Πάρα πολλοί άνθρωποι, συμπολίτες μας, συγκεντρώθηκαν την Κυριακή ειρηνικά στο κέντρο της Αθήνας και όλων σχεδόν των άλλων ελληνικών πόλεων. Η διαμαρτυρία τους, αν και όχι σαφώς και πλήρως σχηματοποιημένη, έχει ένα άξονα. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Όσοι συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις της Κυριακής δεν έχουν πειστεί ότι οι θεσμοί υπηρετούν την αλήθεια, ότι η δικαιοσύνη κάνει τη δουλειά της. Και υπάρχουν τρεις τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την στάση.
Αφενός να την εγκολπωθεί ειλικρινά, να μετάσχει σε αυτήν. Αφετέρου να την αρνηθεί ως πλανεμένη. Και τρίτον, να την αναγάγει στην πολιτική σκοπιμότητα, που είτε τον ωφελεί, είτε τον βλάπτει. Ναι, αυτή η τρίτη κατηγορία συμπεριλαμβάνει όλους όσους ταυτίζουν τη χθεσινή κοινωνική κινητοποίηση με πολιτική στάση, και όσους την καπηλεύονται και όσους την αφορίζουν.
Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν για να δηλώσουν την ανησυχία, τη δυσαρέσκεια ή τον θυμό τους για την εξέλιξη που έχει μέχρι σήμερα η διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών, δεν μπορούν και δεν πρέπει να ταυτίζονται με πολιτικούς χώρους, κόμματα ή κινήσεις. Όποιος το κάνει αυτό είναι καιροσκόπος ή πολιτικά μύωψ.
Αλλά η συμπεριφορά τους, η ίδια η συγκέντρωση, η κινητοποίηση, είναι σαφέστατα πολιτική πράξη, αλίμονο να μην ήταν. Εξόχως πολιτική. Και έτσι πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε, πολιτικά, γιατί τέτοια είναι και τα κίνητρα όσων μετείχαν, τα κίνητρά τους είναι η ορμή να δηλώσουν τη δυσάρεσκειά τους για ζητήματα που αφορούν το δημόσιο βίο, της λειτουργία της πολιτείας.
Πολιτική λοιπόν πράξη η συμμετοχή στις συγκεντρώσεις για τα Τέμπη, αλλά όχι κομματική, ούτε παραταξιακή. Όσοι προσπαθούν να καπηλευτούν την κοινωνική ένταση για λογαριασμό παρατάξεων και κομμάτων δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στη δημοκρατία. Όσοι δε τσουβαλιάζουν τους ανθρώπους που αγωνιούν και διαμαρτύρονται σαν ένα σκιώδη αντίπαλο της κυβέρνησης προσφέρουν κακές υπηρεσίες και στην ίδια την κυβερνητική παράταξη.
Αυτό που παρατηρούμε εδώ και καιρό και εκφράστηκε μαζικά την περασμένη Κυριακή είναι ένα κίνημα. Κίνημα που έρχεται “από τα κάτω” και που ασφαλώς και διαθέτει πολιτικά χαρακτηριστικά και κοινωνικά αιτήματα. Που όμως είναι άκρως ανομοιογενές, όπως όλα τα ανάλογα κινήματα, και πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι ως εργαλείο ή κίνδυνος για οποιοδήποτε κόμμα, αλλά ως ευκαιρία για βαθύτερες αλλαγές στην Ελλάδα.
Στην έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς, η απάντηση δεν είναι η άρνηση ούτε η κατάργηση των θεσμών, αλλά η ενίσχυση, η θωράκιση και η βελτίωση της λειτουργίας τους. Στην αμφισβήτηση απέναντι στο πολιτικό σύστημα η απάντηση δεν είναι ο διχασμός, αλλά η επαύξηση της υπευθυνότητας και της ειλικρίνειας από τους πολιτικούς. Και δεν είναι ευχολόγια αυτά, είναι η κύρια και κρίσιμη ευθύνη όσων απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα.
Όποιος πολιτικός αρχηγός με την κουστωδία του αναζητά συμμάχους ή αντιπάλους, να τους ψάξει στο κοινοβούλιο. Η κοινωνία δεν αβαντάρει ούτε υπονομεύει κανένα κόμμα, τα επιλέγει και τα στηρίζει να την εκπροσωπούν και να κυβερνούν τη χώρα. Η κοινωνία είναι ο εντολέας της πολιτικής πράξης και ζητά, ορθά και εύλογα, λογοδοσία από αυτούς που την ασκούν.