Κινηματογραφή

Η απλότητα πάντα κερδίζει την επιτήδευση.

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΙΝΕΛΙΑ – FINAL PORTRAIT

Σκην.: Στάνλεϊ Τούτσι

Πρωτ.: Τζέφρι Ρας, Άρμι Χάμερ, Τόνι Σαλούμπ, Κλεμάνς Ποεζί.

Στο Παρίσι του 1964, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέιμς Λορντ, επισκέπτεται τον εικαστικό Αλμπέρτο Τζακομέτι, ο οποίος του ζήτησε να ποζάρει γι’ αυτόν. Όμως το πορτρέτο του θα χρειαστεί λίγο περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι αρχικά υπολογιζόταν.

Βιογραφική κομεντί που προσφέρει το θέμα της με δομική συγκρότηση, ερμηνευτική δεξιότητα, λεπτό χιούμορ, σεναριακή απλότητα κι ευαισθησία, χωρίς να προσπαθεί να εντυπωσιάσει άσκοπα κι επιτηδευμένα.

Το σενάριο ξετυλίγει την ιστορία μέσα από μια σειρά συνεδριών μεταξύ του καλλιτέχνη και του πελάτη του, οι χρόνοι των οποίων απλώνονται από το μοντάζ με παιγνιώδη υπομονή, αποκαλύπτοντας στωικά την ιδιορρυθμία του καλλιτέχνη. Αυτή με τη σειρά της αποδίδεται απολαυστικά μέσα από την κυκλοθυμική ερμηνεία του Ρας, που εξισορροπεί απολαυστικά την καταχρηστική και την αλλόκοτη πλευρά του Τζακομέτι, μόνο όσο κωμικά απαιτεί το ελαφρύ ύφος της ταινίας, χωρίς να υπονομεύει τη σοβαρή πλευρά του χαρακτήρα και χωρίς να ξεπέφτει σ’ επιφανειακή καρικατούρα. Εξίσου λειτουργικός ο χρωματικός διαχωρισμός των χώρων της πλοκής που πετυχαίνει ο διευθυντής φωτογραφίας Ντάνι Κόεν, ανάμεσα στο γκρίζο, βασανιστικό για τον καλλιτέχνη εργαστήριο και τον πολύχρωμο, ανάλαφρο υπόλοιπο κόσμο.

 

ΡΙΨΟΚΙΝΔΥΝΟΙ ΑΝΔΡΕΣ – ONLY THE BRAVE

Σκην.: Τζόζεφ Κοζίνσκι

Πρωτ.: Τζος Μπρόλιν, Τέιλορ Κιτς, Τζένιφερ Κόνελι, Μάιλς Τέλερ, Τζεφ Μπρίτζες.

Οι Hotshots του Όρους Granite είναι μια ελίτ ομάδα πυροσβεστών, οι οποίοι το 2013 κλήθηκαν να γλιτώσουν την επαρχιακή πόλη τους από μια μεγάλη φωτιά.

Ταινία καταστροφής που αφηγείται την αληθινή ιστορία των ηρωικών πυροσβεστών, όπως αποτυπώθηκε στο άρθρο «No Exit» του δημοσιογράφου Σων Φλιν στο περιοδικό GQ.

Μια συνηθισμένη ταινία -αμερικανικού- ηρωισμού, τον οποίο όμως τουλάχιστον αναδεικνύει επενδύοντας περισσότερο στη δραματουργία και λιγότερο στον εντυπωσιασμό. Προσωπικά δεν κρύβω το παράπονό μου για το ότι οι σκηνές δράσης στις πυρκαγιές είναι ελάχιστα θεαματικές, στερούνται αγωνία και μοιάζουν να τελειώνουν πριν καν αρχίσουν. Όμως νομίζω επίσης, ότι αυτή η ανεπάρκεια εξισορροπείται από τη φροντίδα που δείχνουν για τους χαρακτήρες τόσο το σενάριο, όσο κι η σκηνοθεσία. Το πρώτο βασίζεται στο θεμελιώδες θεματικό δίπολο του καθήκοντος έναντι της οικογένειας και χτίζει μεθοδικά την πρόοδο των χαρακτήρων προς την απόλυτη δοκιμασία τους, αφιερώνοντάς τους όλο τον απαιτούμενο χρόνο για ν’ αναπτυχθούν συγκροτημένα κι όχι επιπόλαια σαν ‘καουμπόιδες’. Αυτό φροντίζει να το εξασφαλίσει η καίρια σκηνοθετική καθοδήγηση του Κοζίνσκι, που αποσπά στιβαρές ερμηνείες απ’ όλο το καστ, χωρίς ποτέ να υποτιμά τη δραματικότητα μεταξύ των χαρακτήρων, αποτίνοντας έτσι έναν σεβάσμιο και συγκινητικό φόρο τιμής στους ήρωές του.

 

ΜΗΤΕΡΑ! – MOTHER!

Σκην.: Ντάρεν Αρονόφσκι

Πρωτ.: Τζένιφερ Λώρενς, Χαβιέ Μπαρδέμ, Μισέλ Φάιφερ, Εντ Χάρις, Ντόμναλ Γκλίσον.

ΜΗΤΕΡΑ! - MOTHER!  H TAINIA
Ένας ποιητής κι η γυναίκα του προσπαθούν ν’ αρχίσουν τη ζωή τους στο οικογενειακό σπίτι του πρώτου, το οποίο εκείνη αποκαθιστά από τη φωτιά που το κατέστρεψε. Μια μέρα δέχονται την επίσκεψη ενός παράξενου θαυμαστή του συγγραφέα- άφιξη που θα είναι μόνο το πρώτο από πολλά περίεργα γεγονότα που θ’ ακολουθήσουν.

Ψυχολογικό θρίλερ και ταυτόχρονα φιλοσοφική αλληγορία, αυτό το ‘ξαδελφάκι’ του «Μωρού της Ρόζμαρι» («Rosemary’s Baby», Ρόμαν Πολάνσκι, 1968) είναι ακόμη ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα του Αρονόφσκι, το οποίο ξεκινάει διεγείροντας μαεστρικά το ενδιαφέρον του θεατή, μόνο και μόνο για να τον οδηγήσει σε μια πομπώδη, χαοτική κορύφωση που εκτροχιάζει την πλοκή κι υποβαθμίζει τη λύση και το επιμύθιό της για τη θρησκευτική, καλλιτεχνική και βιολογική δημιουργία.

Το πρώτο μισό της ταινίας υπόσχεται πάρα πολλά. Τα επίμονα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της Λώρενς, μεγεθύνουν την απορία και τον αυξανόμενο φόβο της, κάνοντας όλο και πιο απόκοσμο τον παραλογισμό που εκτυλίσσεται μπροστά της. Οι απρόσκλητοι επισκέπτες είναι βεβαίως από μόνοι τους ενοχλητικοί, αγενείς κι αδιάκριτοι, αλλά οι αντιδράσεις της οικοδέσποινας όπως τονίζονται από το κοντινό καδράρισμα κι η διαφορά τους από εκείνες του συζύγου της, ενισχύουν το μυστήριο των γεγονότων. Μυστήριο που σταδιακά μεγαλώνει με διάφορους υπαινιγμούς, ώσπου απλώς εγκαταλείπεται για χάρη μιας αλλοπρόσαλλης μακροσκελούς ‘έκρηξης’, η οποία επιχειρεί να σχολιάσει όλα τα κακά κι άσχημα της ανθρωπότητας, αλλά καταλήγει απλώς ν’ ακυρώνει τον μεθοδικό σχεδιασμό και τη σχολαστική εκτέλεση που έχουν προηγηθεί.

Στον αντίποδα του θρησκόληπτου «Νώε» («Noah») που μας έδωσε το 2014, εδώ ο σκηνοθέτης συνθέτει μια πιο αμφιλεγόμενη ιστορία, πολύπλευρη και συζητήσιμη για τη λειτουργικότητα της αλληγορίας της. Το πρόβλημα είναι ότι προσπαθεί να χωρέσει τόσα πολλά ζητήματα σε τόσα πολλά ευρήματα, ώστε όλα τελικά  μπερδεύονται σ’ ένα εννοιολογικό κουβάρι, που εντυπωσιάζει για τη φιλοδοξία του κι απογοητεύει για τη σύγχυσή του.