Όποιος πήρε την αντιπολίτευση να τη φέρει πίσω

Περνάμε μια ιδιαίτερη και προφανώς ασυνήθιστη πολιτική φάση στην Ελλάδα. Αν θέλαμε να την αποδώσουμε με έναν τίτλο, ίσως να ταίριαζε ότι κανείς δεν είναι αρκετά ισχυρός και κανείς αρκετά αδιάφορος. Και αυτό πολύ απλά, επειδή κυριαρχεί η ρευστότητα.

Συνήθως σε τέτοιες καταστάσεις, η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι προνομιακή. Τοποθετείται θεσμικά ως αντίπαλο δέος της κυβέρνησης και έχει τη δυνατότητα να κεφαλαιοποιήσει τόσο τη φθορά αυτής, όσο και την προσδοκία των πολιτών για μια εναλλακτική διακυβέρνησης.

Δεν συμβαίνει όμως αυτό στην παρούσα φάση. Και φαίνεται ότι το γεγονός αυτό διατηρεί και επαυξάνει σε ένα βαθμό τη ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό. Χωρίς στιβαρή αξιωματική αντιπολίτευση, η ίδια η κυβέρνηση δεν προσπαθεί καν να βρει σοβαρό βηματισμό, οι πολίτες παρακολουθούν τις εξελίξεις απογοητευμένοι και αποπροσανατολισμένοι, ενώ τείνουν να ενισχύονται ευκαιριακές και αντισυστημικές δήθεν πολιτικές δυνάμεις στην περίμετρο του πολιτικού φάσματος.

Τι συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ; Το περασμένο εξάμηνο φάνηκε ιδιαίτερα ευνοϊκό για το κόμμα της Χαριλάου Τρικούπη. Το σύστημα ΣΥΡΙΖΑ και Σια βρέθηκε σε αποδρομή και αποσύνθεση. Η εσωστρέφεια της εσωκομματικής διαδικασίας με την εκλογή νέου προέδρου γύρισε σε θετικό πρόσημο, αφού και μια θεσμική και πολιτική σοβαρότητα αναδείχθηκε, και η ισχυρή σύνδεση του Νίκου Ανδρουλάκη με τη βάση του κόμματος επιβεβαιώθηκε. Ήρθε και η ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση στη βουλή, οπότε όλο αυτό φάνηκε να “δένει”.

Τι φταίει όμως και πάλι δείχνει το ΠΑΣΟΚ να βρίσκεται σε στασιμότητα, αν όχι και να εξασθενεί δημοσκοπικά σε μια φάση που η κυβέρνηση βρίσκεται ίσως στην πιο αδύναμη στιγμή της; Τι κάνει και τι δεν κάνει η ηγεσία του κόμματος για να υπάρχει αυτή η εικόνα; Και κυρίως πώς σκέφτεται ο Νίκος Ανδρουλάκης να υπερβεί αυτή την καχεξία;

Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω σε αυτό το τελευταίο ερώτημα, δεν είμαι στο μυαλό του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Οπωσδήποτε θα έπρεπε να σκέφτεται πυρετωδώς πώς θα διαχειριστεί πολιτικά αυτή τη συγκυρία. Θα επιχειρήσω όμως να σταθώ στα πρώτα ερωτήματα.

Το πρόβλημα κατά την άποψή μου είναι διττό. Έλλειμμα πολιτικής στρατηγικής και ασυνέχεια στην πολιτική τακτική. Η στρατηγική που πρέπει να έχει ένα κόμμα εξουσίας, όπως είναι το ΠΑΣΟΚ από τα γονίδιά του, μπορεί και πρέπει να είναι μόνο μία: η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας. Και αυτή επιτυγχάνεται με δύο τρόπους, με την αυτοδυναμία και με τη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τους όρους του. Όταν υιοθετείται η άρνηση συνεργασίας με το εξ αντικειμένου πρώτο κόμμα, τότε αυτή η στρατηγική ακυρώνεται.

Από την άλλη, η αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ δίνει μια εικόνα σύγχυσης και συχνά αμηχανίας. Η σύγχυση προκύπτει από το γεγονός ότι δυσκολεύεται να διαγνώσει αν πρέπει να αντιπολιτεύεται ριζοσπαστικά ή θεσμικά. Και η αμηχανία παράγεται από την αναποτελεσματικότητα των τακτικών κινήσεων που δεν έχουν ενιαίο και δομημένο χαρακτήρα.

Η απάντηση σε αυτό το ψευδοδίλημμα είναι ότι το ΠΑΣΟΚ λόγω της φυσικής θέσης του στην ελληνική πολιτική μπορεί και πρέπει να αντιπολιτεύεται μόνο με ένα τρόπο: ως να είναι η επόμενη κυβέρνηση. Και σε αυτή την περίπτωση, η εγκόλπωση της φρασεολογίας και διαλεκτικής της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ανοίκεια και αντιπαραγωγική.

Ο κόσμος δεν περιμένει από το ΠΑΣΟΚ να μιλάει όπως η Αριστερά για τα Τέμπη, επί παραδείγματι. Αντίθετα περιμένει να βρεθεί η δύναμη που θα σφυροκοπά την κυβέρνηση για όσα επέλεξε ή απέφυγε να πράξει αναφορικά με το σιδηροδρομικό δίκτυο ή ακόμα και με τη θεσμική διαχείριση του δυστυχήματος. Ο κόσμος περιμένει από το ΠΑΣΟΚ να πει τι πρέπει και μπορεί να κάνει το ίδιο για να αποκτήσει η Ελλάδα σύγχρονες υποδομές και θεσμική ακεραιότητα.

Ελπίζω και εύχομαι, ως πολίτης εννοείται, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προβληματίζεται πάνω σε αυτά και να σκέφτεται πώς και πότε το ΠΑΣΟΚ θα μπορέσει να επανέλθει στην τροχιά που το χρειάζεται η χώρα. Γιατί η χώρα έχει ανάγκη από αντιπολίτευση. Κανονική αντιπολίτευση, δηλαδή κανονική επιλογή διακυβέρνησης.