BAD BOYS: RIDE OR DIE
Σκηνοθεσία: Αντίλ Ελ Άρμπι, Μπιλάλ Φαλά
Πρωταγωνιστούν: Γουίλ Σμιθ, Μάρτιν Λώρενς, Έρικ Ντέιν
Οι περιβόητοι αστυνομικοί του Μαϊάμι, Μάικ Λάουρι και Μάρκους Μπερνέτ,παγιδεύονται σε πλεκτάνη και βρίσκονται κυνηγημένοι από τους συναδέλφους τους, στην προσπάθειά τους ν’ αποδείξουν τόσο τη δική τους αθωότητα, αλλά και του νεκρού αγαπημένου προϊσταμένου τους.
Τέταρτη προσθήκη στη σειρά κωμικών αστυνομικών περιπετειών, που ακολουθεί τα «Κακά παιδιά» («Bad Boys», Μάικλ Μπέι, 1995), «Τα κακά παιδιά 2» («Bad Boys II», Μάικλ Μπέι, 2003) και «Κακά παιδιά για πάντα» («Bad Boys For Life», Αντίλ Ελ Άρμπι, Μπιλάλ Φαλά, 2020).
Πάντα υπό την κηδεμονία του παραγωγού Τζέρι Μπράκχαϊμερ (ο οποίος συγκινεί κάθε φορά που επαναφέρει το όνομα του μακαρίτη του συνεργάτη του, Ντον Σίμσον, ως συμπαραγωγού πλάι στο δικό του, σε κάθε σχέδιο που προέρχεται από την εποχή που ήταν ακόμα ζωντανός) και του πρώτου σκηνοθέτη, Μάικλ Μπέι (ο οποίος κάνει κι εδώ ένα σύντομο cameo), οι Άρμπι και Φαλά φαίνεται ότι έχουν βρει τον σωστό συναισθηματικό τόνο και την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη δράση, ώστε να καταστήσουν κι αυτή εδώ την προσθήκη εμπορική επιτυχία, όπως έδειξαν τα 100
εκατομμύρια παγκόσμιου ανοίγματος το σαββατοκύριακο που πέρασε, εξασφαλίζοντας όχι μόνο τη συνέχεια της σειράς, αλλά και την επιστροφή του Σμιθ στους αγαπημένους της βιομηχανίας, μετά τον εξοστρακισμό του, που ακολούθησε το απαράδεκτο χαστούκι του στον Κρις Ροκ στα Όσκαρ του 2022.
Προσωπικά, παρότι εξακολουθώ να αισθάνομαι ότι η ερμηνευτική χημεία μεταξύ των δύο χαρισματικών πρωταγωνιστών δεν έχει χαθεί, βρίσκω τα περισσότερα αστεία βεβιασμένα και άνοστα. Η δράση μπορεί να μην είναι αξιομνημόνευτη, αλλά παραμένει άφθονη και χορταστική, έστω κι αν οι σκηνοθέτες υπερβάλλουν στη χρήση του ευρήματος με την κάμερα πάνω στα αντικείμενα και τους ηθοποιούς, που παραπέμπει σε fps games κι αποσκοπεί να παρασύρει το –κυρίως νεανικό- κοινό όσο το δυνατό περισσότερο μέσα στη δράση, αλλά γίνεται πολύ προφανές και μάλλον ενοχλητικό από ένα σημείο και μετά. Μια επισήμανση που δείχνει μάλλον πόσο έχω μεγαλώσει εγώ, αν θυμηθώ ότι οι κριτικοί της εφηβικής μου δεκαετίας του 1990 παραπονιόντουσαν με τον ίδιο τρόπο για το πόσο αποπροσανατολιστικό ήταν το φρενήρες μοντάζ που μετέφερε στην πρώτη ταινία της σειράς (κι έκτοτε στις υπόλοιπές του) ο Μάικλ Μπέι από τη θητεία του στα μουσικά βίντεο κλιπ.
ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕΣ
THE WATCHERS
Σκην.: Ισάνα Νάιτ Σαϊάμαλαν
Πρωτ.: Ντακότα Φάνινγκ, Τζωρτζίνα Κάμπελ, Όλγουεν Φουέρε
Μια κοπέλα χάνεται σ’ ένα δάσος της ιρλανδικής επαρχίας, όπου ανακαλύπτει ένα περίτεχνο καταφύγιο με τρία ακόμα άτομα που προφυλάσσονται από μυστηριώδη κι επικίνδυνα υπερφυσικά τέρατα.
Θρίλερ τρόμου που διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα του ιρλανδού Α.Μ. Σάιν, το οποίο κυκλοφόρησε το 2022. Επίσης, αποτελεί το κινηματογραφικό ντεμπούτο της σκηνοθέτριας, κόρης του διάσημου Μ. Νάιτ Σαϊάμαλαν, που έχει επίσης φέτος καινούρια ταινία, την «Παγίδα» («Trap»), η οποία θα κυκλοφορήσει τον Αύγουστο.
Δεδομένου ότι πρόκειται για πρώτη ταινία, δε μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς ότι η Σαϊάμαλαν δείχνει ταλέντο και δυναμική, όπως βεβαίως και τρομακτική ομοιότητα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) με τον κινηματογράφο του πατέρα της. Η θεματική του σεναρίου πλούσια: η εξωτερική εμφάνιση κι η σχέση της με την ταυτότητα του υποκειμένου, αντιστροφές ρόλων εξουσίας, οικολογία τα πιο βασικά ζητήματα, ενσαρκωμένα με ωριμότητα και ισορροπία από τη Φάνινγκ και τη Φουέρε (που ξαναείδαμε πρόσφατα στα αδιάφορα «Ταρώ του θανάτου»), ως αντίθετους πόλους της πλοκής.
Η πολυθεματικότητα του σεναρίου όμως υπονομεύεται από την έλλειψη συνέπειας, αφού η εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε το καταφύγιο του καθηγητή είναι απλοϊκή και καθόλου πειστική, ενώ το μυστήριο και τα διακυβεύματα της πλοκής μοιάζουν ν’ αποδυναμώνονται με φλύαρες εξηγήσεις και με τελικά μικρότερο αντίκτυπο από τον αναμενόμενο.