Κατάθλιψη

JOKER: ΤΡΕΛΑ ΓΙΑ ΔΥΟ
JOKER: FOLIE À DEUX

Σκηνοθεσία: Τοντ Φίλιπς
Πρωταγωνιστούν: Χοακίν Φίνιξ, Lady Gaga, Μπρένταν Γκλίσον, Κάθριν Κίνερ

Περιμένοντας τη δίκη του έγκλειστος στο Άσυλο Άρκαμ, ο ψυχικά διαταραγμένος εγκληματίας Τζόκερ γνωρίζει μια άλλη τρόφιμο, τη Λη, με την οποία ερωτεύονται και ξεκινούν να κάνουν σχέδια για ένα κοινό μέλλον.

Δραματικό μιούζικαλ που συνεχίζει το «Joker» (2019) του ίδιου σκηνοθέτη. Η πρώτη ταινία δεν ήταν χωρίς προβλήματα, αλλά τουλάχιστον παρείχε μια συνεπή τροχιά για τον
χαρακτήρα τον οποίο μέχρι το τέλος της είχε εξελίξει σε μία εκδοχή αυτού που χονδρικά τουλάχιστον γνωρίζουμε ως κακό (villain) μέσα στο σύμπαν του Batman.

Η φετινή συνέχεια, αντί να προεκτείνει αυτή την εξέλιξη, αποφασίζει απλώς να κάνει μια παύση για να την ξανασκεφτεί: είναι όντως κακός ο Άρθουρ; Μήπως απλώς έχει δύο προσωπικότητες και ποια απ’ αυτές είναι η αληθινή; Αν είναι η καλή, μήπως να του δώσουμε μια ευκαιρία να μεταστραφεί για το καλό το δικό του και της κοινωνίας; Αυτός ο διαρκής προβληματισμός είναι η πρώτη επιλογή των συντελεστών που προσωπικά μού φαίνεται ακατανόητη.

Η δεύτερη είναι να τον εκφράσουν μέσα από το είδος του μιούζικαλ. Του κανονικότατου μιούζικαλ, όπου τα μουσικά νούμερα επικρατούν συντριπτικά έναντι της πρόζας κι η πλοκή που ούτως ή άλλως είναι ισχνή κατά τις συμβάσεις του είδους, εδώ παρουσιάζει σχεδόν αποκλειστικά τυπικές διακυμάνσεις. Του κατεξοχήν πιο αταίριαστου είδους δηλαδή για τους στόχους ενός χαρακτήρα σαν κι αυτόν. Όχι επειδή τα μιούζικαλ πρέπει να είναι μονάχα κωμικά ή ευδιάθετα, αλλά επειδή πολύ απλά δεν είναι κατάλληλο για τους στόχους του συγκεκριμένου αντι-ήρωα και το είδος από το οποίο προέρχεται.

Η τρίτη επιλογή που δημιουργεί απορία, αφορά τον προϋπολογισμό της ταινίας, που η Warner διέθεσε απλόχερα στον Φίλιπς, ως επιβράβευση για την τεράστια επιτυχία της πρώτης, η οποία είχε ξεπεράσει το 1 δισεκατομμύριο σε εισπράξεις με μόλις 50 εκατομμύρια μπάτζετ. Το κόστος της συνέχειας τετραπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 200 εκατομμύρια δολάρια- ποσό που δε δικαιολογείται ούτε από τους υψηλούς μισθούς των τριών βασικών συντελεστών (Φίλιπς, Φίνιξ και Γκάγκα), αλλά κυρίως ούτε από τα
τεκταινόμενα της πλοκής.

Τόσο στην περίπτωση του Άρθουρ, όσο και της Λη, ο Φίλιπς παίζει με την ίδια την έννοια της ταυτότητας, ακροβατώντας μετα-αφηγηματικά ανάμεσα στον κόσμο του κόμικ και της πραγματικότητας. Κι αυτό φαντάζομαι ότι είναι ένας θεμιτός αισθητικός και φιλοσοφικός στοχασμός, για τον οποίο ο σκηνοθέτης ήταν αρκετά τυχερός να πείσει ένα στούντιο να του δώσει όσα χρήματα ήθελε για να τον υλοποιήσει. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρων κινηματογραφικά, γιατί δεν καταφέρνει μαζί με τον προβληματισμό να διατηρήσει τις απολαύσεις που είναι ταυτισμένες με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες, οι οποίοι μέχρι το τέλος έχουν καταλήξει γυμνοί από κάθε ιδιομορφία τους, κάποιοι που θα μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε και παραμένουν αναγνωρίσιμοι μόνο ονομαστικά.

Έτσι, παρότι σε τεχνικό κι ερμηνευτικό επίπεδο η ταινία είναι πανέμορφη και πάντα υποβλητική, το συνολικό αποτέλεσμα είναι ομφαλοσκοπικό, πλατειασμένο, χωρίς ουσιαστικό σεναριακό στόχο, ηττοπαθές, μονότονο κι εν τέλει ανούσιο. Ένας πανάκριβος στουντιακός πειραματισμός που αξίζει συγχαρητήρια για την τόλμη και την αντισυμβατικότητα της πρόθεσής του, αλλά καταλήγει να χορεύει συνεχώς γύρω απ’ τον εαυτό του, θάβοντας στην αμφιβολία έναν χαρακτήρα που θα έπρεπε ν’ απογειώνει κυρίαρχα πάνω απ’ τη Γκόθαμ.