Η αντίστροφη συμμαχία

Όταν πριν δεκαπέντε χρόνια περίπου η Ελλάδα στράφηκε προς το Ισραήλ και άρχισε να οικοδομείται μια συνεργατική σχέση μεταξύ των δύο χωρών, τα δεδομένα ήταν πολύ διαφορετικά από σήμερα.

Ανάμεσα στην Τουρκία και το Ισραήλ υπήρχε για χρόνια μια εμπεδωμένη σχέση στενής συνεργασίας που μόλις άρχιζε να γνωρίζει σύννεφα, ενώ η Ελλάδα δειλά έκανε τις πρώτες διερευνήσεις για να αναπτύξει σχέσεις με τα κράτη της σύγχρονης Μέσης Ανατολής, την ώρα που η ίδια γλιστρούσε μέσα στην οικονομική κρίση.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις υπολόγιζαν -και όχι παράλογα, όπως αποδείχθηκε- ότι μια στρατηγική σχέση με το Ισραήλ θα λειτουργούσε ως αντίβαρο στην παραδοσιακή τουρκική επιθετικότητα, ενώ θα δημιουργούσε και επιπρόσθετο βάθος στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Εκείνη την εποχή και για χρόνια ένα ερώτημα που ψιθυριζόταν στις off the record συζητήσεις των κύκλων της Αθήνας ήταν κατά πόσο το Ισραήλ θα ήταν διατεθειμένο να διαταράξει ή και να διαρρήξει τις σχέσεις του με την Τουρκία σε μια πιθανή φάση ελληνοτουρκικής έντασης ή σύγκρουσης.

Σήμερα τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά, σε κάποιες όψεις τους μάλιστα ίσως να δείχνουν και αντεστραμμένα. Η Αθήνα έχει πάντοτε ανοιχτά μέτωπα με την Άγκυρα, ωστόσο έχει επενδύσει πολύ -ίσως και υπερβολικά- στην προοπτική μιας βιώσιμης εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων, έχοντας επιτύχει ένα τουλάχιστον φαινομενικό modus vivendi τα τελευταία δύο χρόνια.

Για το Ισραήλ όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Έχοντας μπει οι Ισραηλινοί σε μια φάση στρατηγικής εκκαθάρισης των υπαρξιακών απειλών που είχε οικοδομήσει για εκείνους το Ιράν, έρχονται αντιμέτωποι με μια άλλη περιφερειακή δύναμη, με μεγαλύτερο πληθυσμό, πιο ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, πολύ ικανή αμυντική βιομηχανία και εξίσου ριζοσπαστική τουλάχιστον στα θέματα της περιοχής ισλαμική ιδεολογία. Η δύναμη αυτή είναι η Τουρκία.

Η διακυβέρνηση Ερντογάν έχει στοχοποιήσει το Ισραήλ με τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στην τουρκική ιστορία. Προσπαθεί δε διακαώς να επεκτείνει την επιρροή της συνολικά στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Σε μια φάση που οι δυνατότητες του Ιράν να εξαγάγει και να υποστηρίζει στην περιφέρεια το μίσος για το κράτος του Ισραήλ, η πιθανότητα να αναλάβει η Τουρκία τον ρόλο αυτό δεν είναι καθόλου θεωρητική.

Σε αυτό το πλαίσιο, με ζεστούς ακόμα τους κρατήρες των αεροπορικών πληγμάτων στις βάσεις της Συρίας που θα περνούσαν στον έλεγχο της Άγκυρας και διαρκή των απόηχο εκατέρωθεν εμπρηστικών δηλώσεων, η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μιας αντιστροφής των πόλων της στρατηγικής της. Αντί να αναζητά η ίδια “μετόχους” στο ισοζύγιο ασφαλείας της, να γίνεται η ίδια υποψήφια μέτοχος στο ισοζύγιο ασφαλείας του Ισραήλ.

Με αφετηρία τη συμμετοχή στην ανάπτυξη του σχεδίου για ενεργειακή διασύνδεση της Κύπρου με την Ελλάδα, το Ισραήλ του Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι προφανές ότι επιδιώκει μια αναβάθμιση του ρόλου της χώρας μας ως παράγοντα ενίσχυσης του στρατηγικού βάθους του. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, όμως, τι σκέφτεται η Αθήνα για όλα αυτά.

Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει σύντομα να καταλήξει προσεκτικά πού και πώς τοποθετείται η χώρα μας στη σχέση του Ισραήλ με την Τουρκία και τι προτίθεται η ίδια να εξασφαλίσει στον εταίρο της σε περίπτωση που η σχέση αυτή εκτραχυνθεί ακόμα περισσότερο. Γιατί οι συμμαχίες και οι συνεργασίες τα έχουν αυτά γενικά. Δεν παίρνεις μόνο, δίνεις κιόλας.