Κάτι κουρασμένα παλικάρια

Ο ΜΠΑΤΣΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΒΕΡΛΙ ΧΙΛΣ: ΑΞΕΛ ΦΟΛΙ
BEVERLY HILLS COP: AXEL FOLEY

Σκηνοθεσία: Μαρκ Μολόι
Πρωταγωνιστούν: Έντι Μέρφι, Τζόζεφ Γκόρντον- Λέβιτ, Τέιλορ Πέιτζ, Κέβιν Μπέικον

Ο ντετέκτιβ της αστυνομίας του Ντιτρόιτ, Άξελ Φόλι, φτάνει για μια ακόμα φορά στο Μπέβερλι Χιλς για να προστατεύσει την αποξενωμένη κόρη του, η ζωή της οποίας απειλείται.  Τέταρτη προσθήκη στη σειρά κωμικών αστυνομικών περιπετειών, έπειτα από τα «Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς» («Beverly Hills Cop», Μάρτιν Μπρεστ, 1984), «Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς 2» («Beverly Hills Cop ΙΙ», Τόνι Σκοτ, 1987) και «Ο μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς 3» («Beverly Hills Cop ΙΙΙ», Τζον Λάντις, 1994).

Από τις παραπάνω, οι δύο πρώτες παραμένουν εμβληματικά δείγματα χολιγουντιανού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1980, καθώς επίσης από τους καλύτερους τίτλους στις φιλμογραφίες τόσο του πρωταγωνιστή Μέρφι, όσο και του παραγωγού Τζέρι Μπράκχαϊμερ, τους οποίους συνυπέγραφε τότε με τον ακόμη εν ζωή συνεργάτη του, Ντον Σίμσον, το όνομα του οποίου επανέρχεται τιμητικά στα credits της φετινής ταινίας, όπως συνέβη και στο προπέρσινο «Top Gun: Maverick». Ωστόσο, χωρίς τους Σίμσον και Μπράκχαϊμερ, η τρίτη προσθήκη υπήρξε ακριβώς το αντίθετο: μια καλλιτεχνική κι εμπορική αποτυχία τελείως έξω από το πνεύμα των δύο πρώτων ταινιών, που πλέον δικαίως δε θυμάται κανείς, παρότι σκηνοθετήθηκε από τον κωμικό μάστορα Τζον Λάντις, ο οποίος είχε χαρίσει στον Μέρφι δύο άλλες τεράστιες επιτυχίες του, την «Πολυθρόνα για δύο» («Trading Places», 1983) και τον «Πρίγκιπα της Ζαμούντα» («Coming to America», 1988).

Η επιστροφή του Μπράκχαϊμερ στη φετινή συνέχεια είναι εμφανής από πολλά στοιχεία, που επιχειρούν να επανασυνδέσουν την ταινία με τις δύο πρώτες, όπως η εναρκτήρια σεκάνς- μοντάζ στο Ντιτρόιτ κι η αντίστοιχη είσοδος του ήρωα στο Μπέβερλι Χιλς, αλλά κι η ζεστή, θελκτική χρωματική παλέτα στη φωτογραφία. Ακόμη πιο αναγνωρίσιμα είναι τα μουσικά στοιχεία, επαναφέροντας τραγούδια και μοτίβα από τα σάουντρακ των δύο πρώτων ταινιών, όπως τα «The Heat Is On» του Γκλεν Φρέι, το «Shakedown» του Μπομπ Σέγκερ, το «Neutron Dance» των Pointer Sisters, αλλά και τμήματα από τις συνθέσεις του Χάρολντ Φάλτερμαϊερ, που εδώ διασκευάζει ο Λορν Μπάλφι, μεταξύ των οποίων βεβαίως και το εμβληματικό θέμα «Axel F». Δε λείπουν όμως και σύγχρονα δείγματα, από τα οποία προσωπικά ξεχώρισα το «Here We Go» του Lil Nas X, που ενσωματώνει εύστοχα το «Axel F» και μου θύμισε το «We Own It» των Wiz Khalifa και 2 Chainz από τους τίτλους αρχής του
«Furious 6» (Τζάστιν Λιν, 2013).

Κατά τ’ άλλα, όπως όλα τα λεγόμενα legacy sequel (αυτά δηλαδή που προκύπτουν πολλά χρόνια ή, όπως εδώ, δεκαετίες μετά το πρωτότυπο ή μια προηγούμενη συνέχεια), έτσι κι αυτό πρέπει να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και το καταφέρνει μετά βίας. Εκτός από την ανάγκη να παρακαμφθεί η τρίτη ταινία και ν’ αποκατασταθεί η φήμη της σειράς, ανάμεσα στους παράγοντες που το βοηθούν να τα καταφέρει, είναι το αξιοπρεπές επίπεδο παραγωγής, το πρωτότυπο καστ που επιστρέφει σχεδόν ακέραιο (εκτός από τον Μπόγκομιλ του Ρόνι Κοξ και τον επιθεωρητή Τοντ του αποδημήσαντα Γκιλ Χιλ) κι οι νέες προσθήκες όπως η Πέιτζ κι ο Γκόρντον- Λέβιτ, η ποσοτικά τουλάχιστον ικανοποιητική δράση κι ο γενικότερος τόνος του σεναρίου, που συμπεριφέρεται με συμπάθεια και σεβασμό στους χαρακτήρες αναγνωρίζοντας τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος, χωρίς να σοβαρεύει υπερβολικά.

Από ‘κει και πέρα, ο Μέρφι στα 63 του είναι εύλογα πιο βαρύς και δυσκίνητος αλλά τουλάχιστον παίζει με περισσότερη όρεξη απ’ ό,τι στην τρίτη ταινία, οι απόπειρες για επαναφορά των γνώριμων χιουμοριστικών γκαγκ άλλοτε πετυχαίνει κι άλλοτε όχι (η σκηνή με τον Σερζ είναι ντροπιαστικά αμήχανη), ενώ παρότι έχει στη διάθεσή του την οικονομική υποστήριξη του Μπράκχαϊμερ, ο σκηνοθέτης Μολόι δε μοιάζει να γνωρίζει πώς να χειριστεί τη δράση, που παραμένει πληθωρική αλλά άνευρη.

Επίσης, παρά την έναρξη στο Ντιτρόιτ, μοιάζει να έχει χαθεί το ταξικό πλαίσιο των πρώτων ταινιών, καθώς αφενός ο κόσμος του Μπέβερλι Χιλς δεν του κάνει πια ιδιαίτερη εντύπωση στον Φόλι, αφετέρου δε χρειάζεται να προσποιηθεί για να μείνει σ’ ένα ακριβό ξενοδοχείο, αφού παραδόξως με τον μισθό του αστυνομικού μπορεί να πληρώσει την ακριβή διαμονή του.

Παρότι η ταινία θα άξιζε να κυκλοφορήσει στις αίθουσες, το Netflix αποφάσισε να την κρατήσει αποκλειστικά στην πλατφόρμα, απ’ όπου και διατίθεται.

Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ
CHIEF OF STATION

Σκηνοθεσία: Τζέσι Β. Τζόνσον
Πρωταγωνιστούν: Άαρον Έκχαρτ, Όλγκα Κουριλένκο, Άλεξ Πέτιφερ

Ένας υψηλόβαθμος πράκτορας της CIA αναζητά τον υπαίτιο του θανάτου της γυναίκας του σε βομβιστική επίθεση στη Βουδαπέστη.

Έπειτα και από την «Αποστολή στην Ελλάδα» («The Bricklayer», Ρένι Χάρλιν, 2023) ο Άαρον Έκχαρτ μοιάζει να διανύει μια περίοδο φτηνών ανατολικοευρωπαϊκών κατασκοπικών περιπετειών στη φιλμογραφία του, με δευτεροκλασάτους τίτλους που απλώς αναπαράγουν κλισέ χωρίς να προσφέρουν ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέαμα.

ΣΥΜΠΕΘΕΡΟΙ ΑΠΟ ΣΟΪ
COCORICO

Σκηνοθεσία: Ζουλιέν Ερβέ
Πρωταγωνιστούν: Κριστιάν Κλαβιέ, Ντιντιέ Μπουρντόν, Σιλβί Τεστίντ, Μαριάν Ντενικούρ

Οι συμπέθεροι μελλόνυμφου ζευγαριού συναντιούνται στην έπαυλη της νύφης για να γνωριστούν, όπου εκείνη ως βιολόγος έχει φέρει μαζί της επιστημονικά τεστ DNA που αποδεικνύουν ότι καθένας από τους γονείς του ζευγαριού έχει μικτή εθνική καταγωγή- μια αποκάλυψη που είναι δύσκολο να γίνει αποδεχτή.

Ακόμα μία από τις ‘πολιτισμικές’ κωμωδίες στις οποίες έχει καθιερωθεί ο Κριστιάν Κλαβιέ, όπως το «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» και τις δύο συνέχειές του («Qu'est-ce qu'on a fait au bon Dieu?», Φιλίπ ντε Σοβρόν, 2014, 2019 και 2021), το «Βρε καλώς τους!» («À bras ouverts», Φιλίπ ντε Σοβρόν, 2017) και το «Ραντεβού με τους Μαλάουα» («Rendez-vous chez les Malawas», Τζέιμς Χαθ, 2019).

Με ένα ως συνήθως προβληματικό ‘μπαμπαδίστικο’ χιούμορ (βλ. παρωχημένο, στερεότυπο, προσβλητικό ίσως όχι ως πρόθεση αλλά συχνά ως αποτέλεσμα), η ταινία πάσχει επιπλέον από φλυαρία και βεβιασμένες, καθόλου πειστικές ιδέες που καταλήγουν σε ανόητους κι επιτηδευμένους παραλογισμούς.