Ο χάρτης, το καλώδιο και ο τσαμπουκάς

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημοσιοποίηση του Εθνικού Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού από τα Υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εξωτερικών είναι μια θετική εξέλιξη. Έστω κι αν άργησε τέσσερα χρόνια και μάλιστα αδικαιολόγητα και έπρεπε να μεσολαβήσει μια ευρωπαϊκή δικαστική απόφαση σε βάρος της χώρας για αυτή την αμέλεια.

Οι πρώτες αντιδράσεις από τη μεριά της Τουρκίας ήταν οι απολύτως αναμενόμενες και ίσως και πιο χλιαρές από ό,τι θα περίμενε κανείς. Αυτό δεν σημαίνει ότι το θέμα τελειώνει εδώ. Είναι δεδομένο θα υπάρξει συνέχεια, άλλωστε τα ζητήματα του Αιγαίου μας απασχολούν ήδη επί πεντηκονταετία και δεν φαίνεται να πάψουν τώρα σύντομα. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάθε είδους κλιμάκωση από την Τουρκία με την πρώτη ευκαιρία.

Αυτή η εξέλιξη όμως, που συνέπεσε, όχι τυχαία προφανώς, με την πραγματοποίηση του ΚΥΣΕΑ για τα νέα εξοπλιστικά προγράμματα και ιδίως την ανακοίνωση για την τέταρτη φρεγάτα FDI HN, δεν θα έχει τη βαρύτητα που απαιτείται και δεν θα παραγάγει τα μηνύματα που πρέπει, αν συνδεθεί με πάγωμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου. Το περίφημο καλώδιο δεν είναι αποκομμένο από αυτή την υπόθεση, κάθε άλλο. Άλλωστε αφορά ξεκάθαρα τις θαλάσσιες ζώνες και δη την ΑΟΖ και σε κάθε περίπτωση αφορά την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων δύο χωρών, της Ελλάδας και της Κύπρου.

Εάν η κυβέρνηση αφήσει την ηλεκτρική διασύνδεση με την Κύπρο να καταψυχθεί σε αναμονή των ελληνικών καλενδών, θα ακυρώσει η ίδια την κίνηση στην οποία μόλις προχώρησε με την δημοσιοποίηση του Θαλάσσιου Χωροταξικού. Αυτό πρέπει να είναι σαφές σε όλους. Η Τουρκία δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα να παρεμποδίσει την διασύνδεση, είτε αυτό αφορά έρευνες είτε και την πόντιση των καλωδίων. Κανένα bullying, σαν αυτό της Κάσου, δεν μπορεί να γίνει ανεκτό. και η Ελλάδα έχει τα μέσα για να το εξασφαλίσει αυτό και πρέπει να το πράξει, εφόσον χρειαστεί.

Σε διαφορετική περίπτωση, θα επιτραπεί να εγγραφεί στο άτυπο αρχείο της ελληνοτουρκικής διένεξης για τις θαλάσσιες ζώνες μια ακόμα χρόνια ολιγωρία, που όσο περνά ο καιρός θα προστεθεί στο μενού των κυριαρχικών δικαιωμάτων που η Ελλάδα δεν παραγράφει μεν, αποδέχεται σιωπηρά ότι δεν ασκεί δε. Και αυτό δεν θα είναι καθόλου θετικό προφανώς, ενώ θα αναιρέσει στην πράξη οτιδήποτε ήρθε η δημοσίευση του ΘΧΣ να κομίσει.

Σε δεύτερο πλάνο, πέρα από την όποια εθελοντική απομείωση της ισχύος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, η Ελλάδα έχει να διασφαλίσει και την αξιοπιστία της. Και η αξιοπιστία αυτή στην προκειμένη περίπτωση αφορά και τη θέση της στην Ευρωπαϊκή ένωση, καθώς από ενωσιακή υποχρέωση προέκυψε ο ΘΧΣ, όσο και τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο και το κύρος της έναντι αφενός της Κύπρου, αφετέρου και κυρίως δε έναντι του Ισραήλ. Κάνοντας ένα βήμα ακόμα προς την ευρύτερη θεώρηση των πραγμάτων, θα έλεγε κανείς ότι τις κινήσεις της Αθήνας παρακολουθούν τόσο στην Αίγυπτο, όσο και στη Λιβύη.

Και κάπως έτσι αντιλαμβάνεται κανείς ότι υποθέσεις όπως αυτή του καλωδίου Κρήτης-Κύπρου ανοίγουν εύκολα, αλλά κλείνουν δύσκολα και δημιουργούν απαιτήσεις και προκλήσεις που δεν είναι αμελητέες και οφείλουν να υπηρετηθούν. Σε διαφορετική περίπτωση, όσους χάρτες κι αν δημοσιεύσουμε και όσες φρεγάτες κι αν προμηθευτούμε, θα μείνουν όλα κενό γράμμα ενώπιον της συνείδησης ότι δεν υφίσταται η πολιτική βούληση να υποστηριχθούν τα εθνικά συμφέροντα με σκληρή ισχύ. Και αυτό, πιστεύω ειλικρινά ότι δεν το θέλει κανείς. Το κλειδί σε αυτή τη φάση είναι η απόρριψη ενός συμβιβασμού με τον εκφοβισμό και την παρεμβατικότητα της Άγκυρας. Την αναποφασιστικότητα πρέπει να φοβόμαστε, όχι τον φόβο.