Γιατί κοροϊδεύουμε τις γυναίκες;

Η απάντηση είναι γιατί αυτό βολεύει όλους ή έστω τους περισσότερους. Των ιδίων των γυναικών συμπεριλαμβανομένων σε πολύ μεγάλο βαθμό δυστυχώς. Μπορεί να φαίνεται κυνικό αυτό, μπορεί να παρεξηγηθεί, αλλά μείνετε λίγο ακόμα και ίσως στο τέλος συμφωνήσετε κι εσείς.

Ο προβληματισμός μου εκκινεί από την απορία… χρειάζεται πραγματικά η “Ημέρα της γυναίκας”; Αναρωτιέμαι δηλαδή αν και σε ποιο βαθμό προσφέρει κάτι ουσιαστικό. Θα δώσω απευθείας και την απάντηση στην οποία κατέληξα, αιτιολογώντας την ακολούθως. Ναι, χρειάζεται, όσο εξακολουθεί να υπάρχει ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων. Προσφέρει κάτι στον βαθμό που χρησιμοποιείται όχι ως δοξαστικό, αλλά ως βάσανος, ως έλεγχος και αυτοέλεγχος όλων μας.

Φοβάμαι ότι θα πω μόνο αντιδημοφιλή πράγματα εδώ. Ξεκινάμε από τα λουλούδια, τα ωραία λόγια, το ωραίο φύλο, το ασθενές, το ισχυρό, τις μανάδες, τις αγαπημένες, το απροσμέτρητο στημένο και δήθεν που παράγουμε και καταναλώνουμε, από τα ποστ μέχρι τις βραδιές “women’s only” σε πάσης φύσεως μαγαζιά. Όλα αυτά μαζέψτε τα και βάλτε τα σε μια σακούλα σκουπιδιών, το γινόμενο που κάνουν είναι ένα στρογγυλό μηδέν.

Πάμε να πούμε μερικές αλήθειες. Κοροϊδεύουμε τις γυναίκες, οι γυναίκες επιβάλλουν στον εαυτό τους να κοροϊδεύεται. Δεν υπάρχει ισότητα. Ζούμε σε μια κοινωνία που έχει πολλαπλούς καταναγκασμούς, στερήσεις, φραγμούς, παρεξηγήσεις και προκαταλήψεις. Και να σας πω κάτι; Μπορεί όλα αυτά να μην εκλείψουν ποτέ. Όχι γιατί δεν το θέλουμε, μα γιατί όλα αυτά είναι στη φύση της ανθρώπινης κοινωνίας. Και έχουμε κάνει βέβαια τεράστιες προόδους, έχουμε εξελιχθεί απίθανα μέσα σε ελάχιστο χρόνο σε σχέση με την μακρά ιστορία. Αλλά και πάλι, έχουμε μεγάλο δρόμο. Αν το αναγνωρίζουμε, παραμένουμε σε μια διαδρομή εξέλιξης.

Δεν θα μιλήσω για τις γυναίκες στις φονταμενταλιστικές κοινωνίες, τις γυναίκες που δεν τους επιτρέπεται να ζουν, που πουλιούνται σε σκλαβοπάζαρα, που χρησιμοποιούνται ως εμπόρευμα. Προφανώς και αυτονόητα αυτά τα φρικιαστικά φαινόμενα είναι στο επίκεντρο της αποστροφής και της καταγγελίας για κάθε πολιτισμένο άνθρωπο. Δεν θα μιλήσω καν για τις γυναίκες που πέφτουν θύματα συστηματικής ή περιστασιακής βίας, καθημερινά στις κοινωνίες μας. Και αυτά τα φαινόμενα είναι, πιστεύω, αντικείμενο γενικής κατακραυγής και γίνονται συντονισμένες και πολύπλευρης προσπάθειες για την εξάλειψή τους.

Θα μιλήσω για πολύ πιο τετριμμένα και πεζά πράγματα. Θα αναφερθώ σε αλήθειες υποδόριες, τόσο συνηθισμένα πράγματα που καταντούν αυτονόητα δυστυχώς. Όλα αυτά που μας ενοχλούν όταν αφορούν τη μητέρα και την αδελφή μας, τη σύζυγο ή τη σύντροφό μας, την κόρη ή την εγγονή μας. Αλλά ταυτόχρονα τα θεωρούμε εύλογα για όσες γυναίκες δεν είναι συνδεδεμένες μαζί μας…

Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι είναι καλύτερες από εμάς σε πολλά, σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούν να το πιστέψουν πολύ συχνά στ’ αλήθεια και οι ίδιες για τον εαυτό τους. Δεν τους αναγνωρίζουμε το αυτονόητο δικαίωμα να αμείβονται το ίδιο με κάθε άνδρα που κάνει ανάλογη εργασία. Δεν τους δίνουμε τις ίδιες ευκαιρίες, γιατί τις θεωρούμε λιγότερο αξιόπιστες. Δεν τους δίνουμε τα εύσημα που τους αναλογούν. Δεν τις ενθαρρύνουμε να επενδύσουν στον εαυτό τους. Γιατί είμαστε ανασφαλείς και φοβόμαστε ότι μπορεί να φανούν παραπάνω από εμάς ή δεν πιστεύουμε σ’ αυτές και στη συνεπή τους προσπάθεια.

Τις υποτιμούμε στο περιβάλλον εργασίας. Θεωρούμε αυτονόητο ότι θα τις χρησιμοποιούμε ως διακοσμητικά στοιχεία, ότι θα λειτουργούν ως φροντίστριες, καθαρίστριες, μπουφετζούδες, σερβιτόρες χωρίς να είναι αυτό μέσα στα καθήκοντά τους. Αξιώνουμε να είναι πάντα γλυκομίλητες και ευπροσήγορες, χαμηλών τόνων και ευχάριστες, συνεσταλμένες αλλά όχι και υπερβολικά σοβαρές. Τις τεντώνουμε μέχρι να λυγίσουν και μετά τις τεντώνουμε κι άλλο, γιατί αντέχουν. Έχουν αυτονόητα συνήθως ευθύνες που εμείς αναλαμβάνουμε μόνο προαιρετικά κι όταν το κάνουμε θέλουμε υποσυνείδητα να μας πουν κι ευχαριστώ.

Κι εκείνες συμβιβάζονται. Στην αρχή γιατί είναι πολύ νέες. Μετά γιατί έχουν περιορισμούς, όπως τα μικρά παιδιά, γονείς που ξετρέχουν ή εργασιακή ανασφάλεια. Κι έπειτα γιατί δεν είναι πια νέες. Κι εμείς τα βλέπουμε όλα αυτά και τα προσπερνάμε. Ξέρουμε πόσο βραχνάς είναι η απαίτηση να είναι διαρκώς εντάξει σε μια σειρά υποχρεώσεις που για εμάς είναι χόμπυ, και την ίδια ώρα να υπόκεινται σε ψυχαναγκαστικά πλαίσια για την εμφάνιση και το σώμα τους. Εμείς πηγαίνουμε στη δουλειά και στις κοινωνικές συναναστροφές όπως μας καπνίσει, αλλά σε εκείνες θεωρούμε αυταπόδεικτο ότι πρέπει να είναι στην πένα, λες κι έχουν υποχρέωση να πάρουν καλό βαθμό σε διαγωνισμό γυναικείας επάρκειας.

Τους πουλάμε και πνεύμα, αν τύχει και εκφράσουν παράπονο. Είναι γκρινιάρες, στριφνές, ξινές, υστερικές, υπερβολικές, δύστροπες, για να μην πάμε στα σεξουαλικά κουσούρια που τους φορτώνουμε. Και ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένες συχνά να ανέχονται φτηνά, κακόγουστα και χυδαία ακόμα σχόλια και δήθεν αστεία που αισθανόμαστε πολύ κουλ να κάνουμε μπροστά τους. Αυτό το χυδαίο δήθεν χιούμορ και τα δήθεν φιλικά και πειραχτικά σεξουαλικά υπονοούμενα είναι η πιο ύπουλη μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης. Γιατί αν την αναγνωρίσουν θα σπεύσουμε να τις βγάλουμε υπερβολικές, τρελές, ανέραστες ή χωρίς αίσθηση του χιούμορ. Κι εκείνες κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, γιατί ξέρουν ότι δεν θα βγει τίποτα και θα βγουν και ζημιωμένες.

Τις κοροϊδεύουμε λοιπόν τις γυναίκες ότι υπάρχει ισότητα. Και κοροϊδεύουν πολύ συχνά και οι ίδιες τον εαυτό τους. Σε όλα αυτά είναι που κρύβεται το μυστικό της ισότητας, στην ισότητα στις ευκαιρίες, τις δυνατότητες, την αξιοπρέπεια και την άνεση. Σε όλα αυτά που κάνουν την καθημερινή ζωή πιο εύκολη και πιο δυσκολη. Οι γυναίκες ξεκινούν στην ανοιχτή κοινωνία με φυσικό μειονέκτημα. Το λιγότερο που τους οφείλεται είναι κοινωνική ειλικρίνεια. Δεν χρειάζεται ούτε εξομοίωση ούτε αλλοτρίωση και κατάργηση των έμφυλων χαρακτηριστικών. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε να λειτουργούν ως άνδρες, δεν πρέπει, είναι άδικο και εντέλει είναι και άσκοπο γιατί από πουθενά δεν προκύπτει ότι οι τρόποι των αντρών είναι πιο σωστοί και αποτελεσματικοί. Οι γυναίκες χρειάζονται περισσότερη ειλικρίνεια, περισσότερη ελευθερία και πιο δίκαιη αντιμετώπιση.

Όταν αυτά δεν θα προκύπτουν ως θέμα συζήτησης, τότε δεν θα χρειάζεται και η “ημέρα της γυναίκας”. Ως τότε, ας υπάρχει για να βρίσκεται η αφορμή να δούμε τον εαυτό μας όλοι λίγο στον καθρέφτη και να προβληματιζόμαστε.