ’ έναν χαρακτήρα που διακρίνεται από αδιατάρακτη σύνεση και ψυχαναγκαστική κομψότητα. Ο Πουαρό εδώ δε μοιάζει να ξεχωρίζει από τους άλλους χαρακτήρες, παρά μόνο με την επαγγελματική του ιδιότητα. Η ομιλία, το χτένισμα, το ντύσιμο, το περπάτημα είναι βέβαια φροντισμένα, αλλά δεν προδίδουν την υπερβολική ιδιοτυπία με την οποία είναι ταυτισμένος ο ήρωας. Το αρχικό περιστατικό με τ’ αυγά και το προστατευτικό κάλυμμα στο μουστάκι την ώρα της ξεκούρασης, μοιάζουν σαν επιδεικτικές “παραφωνίες” σ’ έναν χαρακτήρα που, όπως αποδίδεται εδώ, κατά τ’ άλλα μοιάζει κανονικότατος και μόνο επιφανειακά ιδιόρρυθμος.

Όμως ο Πουαρό δεν είναι η μόνη απογοήτευση της ταινίας. Όλοι οι χαρακτήρες βρίσκονται εκεί απλώς σαν γρανάζια του σεναριακού μηχανισμού, αναπτυγμένοι στερεότυπα και μόνο όσο χρειάζεται για να συνεισφέρουν με τη μαρτυρία τους στη λύση του μυστηρίου, όταν αυτή τους ζητηθεί. Δείχνοντας ελάχιστο ενδιαφέρον για δημιουργία ατμόσφαιρας και για παιχνίδι με τις προσδοκίες του θεατή, η πλοκή κινείται μηχανικά από το ένα μέρος στο άλλο, καταλήγοντας σε μια κορύφωση διεκπεραιωτική κι αδιάφορη όσο κι η στατική, παρατακτική διάταξη των χαρακτήρων που περιμένουν απλώς ν’ ακούσουν το συμπέρασμα του Πουαρό.

 

JIGSAW

Σκην.: Μίκαελ Σπίριγκ και Πέτερ Σπίριγκ

Πρωτ.: Λώρα Βάντερβορτ, Τόμπιν Μπελ, Κάλουμ Κιθ Ρένι

Η αστυνομία προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τον θύτη μιας σειράς από κατακρεουργημένα πτώματα, που μοιάζουν ν’ αποτελούν έργο του παρανοϊκού δολοφόνου Jigsaw, ο οποίος όμως έχει πεθάνει εδώ και μια δεκαετία.

Ταινία τρόμου η οποία εκτός Η.Π.Α. διαφημίζεται με τον τίτλο «Saw: Legacy» κι αποτελεί την όγδοη προσθήκη στη σειρά που περιλαμβάνει επίσης τα «Σε βλέπω» («Saw», Τζέιμς Γουάν, 2004), «Σε βλέπω… ξανά» («Saw ΙΙ», Ντάρεν Λιν Μπάουσμαν,  2005), «Σε βλέπω ΙΙΙ» («Saw ΙΙΙ», Ντάρεν Λιν Μπάουσμαν, 2006), «Saw ΙV» (Ντάρεν Λιν Μπάουσμαν, 2007), «Saw V» (Ντέιβιντ Χακλ, 2008), «Saw VI» (Κέβιν Γκρόιτερτ, 2009) και «Saw 3D» (Κέβιν Γκρόιτερτ, 2010).

Μετά από εφτά προσθήκες και διάλειμμα επίσης εφτά χρόνων, η σειρά είναι προ πολλού εξαντλημένη από ιδέες, βαλτωμένη στην προχειρότητα και την κοινοτοπία.  Δυστυχώς η φετινή προσθήκη δεν της προσφέρει κάποιον σοβαρό λόγο ν’ ‘αναστηθεί’, αφού μπορεί η ανατροπή της πλοκής να είναι έξυπνη και λειτουργική, ταυτόχρονα όμως κρύβει μέσα της το ίδιο εύρημα που έχει ήδη εξυπηρετήσει επανειλημμένα τη σειρά, ενώ διάλογοι και χαρακτήρες δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να ξεφύγουν από την απλοϊκότητα και την επιφανειακότητα στις οποίες παραμένουν εγκλωβισμένοι.