Ο Κώστας Σημίτης στην ιστορία

“Θα τον κρίνει η ιστορία…” Μας αρέσει πάρα πολύ να χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση κάθε φορά που αποφεύγουμε να επικρίνουμε ευθέως ένα δημόσιο πρόσωπο, όταν φεύγει από τη ζωή. Στην περίπτωση του Κώστα Σημίτη βέβαια ήταν πολύ περισσότεροι ίσως αυτοί που επέλεξαν να τον επικρίνουν ή και να αφορίσουν την μνήμη και το πολιτικό αποτύπωμά του από εκείνους που μεγαλόθυμα πέταξαν στην ιστορία το μπαλάκι αυτής της υποχρέωσης.

Γιατί ο πρώην πρωθυπουργός αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά ότι είχε αρκετούς πιστούς υποστηρικτές, αλλά και πάρα πολλούς μισητούς πολέμιους. Ποτέ άλλοτε κάποιος τόσο μετριοπαθής δεν συγκέντρωσε τόσους φανατικούς οπαδούς και εχθρούς. Ενδιαφέρον αυτό το φαινόμενο από μόνο του. Αν όμως θέλουμε όντως να ξεφύγουμε από τον οπαδισμό και το μίσος, πώς στ’ αλήθεια θα αποτιμήσει η ιστορία τον Κώστα Σημίτη;

Για να βρούμε αυτό το ζητούμενο πρέπει να καθορίσουμε ποια είναι τα κριτήρια της ιστορίας. Και δεν είναι δα πολύ δύσκολο αυτό. Η ιστορία πρωτίστως αποτιμά την επίδραση ενός πολιτικού ηγέτη πάνω στη γενική πορεία μιας μεγάλης κοινότητας, του λαού ας πούμε ή με την πολιτική έννοια, της χώρας. Από εκεί ξεκινά η ιστορία. Και σε δεύτερο πλάνο αξιολογεί τρία πράγματα. Πόσο πέτυχε ή όχι κάποιος τους στόχους που έθεσε ο ίδιος, πώς διαχειρίστηκε κρίσιμες στιγμές και τέλος πώς ένιωθαν γι’ αυτόν οι άνθρωποι του καιρού του. Και μετά από αυτά έρχεται η ηθική αξιολόγηση του προσώπου.

Δεν είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα αποτιμήσει η ιστορία τον εκλιπόντα αυτών των ημερών. Θα προσμετρήσει την καθοριστική συμβολή του στην ένταξη της χώρας στη νομισματική λέσχη του ευρώ, πρωτίστως. Θα του πιστώσει την ένταξη επίσης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά είναι δεδομένα καθοριστικά, που θέτουν το πλαίσιο της αξιολόγησης. Και πλάι σε αυτά θα καταγραφεί και η μονομέρεια της διεθνούς αντίληψης της Ελλάδας ως αποκλειστικά ευρωπαϊκό πολιτικό υποκείμενο.

Αντίστοιχα, μεικτό είναι το αποτύπωμα στην στοχοθεσία. Γιατί εκεί θα μπουν στη ζυγαριά και οι στόχοι του πολυεπίπεδου εκσυγχρονισμού της χώρας, που δεν επιτεύχθηκαν. Όπως δεν επιτεύχθηκαν και οι κατάλληλοι χειρισμοί, όταν προέκυψαν κρίσεις, που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει. Δεν ήταν το δυνατό σημείο του Κώστα Σημίτη η διαχείριση του μη αναμενόμενου. Και αυτά τα χαρακτηριστικά της πολιτείας του, όπως η έφεση στον καθορισμό στόχων και ο προγραμματισμός, ήταν και αυτά που τον έκαναν ή δεν τον έκαναν αποδεκτό από τους Έλληνες της εποχής του.

Τον ψήφιζαν, αλλά δεν τον συμπαθούσαν. Δεν τον έκαναν “δικό τους”. Ήταν ένας πολιτικός που χρειαζόταν για να γίνει η δουλειά, αλλά δεν πέρασε ποτέ μέσα στο “σπιτικό” των πολιτών του. Και δεν ήθελε κιόλας να περάσει, όπως δεν ήθελε να περάσει κανένας και στο δικό του σπιτικό. Ήταν ένας πολιτικός για την προσωπική εντιμότητα του οποίου δύσκολα μπορεί να πει κάποιος κάτι αρνητικό, αλλά που εύκολα μπορεί να κατηγορηθεί ότι συμβιβάστηκε αυτονόητα με όσα ένιωθε ότι δεν μπορεί να αλλάξει.

Και κάπως έτσι έχουμε τη μεγάλη εικόνα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενική κατεύθυνση της χώρας στην εποχή Σημίτη ήταν σωστή και η θέση της χώρας στον κόσμο αναβαθμίστηκε. Αλλά εξίσου δεν μπορεί να μείνει απέξω η αδυναμία αυτοσχεδιασμού και πρωτοβουλίας, όπως και η έλλειψη διορατικότητας για τα αδιέξοδα που επωάζονταν.

Η Ελλάδα χωρίς τον Κώστα Σημίτη θα ήταν πιθανότατα σε πολύ χειρότερα επίπεδα, αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια. Πλάι της όμως στέκεται και η παραδοχή ότι οι ελλείψεις του δεν επέτρεψαν την αποφυγή κινδύνων ή την αξιοποίηση ευκαιριών που γεννιούνταν την ίδια εποχή. Έτσι συνολικά θα αποτιμηθεί από την ιστορία, και έτσι αντίστοιχα πρέπει να τον αποτιμήσουμε κι εμείς χωρίς να κρυβόμαστε πίσω της.