(Απόσπασμα από το βιβλίο
“ΤΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ”)
Την δεύτερη μέρα της Λαμπρής συνήθως γιορτάζαμε το πανηγύρι του Αγίου Γεωργίου. Ήταν η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Ήταν εξωκλήσι ο Άγιος Γεώργιος. Είχαμε κι άλλα εξωκλήσια αλλά ο τρόπος που εορταζόταν ο Άη Γιώργης ήταν διαφορετικός.
Δεν ήταν μακριά, αλλά όλοι πηγαίναμε με τα γαϊδουράκια λαμπροστολισμένα με μπατανίες ξομπλιαστές και όλα τα χρειαζούμενα. Ένας από την οικογένεια καβαλίκευε το γαϊδούρι οι υπόλοιποι του σπιτιού με τα πόδια.
Η πομπή όμως πολύχρωμη διανθισμένη με τα γκαρίσματα των αγαθών τετραπόδων. Στο σαμάρι του δικού μας γαϊδουριού καθόταν η γιαγιά κι η Ιοκάστη στην καπούλα. Το διαφορετικό άρχιζε από την στιγμή που τελείωνε η λειτουργία.
Όλοι κρατούσαμε μαζί μας τα φαγητά μας. Στρώναμε τις μπατανίες κατά γης αραδιάζαμε τα φαγητά παρέες παρέες. Γενοκτονία στον κόσμο των κουνελιών και των κοτόπουλων.
Τηγανητό κουνελάκι, βραστό κοτόπουλο, σκαλτσούνια, πιταράκια, φρέσκα, τυρί, μυζήθρα. Ο καθένας κι από κάτι. Αλλά κι αυτούς που δεν είχαν μαζί τους φαγητό δεν τους άφηναν να φύγουν. Μαζί, πάντα μαζί οι χωριανοί στα όμορφα και στα άσχημα. Το πιο απίθανο που μπορούσες να βρεις σ’ αυτό το πανηγύρι ήταν η χιονάδα. Από τον Ψηλορείτη κάποιοι τολμηροί είχαν φέρει χιόνι.
Το διατηρούσαν μέσα σε ένα τσουβάλι που είχε άχυρα και δεν έλυωνε. Έδινες ένα πενηνταράκι κι έπαιρνες ένα ποτηράκι με χιόνι περιχυμένο με κανελάδα. Ακόμα και το καφενείο του χωριού είχε μετακομίσει στο λιβάδι μπροστά από το εκκλησάκι του Άη Γιωργιού.
«Μια γκαζόζα στα τέσσερα» κερνούσε ο ένας τους άλλους μέχρι να κεράσουν και να κεραστούν όλοι. Μια βανίλια, ένα λουκουμάκι, κέρασμα στα παιδιά σπάνιο σε μια εποχή που σπάνιζε η ζάχαρη και τα γλυκά. Το κρασί στα τενεκεδένια ποτήρια έρρεε άφθονο και τα τραγούδια και τα γέλια αντιλαλούσαν στις γύρω λαγκαδιές. Σειρά είχαν οι μερακλήδες. Οι λυράρηδες κούρδισαν την λύρα τους κι άρχισαν τις μαντινάδες. Όλοι μαζί στο χορό μικροί μεγάλοι με κέφι κι έξω καρδιά.
Αυτό το σκηνικό κράτησε μέχρι που πήρε να βραδιάζει. Το τελευταίο δρώμενο ήταν το τραγούδι του Αγίου Γεωργίου που επεξηγούσε πώς και γιατί ο Άγιος σκότωσε το θεριό. Μας το είχε μάθει ο ηγούμενος και το λέγαμε όλοι μαζί. Το θυμάμαι σαν να είναι τώρα. Πρώτα ακούγονται τα λόγια του βασιλιά. Πολύ τον είχα συμπονέσει κι αυτόν και την κόρη του.
Έδινε το ρυθμό ο παπάς κι ακολουθούσε όλο το εκκλησίασμα:
«Πάρετε τα παλάτια μου και τα υπάρχοντά μου,
κι αφήστε το παιδάκι μου πού’ ναι η παρηγοριά μου»
Ευθύς σπαθιά τραβήξανε, μαχαίρια ακονισμένα
«Αν δε το δώσεις βασιλιά θα χύσουμε πολύ αίμα.
«Πάρε τε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
για να το φάει το θεριό και το νερό να αφήσει».
Τρεις κορασίδες το ‘πηραν να πάει να σεργιανίσει
και πήγαν και το δέσανε στου λιονταριού τη βρύση.
Μα να που το ‘κανε ο θεός κι έγινε αυτό το θαύμα
και πέρασ’ ο Αϊ Γιώργιος από κεινά τη μπάντα.
«Ήντα ‘χεις κορασίδα μου και κλαις με μαύρο δάκρυ
και βλέπω και σε δέσανε στην βρύση σε μιαν άκρη».
«Εμέ με φέρανε επαέ και κάμασι με νύφη
για να με φάει το θεργιό και το νερό ν’ αφήσει».
«Αν θέλεις κορασίδα μου κάτσε να με ψειρίσεις
κι οντώ θα ν’ έρθει το θεργιό να με γοργοξυπνήσεις».
Γροικά το σπήλιο και χαλά το σπήλιο και τριχάλα
και τρέχανε τα μάτια τζη ωσά ν-τη κουτσουνάρα».
Γροικά το σπήλιο να χαλά, το σπήλιο κι ανατρίζει
και τρέχανε τα μάτια τζη σα ντο νερό τση βρύσης.
«Ξύπνησε στρατιώτη μου που λες πως δεν φοβάσαι,
να το σκοτώσεις το θεριό μη γ-κάνεις πώς κοιμάσαι».
Σηκώνεται ανατολικά και κάνει το σταυρό ν-του
και παίζει ν-του μια γ-κονταριά και κόβγει το λαιμό ν-του.
Και πιάνει ν-τ’ απού το λαιμό, βάνει ν-του χαλινάρι
τση κορασίδας τό’ δωκε, σέρνει ν-το αυτή και πάει.
«Ποιος είναι κορασίδα πού ‘κανε αυτό το θαύμα
να τονε κάμω βασιλιά να ζήσετε αντάμα».
-Άγιος Γιώργης λέγομαι απ’ την Καππαδοκία
κι αν θες να κάνεις το καλό κτίσε μια εκκλησία,
κι εκεί να ζωγραφίσετε Χριστόν και Παναγία
στην μέση-μέση τσ’εκκλησιάς βάλτε τον Άη Γιώργη
να το θωρούν οι Χριστιανοί να το πιστεύουνε όλοι.
Εγώ δεν το πίστευα. Ο μύθος της Ανδρομέδας που μου διηγήθηκε η Σμυρνιά μού ήταν περισσότερος πιστευτός.
Θα στον διηγηθώ γιατί απ’ ό,τι γνωρίζω τα Ελληνόπουλα δεν διδάσκονται όλους τους μύθους. Κρίμα γιατί είναι η ιστορία μας κωδικοποιημένη.
«Η Ανδρομέδα, πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, ήταν κόρη του Κηφέα και της Κασσιόπης. Η Κασσιόπη ισχυρίστηκε ότι η κόρη της Ανδρομέδα ήταν ωραιότερη από τις Νηρηίδες. Για να την εκδικηθεί ο πατέρας των Νηρηίδων, Νηρέας, προκάλεσε καταιγίδα στην Αιθιοπία, από την οποία πλημμύρισε την χώρα, και επιπλέον έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας, το Κήτος που κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα.
Σύμφωνα με το χρησμό του μαντείου του Άμμωνα Δία, για να σωθεί η χώρα έπρεπε η Ανδρομέδα να θυσιαστεί στο τέρας. Έτσι ,την εγκατέλειψαν σ’ ένα βράχο της ακτής, για να την καταβροχθίσει το Κήτος. Ο Περσέας, ο οποίος επέστρεφε από τη σφαγή της Γοργούς, σκότωσε το θηρίο, ελευθέρωσε την Ανδρομέδα την οποία παντρεύτηκε. Γέννησαν έξι γιους, τους γράφω γιατί μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα ονόματα τους. Κανέναν από τους χωριανούς μου δεν λένε έτσι.
Γέννησε λοιπόν τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Ήλιο, τον Μήστορα, τον Σθένελο, τον Ηλεκτρίωνα και μια κόρη την Γοργοφόνη. Αυτά είναι κόρη μου τα γνήσια ελληνικά ονόματα, αυτά που έχουμε τώρα τα έφερε η καινιούρια θρησκειά (χριστιανισμός).
Μετά το θάνατό της η Αθηνά την έκανε άστρο και την έβαλε κοντά στους αστερισμούς Περσέα και Κασσιόπης. Και να ‘βλεπες την φωτογραφία, ίδια, σου λέω, ίδια. Ποιος ήτανε ο Περσέας και ποιος ο Άη Γιώργης κανείς δεν εξεκαθάριζε.
Μετά αυτό το ομαδικό τραγούδι μάζευαν οι γυναίκες τα κούρκουτα (πράγματα) από χάμω κι οι άνδρες στρώνανε τα γαϊδουράκια. Μια μεθυσμένη πομπή παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Το άδειο χωριό υποδέχεται τους μεθυσμένους άλλους από χαρά κι άλλους από κρασί κατοίκους του. «Και του χρόνου και του χρόνου» έλεγαν όλοι με λαχτάρα και το εννοούσαν. Τέτοιο ξεφάντωμα για το χατήρι ενός αγίου, πώς να μην το περιμένεις με ανυπομονησία!».