Το βράδυ της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου, ακριβώς 23 μήνες μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, θα καταγραφεί ως η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε δημόσια με προσοχή και ουσιαστική υπευθυνότητα για αυτό το συμβάν που από την πρώτη στιγμή και ως σήμερα συγκλονίζει τη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών.
Πριν κάμποσες μέρες γράψαμε εδώ για πολλοστή φορά ότι η κυβέρνηση τα έκανε περίπου όλα λάθος στη διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών. Και πριν λίγες ώρες στην τηλεοπτική του συνέντευξη στον Αντώνη Σρόιτερ το επιβεβαίωσε πανηγυρικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Έπρεπε να υπάρξει μια πανελλήνια και μαζική κραυγή διαμαρτυρίας στις συγκεντρώσεις της Κυριακής 26 Ιανουαρίου για να φτάσει να συνειδητοποιήσει το Μέγαρο Μαξίμου τι έχει συμβεί…
Στις εκλογές του 2023 οι Έλληνες πολίτες στήριξαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως μόνο κατάλληλο να αναλάβει μια βαθιά μεταρρύθμιση προκειμένου η χώρα μας να μη ζήσει ξανά μια τραγωδία ανάλογη των Τεμπών με φόντο την αναξιοκρατία και την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού. Και αυτή την ισχυρή εντολή για σκληρή δουλειά η κυβερνητική παράταξη την προσέλαβε ως άκοπη πολιτική κυριαρχία. Σφάλμα μέγα.
Τώρα έρχεται ο λογαριασμός. Η φθορά είναι σε ένα βαθμό ακόμα διαχειρίσιμη, κυρίως γιατί η αντιπολίτευση μέσα από τις δικές της αντινομίες δεν έχει ακόμα καταφέρει να παρουσιάσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Το ζήτημα όμως δεν είναι τι κάνει ή δεν κάνει η αντιπολίτευση, το ζήτημα είναι τι κάνει ή δεν κάνει η κυβέρνηση. Εκείνη έχει την ευθύνη, στα χέρια του κ.Μητσοτάκη έβαλε ο ελληνικός λαός τα κλειδιά του “μαγαζιού”.
Τα πρώτα τρία περίπου χρόνια διακυβέρνησης ανέκυψαν εξωγενείς προκλήσεις σε διάφορα επίπεδα, που αφενός δεν ήταν υπαιτιότητα της κυβέρνησης και αφετέρου η ίδια κατάφερε, έστω και με επιμέρους αστοχίες, να τις διαχειριστεί ικανοποιητικά με δεδομένα τα πλαίσια της χώρας. Όλο αυτό οπωσδήποτε αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών, παρά το ότι αυτές έγιναν ελάχιστους μήνες μετά τα Τέμπη. Βρισκόμαστε όμως ήδη δυόμιση χρόνια μέσα στην ενδοχώρα μιας περιόδου χωρίς μείζονες κρίσεις και η κυβέρνηση δεν δείχνει σημάδια παραγωγικής ορμής.
Σε μια εποχή που οι ευρύτερες συνθήκες στον κόσμο μεταβάλλονται ραγδαία, που οι ανάγκες δημιουργικής ανασύνταξης και αλματικής ανάπτυξης της χώρας μας προβάλλουν επιτακτικές όσο ποτέ, η Ελλάδα μοιάζει να ικανοποιείται αυτάρεσκα με το ότι δεν τα πάει τόσο άσχημα όσο άλλοι στην Ευρώπη. Είναι όμως αυτό αρκετό;
Δεν έχουμε την πολυτέλεια, ως πολιτεία και κοινωνία, ως παραγωγικό και οικονομικό σύστημα, ως κομμάτι του σύγχρονου κόσμου, ως χώρα που θέλουμε να συμβαδίζουμε με τις εξελίξεις και να ξεφύγουμε από το τέλμα, δεν έχουμε την πολυτέλεια της αμεριμνισίας. Αν ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι έχει την άνεση να ξοδεύει δύο χρόνια πολιτικό κεφάλαιο και να αφήνει την ελληνική κοινωνία στον πάγο για να βρει το θάρρος να μιλήσει στοιχειωδώς υπεύθυνα για μια τραγωδία εθνικού επιπέδου, είναι βαθιά νυχτωμένος και κάποιοι γύρω του δεν ξέρουν τι τους γίνεται.
Η Ελλάδα δεν έχει την άνεση να στέκει και “βλέπει τα τρένα να περνούν”. Η συμφορά που μας βρήκε στην κοιλάδα των Τεμπών ήταν η βάση πάνω στην οποία έπρεπε να χτίσουμε από την πρώτη ημέρα ένα νέο κράτος σε αυτή τη χώρα. Αντ’ αυτού -και παρά το ότι δεσμεύτηκε για αυτό- ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναλώθηκε στο πώς δεν θα στενοχώρησει ένα τυχάρπαστο πολιτικό γόνο και πώς θα προωθήσει κατά το πλείστον πολιτικές παρεμβάσεις περί διαγραμμάτων, την ώρα που απαιτούνται βαθιές τομές.
Είμαστε στο “και πέντε”, συνολικά και συλλογικά. Κι αν οι επόμενες εκλογές φαίνονται υπερβολικά μακριά για να σωματοποιήσουν την ελπίδα των Ελλήνων πολιτών, ο πρωθυπουργός κάθε πρωί που πηγαίνει στο γραφείο του έχει την ίδια, ακέραιη ευθύνη. Να οδηγήσει τη χώρα μπροστά. Αν νιώθει ότι δεν μπορεί, να μας το πει, στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αλλιώς να ασχοληθεί σοβαρά με το καθήκον που του έχει αναθέσει ο λαός. Γράφει το Σύνταγμα ποιο είναι αυτό, ακόμα και μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου δεν θα είναι δύσκολο να το βρει…