Μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς δίνει κίνητρο για επιστροφή στις αίθουσες.
ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ
OPPENHEIMER
Σκην.: Κρίστοφερ Νόλαν
Πρωτ.: Κίλιαν Μέρφι, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Έμιλι Μπλαντ, Φλόρενς Πιού, Ματ Ντέιμον
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο θεωρητικός φυσικός Ρόμπερτ Όπενχαϊμερ τίθεται επικεφαλής της ομάδας κατασκευής της πρώτης ατομικής βόμβας, την οποία οι Η.Π.Α. σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν σε επιθέσεις στο έδαφος της Ιαπωνίας για να τερματίσουν οριστικά τον πόλεμο.
Βιογραφικό δράμα με θέμα τη ζωή του αμερικανού επιστήμονα, βασισμένο στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο των Κάι Μπερντ και Μάρτιν Τζέι Σέργουιν «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer», που εκδόθηκε το 2005.
Η ταινία υιοθετεί τη βασική ιδέα του βιβλίου για τον παραλληλισμό του ήρωα με τον Προμηθέα, παραθέτοντας γραπτά το σχετικό σχόλιο ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα, εκδηλώνοντας έτσι το σκεπτικό που καθορίζει την πλοκή.
Ο Όπενχαϊμερ παραδίδει στους ανθρώπους ένα επιστημονικό επίτευγμα με την απόλυτη καταστροφική ισχύ και καταλήγει ‘σταυρωμένος’ γι’ αυτό. Κατά τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Νόλαν, ο παραλληλισμός δικαιολογείται από το ότι ο Όπενχαϊμερ συνειδητοποίησε πλήρως -έστω και κατόπιν εορτής- τις συνέπειες του επιτεύγματός του, περνώντας την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας ν’ αναχαιτίσει την αλόγιστη συσσώρευση και πιθανή χρήση των πυρηνικών όπλων κατά τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό των πολιτικών υπερδυνάμεων.
Ένα αίσθημα ενοχής που διατρέχει την ταινία παράλληλα με τον επιστημονικό ενθουσιασμό, σε μια φρενήρη αφήγηση με κοφτές, αιχμηρές στιχομυθίες οι οποίες παραπέμπουν στο ύφος του Άαρον Σόρκιν, μοντάζ σε μόνιμη εγρήγορση που φαινομενικά αντιβαίνει τις ανάγκες του στοχαστικού θέματος, αλλά τελικά εξυπηρετεί την παραγεμισμένη πλοκή, βοηθημένο από το επί τρεις ώρες σχεδόν αδιάλειπτο σάουντρακ, που βοηθάει να προωθηθούν ευκολότερα οι εναλλαγές και ν’ αποδοθεί το δυσοίωνο αίσθημα.
Όπως κάθε ταινία του Νόλαν, έτσι κι αυτή αποτελεί ένα τεχνικό επίτευγμα, μεταξύ άλλων χάρη στο πρότυπο ασπρόμαυρο φιλμ IMAX που εφευρέθηκε για τις ανάγκες της ταινίας, αλλά την πλήρη του εφαρμογή θα απολαύσουν μόνο ελάχιστοι θεατές σε όλο τον κόσμο, αφού παρότι η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ, θα προβληθεί επίσης από φιλμ (με μπομπίνες μήκους 18 χιλιομέτρων) σε μόλις τριάντα αίθουσες παγκοσμίως, ενώ στις υπόλοιπες ψηφιακά.Έστω κι έτσι όμως, η εναλλαγή έγχρωμων κι ασπρόμαυρων μερών της πλοκής τονίζει τη διαφορά ανάμεσα στον κόσμο του ήρωα, γεμάτο από τα πάθη και τις αντιφάσεις που επιφυλάσσουν τόσο η προσωπική του ζωή, όσο κι η αφοσίωσή του στην επιστήμη, και στον στυγνό, αδίστακτο κόσμο της πολιτικής, γεμάτο πεζότητα, μικρόνοια κι ιδιοτέλεια.
Όπως κάθε φορά που ένα ιστορικό θέμα γίνεται αντικείμενο κινηματογραφικού χειρισμού, έτσι κι εδώ πιθανότατα θα εντοπίσει κανείς σημεία τουλάχιστον συζητήσιμα, αν όχι εντελώς αμφιλεγόμενα. Επιπλέον, προσωπικά ένιωσα ότι από ένα σημείο και μετά η πλοκή απλώς επαναλαμβάνεται σχετικά με την πολιτική δίωξη του Όπενχαϊμερ, έστω κι αν το κάνει μ’ έναν σταθερά κρίσιμο ρυθμό.
Παρόλαυτά, χάρη στο συνεπές όραμα, τις εξαιρετικές ερμηνείες, την τεχνική μαεστρία και την εν τέλει προοδευτική ρητορική της (ο ηχητικός παραλληλισμός του στρατιωτικού -βλ. γερμανικού- βηματισμού με το επιδοκιμαστικό ρυθμικό χτύπημα των ποδιών των επιστημόνων στα έδρανα, η αρνητική απεικόνιση του Χάρι Τρούμαν και του Χένρι Στίμσον κ.α.), η ταινία φτιάχνει μια περίτεχνη προσωπογραφία για τη σχέση του ανθρώπου με την επιστήμη, δηλαδή το ίδιο του το μυαλό, τις ίδιες του τις δυνατότητες, τόσο για πρόοδο, όσο και γι’ αυτοκαταστροφή.