Φωτιές μετά την Ανάσταση. Τεράστιες φωτιές, πυρές πραγματικές, βγαλμένες από άλλες εποχές. Πότε το αποκτήσαμε αυτό το έθιμο στην πόλη, στις πόλεις μας; Προσπάθησα πολύ να θυμηθώ, αν πριν τριάντα, σαράντα χρόνια, όταν μεγάλωνα, γινόταν κάτι ανάλογο στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Όχι, τίποτα σχετικό δεν θυμάμαι.
Ρώτησα μεγαλύτερους στην ηλικία Ηρακλειώτες, αν τυχόν υπήρχε τέτοιο έθιμο παλιά στο Ηράκλειο. Όχι, τίποτα σχετικό δεν θυμούνται, τίποτα που να αφορά την πόλη. Ακόμα όμως και οι μνήμες από τις όποιες ετήσιες αναβιώσεις σε χωριά του αντισημιτικού και καταδικασμένου από την Εκκλησία εθίμου για “κάψιμο του Ιούδα” δεν έχουν σχέση με αυτό που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια σε γειτονιές του Ηρακλείου, όπως και της Αθήνας.
Άρα δεν μιλάμε για έθιμο. Δεν μιλάμε για παράδοση, για τίποτα τέτοιο. Μιλάμε αποκλειστικά και μόνο για μια επίδειξη ακραίας βίας, ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο “χόμπυ” που λυμαίνεται τον δημόσιο χώρο και καταστρέφει δημόσια περιουσία. Τρέχει ο Δήμος να μαζεύει την καύσιμη ύλη, τρέχει η Πυροσβεστική να σβήσει τις πυρές που φτάνουν να καίνε κάδους, σηματοδότες, να λιώνουν την άσφαλτο, ξανατρέχει ο Δήμος να καθαρίζει… Αλλά δεν αλλάζει κάτι.
Έχουμε άλλη μία τρανή εφαρμογή του υπέρτατου νεοελληνικού ονείρου. Από το “ξες ποιος είμαι εγώ” στο “κάνω ό,τι γουστάρω” η απόσταση είναι πολύ μικρή, ουσιαστικά ανύπαρκτη. Τι θα κάνουμε με όλο αυτό; Θα το βλέπουμε απαθώς να επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση; Πού θα πάει αυτή η βαλίτσα, για να το πω όσο πιο λαϊκά γίνεται, θα κάτσουμε να βλέπουμε τις πόλεις μας να γίνονται πεδίο εκτόνωσης για κάθε διαταραγμένο; Δεν είναι παιδότοπος για χούλιγκαν το Ηράκλειο και καμιά ελληνική πόλη.
Από τα δυναμιτάκια και τις κροτίδες, που γίνεται προσπάθεια να ελεγχθούν, με τα όποια ανεπαρκή αποτελέσματα, φτάσαμε στις βόμβες μολότοφ. Μεγάλη η πρόοδος αναντίρρητα. Τι έρχεται μετά; Αυτοσχέδιοι εκρηκτικοί μηχανισμοί ίσως… Πότε ακριβώς θα κινητοποιηθούν προληπτικά και κατασταλτικά οι εισαγγελικές και διωκτικές αρχές; Όταν, ο μη γένοιτο, έχουμε νεκρό ή βαριά τραυματία, όπως έχουμε κάθε χρόνο από τις κροτίδες;
Για τους γονείς και οικείους που επιτρέπουν, αν δεν υποθάλπουν κιόλας, αυτές τις συμπεριφορές δεν θα πω κάτι. Αλλά οι αρχές δεν έχουν την πολυτέλεια να αδρανούν. Του χρόνου θα έχουμε ξανά τα ίδια και χειρότερα. Στις γειτονιές λίγο-πολύ είναι γνωστό ποιοι οργανώνουν και κάνουν πράξη αυτά τα δρώμενα. Ποιος θα ενδιαφερθεί; Ποιος τέλος πάντων έχει την ευαισθησία να εξασφαλίσει προληπτικά και κατασταλτικά την τάξη και την ασφάλεια στον δημόσιο χώρο, ποιος νοιάζεται;
Πολλά ερωτηματικά, χωρίς απαντήσεις. Αλλά τα ερωτηματικά προκύπτουν από τα γεγονότα και την πικρή πείρα που γεννούν αυτά. Δυστυχώς δεν έχουμε καταλάβει ακόμα ότι στην Ελλάδα σήμερα πάσχουμε κυρίως από μία πληγή, την ανοχή στην αυθαιρεσία. Και αυτή έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό. Είναι ανατροφοδοτούμενη, σαν κάποιους βιολογικούς οργανισμούς. Όσο υπάρχει, αναπαράγεται διαρκώς, έχει την τάση να καλύπτει τα πάντα μέχρι να φτάσει να κυριαρχήσει και να νεκρώσει όλο το οικοσύστημα.
Φτάνει μια με την ανοχή. Δεν παίρνει άλλο, μας πνίγει. Όποιος θέλει να βάλει φωτιές και να καίει φαντασιακά όσα τον ζορίζουν, να πάει να αναζητήσει βοήθεια ή να αντιμετωπίσει τον νόμο. Δεν μπορεί να συνεχίζουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, επειδή η φωτιά είναι στην πιο πέρα γειτονιά κι όχι στη δική μας, θα φτάσει και σ’ αυτή σύντομα. Φτάνει, ως εδώ. Δεν μπορεί να κάνει ο καθένας ό,τι του αρέσει στην πόλη μας και στη χώρα μας. Ή μήπως μπορεί τελικά; Γιατί αν είναι έτσι, να μας το πουν, να κάνουμε κι εμείς το κουμάντο μας…