Όταν το θέατρο συνδυάζει την ποιητική πέννα με το αίσθημα του τραγικού που διαπερνά και συνδέεται με το κωμικό, για να σμίξει με την παράδοση και το σεβασμό στη δυναμική της λαϊκής γλώσσας, τότε η παράσταση γίνεται πράξη ζωής, το γέλιο αποτελεί πηγαία έκφραση αυθεντικότητας και η υποκριτική τέχνη μετατρέπεται σε λυρικό αγωγό μετάγγισης αξιών και μηνυμάτων που καταργούν τη σύμβαση και ανάγουν την επικοινωνία, αλλά και τη σκέψη στο επίπεδο που αντιστοιχεί στην ποιοτική καλλιτεχνική δημιουργία.
Η θεατρική παράσταση «Τάλως» -που με μεράκι δούλεψε και με επαγγελματική συνέπεια ανέβασε η θεατρική ομάδα του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου- αντανακλά ακριβώς αυτή τη σμιλευτή συνάντηση της τραγικής αίσθησης με τον κωμικό τόνο σε μια λεπτή ισορροπία, η οποία καταφέρνει να κρατήσει το σεβασμό στο περιεχόμενο του τραγικού μύθου, την ίδια στιγμή που αποδομεί το «μεγαλοπρεπές» του σοβαρού δράματος, χωρίς να εκπίπτει στο εύκολο και απροβλημάτιστο γέλιο του Σατυρικού δράματος, όπως το απαιτούσε ο κανόνας της δραματουργίας την κλασική εποχή.
Το έργο – που εμπνεύστηκε, έγραψε, αλλά και μετουσίωσε σε θεατρική πράξη ως κεντρικός ήρωας (Σειλινός) ο ευφάνταστος και πληθωρικός στην σκέψη και την έκφραση δικηγόρος Μιχάλης Σφακιανάκης- διεκδικεί δικαίως το χαρακτήρα μιας πρωτοποριακής δημιουργίας που δίδει νέο περιεχόμενο στο Σατυρικό Δράμα, αφού το ανασηματοδοτεί και το αναβαθμίζει, έτσι ώστε από δράμα χαμηλών αξιών και προβληματισμών, από έργο- πρόκληση του γέλιου, με προφανή ένδειξη του αστείου, να παίρνει τη διάσταση μιας δυναμικής δραματουργίας. Μιας δημιουργίας που κριτικάρει το μεγαλεπίβολο του τραγικού μύθου, χωρίς καθόλου να υποτιμά τη σοβαρότητά του, που προσεγγίζει την εύστροφη κοινωνική κριτική της κωμωδίας, χωρίς συγχρόνως να την προσβάλλει ή να την ιδιοποιείται, αφού η κριτική της κωμωδίας εδράζεται στον επίπονο και βαθύ προβληματισμό απέναντι σε όλα τα… αγκάθια του κοινωνικού και πολιτικού βίου, χαρακτηριστικό που επιμελημένα αποφεύγει ο Μιχάλης Σφακιανάκης ως συγγραφέας του έργου «Τάλως».
Κατάφερε δηλαδή ο κατ’ επάγγελμα δικηγόρος, αλλά και συνάμα πολυτάλαντος Μιχάλης Σφακιανάκης αυτό που θα μπορούσε να προσδοκά κανείς από έναν επαγγελματία δραματουργό: να δώσει νέα πνοή στο Σατυρικό Δράμα, σε αυτό το είδος του δράματος που οι τιτάνες της κλασικής δραματουργίας είχαν σηματοδοτήσει ως έργο αποφόρτισης από το βαρύ-ηθικά, ιδεολογικά και κοινωνικά-φορτίο της τριλογίας, προσφέροντας έτσι στους ακροατές-μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων τριών τραγωδιών- ένα ..πιο βατό πεδίο ψυχικής εκτόνωσης και πολιτισμένης έκφρασης των συναισθηματικών εντάσεων που προκαλούν οι τραγωδίες, μέσω του γέλιου.
Είναι βέβαιο ότι αυτή η δημιουργική ανατροπή του… κλασικού πρωτοκόλλου δεν ήρθε ούτε τυχαία, ούτε αβίαστα. Απαιτεί, πρώτα και κύρια, βαθύτερη κατανόηση του ρόλου, του περιεχομένου και της ουσίας του δράματος ως τέχνης του λόγου και της πράξης, Ως τέχνης που δένει με γερούς αρμούς το ψυχικό με την πλαστικότητα της σωματικής κίνησης, τη συναισθηματική κλιμάκωση με την κατάλληλη φωνητική χροιά, το ιδεολογικό περιεχόμενο του μύθου με την απαιτούμενη πνευματική σπιρτάδα και ευελιξία.
Σε όλες αυτές τις υψηλές αξιώσεις, που δύσκολα κατακτώνται, ανταποκρίθηκε ο χαρισματικός δραματουργός πλέον Μιχάλης Σφακιανάκης με συνέπεια επαγγελματικής υφής, τόσο ως συγγραφέας του ποιητικού μύθου, όσο και ως πρωταγωνιστής γέροντας –Σειλινός και κορυφαίος του χορού. Του χορού που είναι το συλλογικό πρόσωπο του δράματος και ο νοηματικός καμβάς πάνω στον οποίο ξεδιπλώνεται η θεατρική πράξη.
Ως κορυφαίος και «άρχος» του χορού ο Μιχάλης κατάφερε –με την αυθεντικότητα, τη φυσικότητα, την πληθωρικότητα, την αμεσότητα και την καλοτονισμένη λέξη του-να δέσει γύρω του όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα του ιδιότυπου Σατυρικού Δράματος που ο ίδιος έγραψε με μαεστρία και σε μια ακραιφνή κρητική διάλεκτο. Είχε το τάλαντο, την ισχυρή θέληση και την ακατάβλητη υπομονή να δώσει «πνοή ζώσα» στην κρητική διάλεκτο, να αναδείξει τη μουσικότητά της και το πολυδύναμο σημασιολογικό φορτίο της, γράφοντας σε σεμνό, λυρικό και πειθαρχημένο έμμετρο λόγο, ένα δικό του έργο. Στο έργο αυτό σύνδεσε λειτουργικά τις υψηλές διανοητικές αξιώσεις της «Μήδειας» του Ευριπίδη με το ηρωϊκό ιδεώδες της Αργοναυτικής εκστρατείας και με τον ιδεολογικό και κοινωνικό συμβολισμό του απρόσωπου, δεινού και αδέκαστου χάλκινου φρουρού του δικαίου της Κρήτης, δηλαδή του τρομερού «Τάλω».
Με τον τρόπο αυτό, ο Μιχάλης -ως βαθύς γνώστης της γλωσσικής κληρονομιάς μας- απέδειξε στην πράξη τον… αγέρωχο χαρακτήρα της κρητικής διαλέκτου που ξέρει να διαλέγεται τόσο με το ιστορικό παρελθόν ως θεματοφύλακας των ιδεών και των αξιών του, όσο και με το διαρκώς εξελισσόμενο και πολυσύνθετο κοινωνικό παρόν, αποδίδοντας παραστατικά, άμεσα και λειτουργικά, νοήματα βαθυστόχαστα, συναισθήματα πολύπλοκα, σκέψεις περίτεχνες, λεπτές ειρωνείες, ερωτικές επιθυμίες και επιθετικά ένστικτα.
Ο δέσμιος των ερωτικών ορέξεων και προεξάρχων του χορού Σειλινός, αυτός ο χαριτωμένος γέροντας, με την παθιασμένη οινοποσία του, αλλά και τη σύγχρονη διανοητική σβελτάδα, την ευρηματικότητα, την προνοητικότητα, την πονηριά και την ευστοχία του, η αυστηρή, απαιτητική, νουνεχής, αυταρχική και συνάμα προστατευτική θεά Ήρα, ο μεθοδικά απαξιωμένος θρυλικός Ιάσονας της Αργοναυτικής Εκστρατείας, η πλανεύτρα και τυφλωμένη από το πάθος του έρωτα μητροκτόνος Μήδεια, αλλά και ο χάλκινος γίγαντας «Τάλως» αισθητοποιούνται τόσο πειστικά και τόσο συγκινητικά από το λεκτικό πλούτο, το πολυεπίπεδο ύφος και τη σημασιολογική δύναμη της κρητικής διαλέκτου, ώστε το έργο αυτό να αποτελεί πράγματι ένα από τα ισχυρότερα τεκμήρια όχι μόνο της αντοχής και της δυναμικής της κρητικής διαλέκτου, αλλά και συνολικότερα της ελληνικής γλώσσας, σε μια εποχή ισοπεδωτικής επικράτησης της χρηστικής και κωδικοποιημένης διεθνούς γλώσσας του εμπορίου.Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η γλώσσα αυτή – την οποία με ευφράδεια και αξιοθαύμαστη άνεση αξιοποίησε ο Μιχάλης Σφακιανάκης ως συγγραφέας του έργου-πήρε «σάρκα και οστά» και από όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα του δράματος, από τους δικηγόρους –ηθοποιούς που με επαγγελματική ευσυνειδησία, επιμέλεια, επίπονη προσπάθεια και ψυχική κατάθεση, ενστερνίστηκαν και ανέδειξαν- με την καλή άρθρωση, το σωστό τονισμό και το κατάλληλο χρώμα -μια διάλεκτο που, δυστυχώς, πλέον ξεδιπλώνει τη ζωντάνια της μόνο στους κλειστούς κοινωνικούς χώρους της υπαίθρου.
Παρά ταύτα, οι δικηγόροι-ηθοποιοί, μαθημένοι στους δικαστικούς αγώνες, έδωσαν με πάθος, φιλοτιμία και αίσθημα συλλογικής ευθύνης και αυτό τον αγώνα επί σκηνής, ενσαρκώνοντας δύσκολα σύμβολα θεϊκής αυστηρότητας (Ήρα), ερωτικής εκδικητικότητας και πονηριάς (Μήδεια), απαξιωμένου «ηρωισμού (Ιάσονας), απομυθοποιημένης σκληρότητας («Τάλως») και βακχικής ορμής ( Σειλινός , Ναϊάδες , Τελώνια).
Στο ρόλο της Ήρας η κ. Μαρία Φιλιππάκη, με την έναρξη της παράστασης, έδωσε δεξιοτεχνικά το σήμα της επιβολής, τόσο με το ηχόχρωμα, όσο και με το παράστημά της, ενώ η κ. Κέλυ Γαρεφαλάκη, υποδυόμενη τη Μήδεια, πέτυχε αριστοτεχνικά το δέσιμο δυο αντινομικών ιδιοτήτων, της υποστηρικτικής συζύγου και της διψασμένης ερωτικά γυναίκας που σχοινοβατεί μεταξύ κοινωνικής σύμβασης, πονηριάς και απάτης. Ο κ. Μάνος Χριστοφάκης εικονοποίησε παραστατικά τον αποψιλωμένο από την αίγλη του ηρωικού μύθου Ιάσονα, κρατώντας τη λεπτή ισορροπία μεταξύ κωμικού και γελοίου, παρά τα ισοπεδωτικά σχόλια του γέροντα Σειλινού (Μιχάλης Σφακιανάκης).
Η κ. Στέλλα Διακάκη, που υποδύθηκε με λεπτό τρόπο την ευάλωτη και ενδοτική στα ερωτικά πάθη ψυχή του πειθαρχημένου και δεινού «Τάλω», απέδωσε με δεξιότητα και πειστικότητα τις καλά κρυμμένες αδυναμίες και τα καταπιεσμένα ορμέφυτα ενός Χάλκινου… άνδρα, ενώ οι κυρίες Κατερίνα Δουλγεράκη και Μαρίνα Φανιουδάκη αισθητοποίησαν ως «Ναάδες» τον άσεμνο βακχικό ερωτισμό της τρίτης ηλικίας, με χάρη, ευελιξία και λαϊκή τσαχπινιά.
Στο ίδιο επίπεδο κινήθηκαν και όλα τα πρόσωπα του χορού των Σατύρων (Μαρία Δαμανάκη, Κωστής Δασκαλάκης, Μαριάννα Δερμιτζάκη, Δέσποινα Καραπάνου, Χάρης Λαγουδάκης, Έλλη Μιχελάκη, Εύα Πατρικαλάκη, Δέσποινα Σαϊτάκη, Γιάννης Σμπώκος, Μαρία Σμπώκου, Αλεξάνδρα Σπυριδάκη, Ελένη Χαγνάβη) που ως συλλογικό σώμα σήκωσαν το βάρος της διαρκούς σκηνικής παρουσίας, αποτελώντας το βασικό συντελεστή της όμορφης διονυσιακής ατμόσφαιρας, κάτω από την επιμελημένη και συνετή καθοδήγηση της έμπειρης χορογράφου Βάσως Νιακάκη, που έδειξε την ικανότητά της να συνδέει τα «τελώνια» με ένα εσωτερικό νήμα, ώστε να δρουν ως συλλογική ψυχή.
Έχει μάλιστα ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό το έργο- που θεμελιώνεται στη συλλογική αποτύπωση του ανεξέλεγκτου, απείθαρχου και κυριαρχικού ερωτισμού των σατύρων-η ευρηματική καθοδηγητική τέχνη της χορογράφου Βάσως Νιακάκη.
Η τέχνη που ανύψωσε την καλά μελετημένη αέρινη σωματική κίνηση των τελωνιών -δαιμονίων και την αριστοτεχνική διάχυσή τους σε όλο το εύρος της σκηνής στο επίπεδο ενός πολυσύνθετου συναισθηματικού καμβά, οποίος όχι μόνο συμπλήρωνε το λόγο και φώτιζε τα νοήματα, αλλά επιπλέον αναδείκνυε, με την κινησιολογία, την υφολογία και την εύπλαστη σωματική κινητικότητα, νέα, άρρητα, καλά κρυμμένα στα έγκατα της ψυχής συναισθήματα, απωθήσεις, φόβους, ανταγωνισμούς, έριδες, ερωτικές διεκδικήσεις. Έτσι το σώμα του χορού -αρμονικά ενωμένο- έγινε… έμψυχο και μετουσιώθηκε σε συλλογικό θεμέλιο της παράστασης που μίλησε, κυρίως, με τη δράση του, όπως απαιτεί και ο ίδιος ο όρος «δράμα»
Γενικά, τα πρόσωπα του χορού απέδωσαν- με αυθεντικότητα, παρορμητισμό και ευκινησία, με καλοτονισμένες φράσεις-παρεμβάσεις και, κυρίως, με την απείθαρχη συμπεριφορά και την παιχνιδιάρικη σκηνική δράση τους, το μεθυστικό εκείνο διονυσιακό κλίμα της ευθυμίας, της απερισκεψίας, της ανευθυνότητας, της φοβίας, αλλά και ταυτοχρόνως του δυναμισμού και της ευστροφίας που χαρακτηρίζει όχι μόνο το χορό των σατύρων, αλλά, εν τέλει, συνολικά την ανέμελη λαϊκή ψυχή.
Αυτό το υψηλό επίπεδο της υποκριτικής τέχνης των ηθοποιών και συνολικότερα της θεατρικής πράξης είναι προφανές ότι δεν καθρεπτίζει μόνο την επίπονη προσπάθεια των υποκριτών, αλλά και την επαγγελματική αρτιότητα, την ευσυνειδησία και τη σοβαρότητα του έργου της σκηνοθέτιδας, της κ. Σοφίας Δερμιτζάκη, η οποία ως «κεντρικός νους» και καθοδηγός της συνολικότερης ροής της θεατρικής πράξης είχε την αξιοθαύμαστη ικανότητα της εύστροφης αφαίρεσης των ανοίκειων στοιχείων από τρεις διαφορετικούς μύθους (Τάλως-Αργοναυτική Εκστρατεία-Μήδεια), αλλά και το τάλαντο της λειτουργικής σύνδεσης των αναγκαίων ενοποιητικών στοιχείων που αποτέλεσαν, με πολύ επιτυχημένο τρόπο, το νέο σύνθετο- νοηματικό και αξιακό -σώμα της ρηξικέλευθης ποιητικής του Μιχάλη Σφακιανάκη.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι όλο αυτό το νοηματικό βάρος, το σε αρκετά σημεία αντιφατικό ηθικό φορτίο των κεντρικών ηρώων της καινοτόμου ποιητικής του Μιχάλη Σφακιανάκη, το… πέλαγος των ερωτικών ορμών των τελωνιών (ορμές που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις συχνές εκλάμψεις συναισθηματικής ισορροπίας τους), η δύσκολη μετάβαση από το τρικυμιώδες ψυχικό πεδίο στο αντινομικό φυσικό τοπίο της νηνεμίας, αλλά και της ταραχής πρόβαλλε υψηλές αξιώσεις σκηνικού διάκοσμου.
Αξιώσεις στις οποίες ανταποκρίθηκαν, με εξυπνάδα, φαντασία και εντυπωσιακό τρόπο, τόσο η κ. Βούλα Επιτροπάκη που ήταν αρμόδια για τα σκηνικά, τα κοστούμια και τις μάσκες, όσο και η κ. Στέλλα Στρατιδάκη και οι κύριοι Απόστολος Ξυριτάκης και Γιώργος Αναστασόπουλος που ανέλαβαν τη μακέτα και την κατασκευή των σκηνικών, αλλά και ο κ. Κορνήλιος Μπαρμπουνάκης που επιμελήθηκε την κατασκευή αναγκαίων θεατρικών μέσων. Όλοι μαζί οικοδομησαν, με απλό και απέριττο τρόπο, ένα σκηνικό περιβάλλον υποβολής, μυστηρίου και έξυπνων συμβολισμών που χαράσσεται στη μνήμη ανεξίτηλα.
Ξεχωριστής μνείας χρήζει το κυμαινόμενο και σταδιακά απλούμενο κόκκινο πανί της φονικής βίας, της εκδικητικότητας και της επιθετικότητας που δεν παραπέμπει μόνο στην αποτρόπαιη πράξη της παιδοκτονίας από τη Μήδεια, ούτε δηλώνει μόνο το… ματωμένο μεγαλείο του Ιάσονα, αλλά ταυτοχρόνως υποδηλώνει σαφώς και τον αιματοβαμμένο αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση από κάθε μορφής θηριωδία.
Σε ένα άλλο επίπεδο καλλιτεχνικής δραστηριότητας-που δεν εστιάζει στις οπτικές εντυπώσεις, αλλά στις ακουστικές-η μουσική επένδυση του απαιτητικού αυτού έργου από τον πολλά υποσχόμενο νέο μουσικό Διονύση Παπαμήτσο ανέδειξε την αξιοσημείωτη ικανότητα του να δένει αρμονικά σε ένα πολυφασματικό μουσικό σύνολο το παραδοσιακό μουσικό μοτίβο-που συμπορεύεται άριστα με το ρυθμικό τόνο της ντοπιολαλιάς των σατύρων-με την σύγχρονη μουσική αναζήτηση και έκφραση, έτσι ώστε η υποβλητική μουσική να γίνει, με τη σειρά της, ένας ισχυρός εξωλεκτικός και αδιαμφισβήτητα συγκινησιακός αγωγός ψυχικής μέθεξης των ακροατών σε ένα πολύχρωμο καμβά συναισθημάτων και σκέψεων, καθ’ όλη τη διάρκεια της ροής της πολύσημης θεατρικής πράξης.
Στην κατεύθυνση αυτή, το σαγηνευτικό δοξάρι της λύρας του μουσικού Γιάννη Δροσατάκη, αλλά και το μαγικό θιαμπόλι και η σεμνά εκρηκτική ασκομπαντούρα του Γιάννη Ρομπογιαννάκη έδωσαν τη διάσταση της μυσταγωγίας στην ανάπτυξη μιας θεατρικής πράξης που, όπως απαιτεί και το ίδιο το Σατυρικό δράμα, είναι μύηση στις αρχέγονες πηγές της ζωής, αλλά και στις αθέατες πλευρές της.
Η πρωτοποριακή στο περιεχόμενο και τη μορφή, αλλά και βαθιά συγκινησιακή θεατρική παράσταση «Τάλως» επιβεβαίωσε όχι μόνο την αδιάλειπτη συνέχεια της θεατρικής δημιουργίας του δικηγορικού συλλόγου Ηρακλείου, αλλά επιπλέον έδειξε την ικανότητα του συλλόγου να αναβαθμίζει και να εμπλουτίζει με μεράκι όχι μόνο τη δική του θεατρική έκφραση, αλλά συνολικότερα τις αναζητήσεις της τοπικής κοινωνίας στο χώρο του θεάτρου και συνολικότερα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Θερμά συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές του έργου που κατέθεσαν νου, ψυχή, συναίσθημα, ενέργεια και χρόνο στο βωμό της ευαισθητοποίησής μας απέναντι στο ωραίο και το αληθινό, γνωρίζοντας καλά, όπως τονίζει ο ποιητής, ότι η τέχνη «Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής».
* Η Αρετή Σπαχή είναι φιλόλογος και πρόεδρος της ΕΛΜΕ Ηρακλείου.