Το μεταναστευτικό ζήτημα, που αφορά άμεσα την περιοχή μας, ήρθε, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, για να μείνει. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, άλλωστε, και σε επίπεδο ευρωπαϊκής ένωσης και παγκόσμια, έγιναν αναρίθμητες συζητήσεις και προσπάθειες πάνω σε αυτό το καυτό θέμα που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα συνεχίσει να μας απασχολεί επί μακρόν ακόμη.
Τον προηγούμενο χρόνο, σε απόλυτους αριθμούς, στον μεσογειακό χώρο, η Ιταλία είχε δεχτεί τον μεγαλύτερο όγκο μεταναστών από χώρες προέλευσης που βρίσκονται γεωγραφικά κάτω από αυτήν, όπως την Αίγυπτο, Τυνησία και Συρία. Σε δεύτερο επίπεδο βρέθηκαν η Ελλάδα και η Ισπανία, με προερχόμενους από τις ίδιες πάντα χώρες της Αφρικής και Μέσης Ανατολής. Μέσα σε όλους αυτούς, θα έπρεπε κανονικά να προσθέσουμε και κάποια εκατομμύρια Ουκρανών πολιτών που έφυγαν μετά τη ρωσική εισβολή, με διάφορους τρόπους, από την λαίλαπα του πολέμου στη χώρα τους και παραμένουν με ειδικό καθεστώς σε διάφορες χώρες της Ε.Ε., οι οποίοι βεβαίως αποτελούν ειδική κατηγορία.
Όμως, όπως ήδη έχουμε γράψει επανειλημμένως, το μεταναστευτικό ζήτημα θα συνεχίσει ακάθεκτο στις επόμενες δεκαετίες σε παγκόσμια κλίμακα. Η γηραιά ήπειρος για τους γνωστούς λόγους αποτελεί ελκυστικό προορισμό των περισσότερων μεταναστευτικών ροών από τα προαναφερόμενα μέρη. Ήδη στη διπλανή μας χώρα, την Τουρκία, βρίσκονται κάπου τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία και ακόμα περισσότεροι από τα βάθη της ανατολής σε πλησιέστερες σε αυτή χώρες, όπως το Ιράν και το Πακιστάν.
Στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ένωσης γίνονται και θα συνεχίσουν συζητήσεις και θα ληφθούν κάποιες αποφάσεις για το επίμαχο ετούτο θέμα, αλλά είναι αμφίβολο αν και κατά πόσο αυτές θα γίνουν αποδεκτές ή θα υλοποιηθούν από τις κατ’ εξοχήν άμεσα ενδιαφερόμενες χώρες, όπως η δική μας. Πολλοί εκεί μέσα μιλούν εκ του ασφαλούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών και για την εφαρμογή τους, άλλοι κωφεύουν και άλλοι αντιτίθενται σε αυτή τη διαδικασία. Φυσικά, είναι προφανές, ότι αν κάποια χώρα νοιώσει πίεση από το μεταναστευτικό πρόβλημα, όπως εμείς στην περιοχή του Έβρου, λογικό και αναμενόμενο είναι να τροποποιήσει την συμπεριφορά της απέναντι σε ήδη ληφθείσες και συμφωνημένες αποφάσεις της Ε.Ε.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει επ’ ουδενί να διαφεύγει της προσοχής ότι ακριβώς εξ’ αιτίας του μεταναστευτικού ζητήματος, παρατηρείται δυσαρέσκεια σε μεγάλο τμήμα των πολιτών της Ευρώπης, όπως απεικονίζεται από την άνοδο όλων των ακραίων φωνών και των υψηλών δημοσκοπικών αριθμών που απολαμβάνουν τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα της Ευρώπης. Το 2024, είναι το έτος που θα διεξαχθούν τόσο εθνικές, σε ορισμένα κράτη, όσο και οι ευρωεκλογές τον Ιούνιο και εκεί αναμένεται, εκτός απροόπτου, αριθμητική άνοδος των προαναφερόμενων ακραίων φωνών.
Είναι φυσικά έκδηλη η αδυναμία της Ε.Ε. να διαμορφώσει ενιαία γραμμή πάνω σε αυτό το θέμα, για διάφορους, σε κάθε περίπτωση, λόγους, όπως και για πολλά άλλα κρίσιμα για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της. Δεν λησμονούμε, ότι παρά τις υπεσχημένες δηλώσεις κορυφαίων εκπροσώπων της, οι παλινωδίες, η έλλειψη αλληλεγγύης σε πληττόμενες από τη μετανάστευση χώρες, ο ανύπαρκτος δίκαιος επιμερισμός των μεταναστών από γεωγραφικής σκοπιάς, ήταν πολλάκις διαχρονικά προκλητικές διαπιστώσεις.
Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε και να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η Ευρώπη χρειάζεται επιτακτικά εργατικά χέρια και αυτά αναγκαστικά, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, θα βρεθούν και θα έρθουν μόνο από τους προαναφερόμενους χώρους. Δεν πρόκειται για εργάτες εξειδικευμένους και με προσόντα, αλλά χαμηλής ειδίκευσης για μια σειρά εργασιών στις οποίες είτε δεν υπάρχουν ντόπιοι ενδιαφερόμενοι, είτε το χειρότερο απ’ όλα να μη δείχνουν ενδιαφέρον για τους δικούς τους, ο καθένας, λόγους.
Αυτόματα αυτό υπαινίσσεται ότι θα πρέπει να αναζητηθούν μέσω διακρατικών συμφωνιών, τουτέστιν με νόμιμα απολύτως μέσα. Έτσι παρουσιάζεται μοναδική ευκαιρία και για τη χώρα μας να επενδύσει σε νόμιμους μετανάστες από χώρες της επιλογής της και με τις οποίες φαίνεται πως έχει ή θα έχει κάποιο απώτερο και πολυποίκιλο συμφέρον.