Έχει ξεσηκωθεί κάπως η ελληνική κυβέρνηση με το ζήτημα της πώλησης των πυραύλων αέρος-αέρος Meteor στην Τουρκία για τον εξοπλισμό των μαχητικών Eurofighter. Να θυμίσω ότι οι Τούρκοι έχουν καταλήξει σε αυτή την επιλογή προκειμένου να γεφυρώσουν όσο είναι δυνατόν το έλλειμμα αεροπορικής ισχύος μετά το άλμα της Πολεμικής Αεροπορίας με τα μαχητικά Rafale και F-16Viper, με τα πρώτα να εξοπλίζονται ήδη με τους “θαυματουργούς” Meteor. Καταρχάς, τι περίμεναν στην Αθήνα, ότι η Άγκυρα θα μείνει άπραγη να κοιτά το εξοπλιστικό μας προβάδισμα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα…
Οι αντιδράσεις της κυβέρνησης αφορούν κυρίως μια αμηχανία απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους μας που παρέχουν οπλικά συστήματα ή προχωρούν σε συμφωνίες εξοπλιστικών προμηθειών με την Τουρκία, ή μάλλον που δεν εμποδίζουν τις αμυντικές τους βιομηχανίες να προχωρήσουν σε αυτές. Στην αρχή μουδιασμένα προσπαθήσαμε να ψελλίσουμε κάτι προς το Λονδίνο και το Βερολίνο για την παραχώρηση των μαχητικών αεροσκαφών. Αφού πέσαμε σε βαρήκοα ώτα και κατάπιαμε την απόκτηση των μεταχειρισμένων ευρωπαϊκών μαχητικών από την τουρκική αεροπορία, τώρα επικεντρώσαμε την ενόχλησή μας στην προμήθεια των συγκεκριμένων προηγμένης τεχνολογίας πυραύλων, σαν να επρόκειτο οι Τούρκοι να αγοράσουν σύγχρονα μαχητικά για να τα φορτώνουν με παλιά όπλα…
Πιο ευεπίφορος “στόχος” πολιτικών πιέσεων αυτή τη φορά κρίθηκε πως είναι το Παρίσι, λόγω και των σημαντικών εξοπλιστικών προγραμμάτων της χώρας μας από γαλλικές πηγές, αλλά και λόγω της γνωστής αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας-Γαλλίας. Την αρχή έκανε ο ΥΕΘΑ Νίκος Δένδιας καλώντας την πρέσβειρα της Γαλλίας για να διαμαρτυρηθεί, ενώ τη σκυτάλη έλαβε χθες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, θέτοντας το ζήτημα στη συνάντηση μιας ώρας που είχε με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν. Συμμερίστηκε τις ανησυχίες του ο κ.Μακρόν, αλλά είπε ότι η Γαλλία δεν μπορεί να αγνοήσει την επιθυμία όλων των άλλων Ευρωπαίων εταίρων για την εξασφάλιση του συμβολαίου (Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία συμμετέχουν επίσης στην κατασκευάστρια MBDA).
Αναρωτιέμαι όμως, τι στ’ αλήθεια περίμενε ο πρωθυπουργός και συνολικά η κυβέρνηση να πει ή να κάνει το Παρίσι; Είναι παντελώς ανεδαφική η προσδοκία που έχουμε να δρουν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες εχθρικά προς την Τουρκία, ενώ εμείς διατυμπανίζουμε την καλή μας σχέση μαζί της. Από την εποχή της “εθνικής στρατηγικής του Ελσίνκι” οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αναπτύξει ένα δόγμα για τις ευρωτουρκικές σχέσεις: εμείς θα παίζουμε τον καλό στην Άγκυρα και οι Ευρωπαίοι θα κάνουν τον αυστηρό μαζί της και δεν θα την παίζουν. Αυτή η πολιτική φαντασίωση όμως βρίσκεται μόνο στο μυαλό των Ελλήνων ιθυνόντων.
Όταν εμείς κάνουμε εθνική στρατηγική την πάση δυνάμει εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία, όταν με κάθε τρόπο διαφημίζουμε την καλή μας σχέση και το κλίμα διαλόγου, συνύπαρξης και συνεργασίας που έχουμε φέρει στις διμερείς σχέσεις, τότε πώς ακριβώς αξιώνουμε από τρίτους να μην κάνουν αυτό που επιβάλει το δικό τους συμφέρον; Όταν κάνουμε εμείς μπίζνες με την Τουρκία ή έστω προωθούμε την περίφημη “θετική ατζέντα” και “υπαρκτά εστιάζουμε στα πεδία συνεργασίας”, με ποιο σκεπτικό πρέπει να αρνηθούν τη συνεργασία μαζί της οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και πολύ περισσότερο βιομηχανίες;
Κάποιοι μονότονα επισημαίναμε την προσοχή και τις επιφυλάξεις που πρέπει να υπάρχουν για τον ενθουσιασμό σε σχέση με το “καλό κλίμα” στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πολύ περισσότερο το άτομο της κούφιας “Διακήρυξης των Αθηνών”. Κάποιοι χτυπούσαμε καμπανάκι για την απορρόφηση του σχεδιασμού και του χειρισμού της εξωτερικής πολιτικής από το πρωθυπουργικό γραφείο αντί για το Υπουργείο Εξωτερικών. Τώρα, μετά από δύο χρόνια “καζάν-καζάν” και “συνεργατικής σχέσης” που δεν απέδωσε τίποτα πέρα από οικονομία στην κηροζίνη σε μια εποχή που η τουρκική οικονομία δοκιμαζόταν σοβαρά, τώρα είναι πολύ αργά για να ζητούμε από οποιονδήποτε να κάνει αυτός τον “κακό” στην Άγκυρα, πιστεύοντας ότι με μερικά σύγχρονα αεροσκάφη κι ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη χτίσαμε την “αιώνια ειρήνη”. Όπως στρώσαμε, θα κοιμηθούμε.