Ανοίγει ο καιρός, θερμοκρασίες γνησίως ανοιξιάτικες, άνθιση πρόωρη στα δέντρα, θάλασσα λάδι και αρκετοί τολμηροί τσαλαβουτάνε στο νερό. Είπαμε να κατεβούμε στην παραλία, να πατήσουμε άμμο, να ενισχύσουμε την προσέλευση, βρήκαμε κι ένα τραπεζάκι δίπλα στο κύμα και παραγγείλαμε φρέντο… Καθόμασταν δίπλα σ’ ένα ζευγάρι Γερμανών, γυρίζει και της λέει κάτι σε έντονο ύφος κι εκείνη βάζει τα κλάματα. Σκέφτηκα, κάποια χοντράδα θα της είπε ο Γερμαναράς. Τελικά, της έκανε πρόταση γάμου… Ήρθαν και κάτι κατάξανθα πιτσιρίκια δίπλα στις ξαπλώστρες. Είπαμε, πάει θα μας πρήξουν. Βγάλαν κάτι κινητά. 2 ώρες ακίνητα ήταν.
Ούτε κιχ! Τους βάλαμε αντηλιακό και αποχωρήσαμε! … και καθότι μεσημέρι, αράξαμε στην παραλιακή ταβέρνα για μεσημεριανό. Παραγγείλαμε κουτσομούρα (γιατί το συγγενικό της μπαρμπούνι το πληρώνεις για… μπαρμπούνι). Στη σχάρα, παρακαλώ, είπε η γυναίκα μου, υπενθυμίζοντάς μου τη συμβουλή (εντολή) του γιατρού, να αποφεύγω τα τηγανιτά. Πάτησα πόδι κι εγώ. Όχι, είπα με φωνή σταθερή. Αν είναι κουτσομούρα … στο τηγάνι, παρακαλώ. Και, φυσικά, ο σερβιτόρος υπάκουσε…
Στη συνέχεια σκέφτηκα, τόσες ψαροταβέρνες, μια δε σκέφτηκε να προσλάβει 5-6 μανάδες, να κάθονται μαζί μας στα τραπέζια, να μας καθαρίζουν το ψάρι… να μαθαίνουμε και κάτι, δηλαδή! Περιμένοντας, πήρε τ’ αυτί μου δύο υπέρβαρες κυρίες, στο διπλανό τραπέζι, να σχολιάζουν τις ωφέλειες του μπάνιου. Λέει η μία: Ο γιατρός μου είπε πως αν κάνω πολλά μπάνια, θα ζήσω πολλά χρόνια … θα πίστευε, φαίνεται, πως ο Χάρος δεν ξέρει κολύμπι! Η αλήθεια είναι πως το κάθε τσιγάρο σου αφαιρεί 7 λεπτά ζωής. Μια φέτα μπέικον 6. Ένα ποτό 4. Με πρόχειρους υπολογισμούς έχω πεθάνει από το 1837… Εγώ, πάντως, Καλή Χρονιά θα πω προς το τέλος του Απρίλη, να έχει περπατήσει λίγο η χρονιά, να ξέρουμε…
Η γειτόνισσα άπλωνε στο μπαλκόνι, μέχρι πρότινος, επί μονίμου βάσεως, 10 βρακιά, από τα κανονικά. Τον τελευταίο καιρό απλώνει επιδεικτικά καμιά δεκαπενταριά στριγκάκια. Το πρόσεξα κι εγώ, όπως ήταν επόμενο και αναρωτήθηκα (μεγαλοφώνως). Τι έπαθε η γειτόνισσά μας; Έπιασε γκόμενο, μου είπε η γυναίκα μου!…
Έπειτα μου λέει: Σκούπισε, σφουγγάρισε και μετά πλύνε και τα πιάτα.
– Μα τι λες τώρα. Είσαι καλά; …της είπα. Πρώτα πρέπει να πλύνω τα πιάτα. Πώς θα πατήσω μετά; Την είδα πως χαμήλωσε το βλέμμα με μεταμέλεια. Καμιά φορά, χρειάζεται και μια κάποια στρατηγική! Ο φίλος μου, μου διηγείται ότι η γυναίκα του τον υποψιάζεται. Προχθές τον ρώτησε:
-Μήπως με απατάς, ρε Τάκη; Κι εκείνος:
-Όχι, μα τι έχετε πάθει όλες, τελευταία; Με κάτι τέτοιες απαντήσεις τον βασανίζουν οι αϋπνίες… Εγώ πάλι αρχίζω να μετράω πρόβατα, για να κοιμηθώ. Τι διαπίστωσα; Λείπανε δύο. Αστυνομία, κακό, φωνές, μάρτυρες. Τέσσερις με πήρε ο ύπνος, τελικά. Είναι να μη σου τύχει. Ένας γνωστός μου είπε πως για να κοιμάται, βάζει χαλαρωτικούς ήχους βροχής στο youtube, αλλά μόλις τον παίρνει ο ύπνος πετιέται για να μαζέψει τα ρούχα, μη βραχούν… Στις πέντε, ντρρριιιιν το τηλέφωνο.
Έ! Όχι δα. Δεν το σηκώνω. Όταν ξυπνάω βλέπω και μήνυμα. «Κοιμάσαι;», με ρωτάει. Απάντησα μετά ένα τέταρτο: -«Είχα μπογιές στα χέρια, γιατί έβαφα τα κάγκελα. Τι θες;»… Με τα κινητά, στις μέρες μας, το μόνο που μας προσφέρει το σταθερό στο σπίτι είναι η γκρίνια για το ποιος θα το σηκώσει όταν χτυπάει!… Στο σπίτι του ο Έλληνας πίνει για πρωινό μόνο ένα καφέ. Όταν βρεθεί σε ξενοδοχείο τρώει και τα φίλτρα από τις καφετιέρες… Θυμάμαι στις περσινές διακοπές, που είχαμε κατεβεί για πρόγευμα, έριξα μια μπουγάτσα, δύο σπανακόπιτες, ένα τόστ, δύο κοκάκια και πήγα να βουτήξω στην πισίνα. Να δουλέψει και λίγο το τεμπελόσκυλο, ο ναυαγοσώστης!… Πάντως, κάτι μαγικό θα συμβαίνει, όταν τρως χυλόπιτα, να μετατρέπεται σε … πιτόγυρο! Το γεγονός είναι πως κανείς δεν έχει βρει το κουμπί που κλείνει την όρεξη… Άλλοι, μετά το γυμναστήριο παίρνουν κρεατίνη, άλλοι παίρνουν πρωτεΐνη, εγώ παίρνω … παγωτίνι! Και σου λέει η άλλη: Θα μου φέρεις κάτι να φάω;
-Όπως;
– Να… όπως έρχεσαι! Δεν με νοιάζει, μόνο που ντυνόμαστε για να ανοίξουμε στον ντιλιβερά, λες και είναι κανένας ξένος!
Είναι και η νέα πολιτική που οραματίζονται οι τράπεζες… Στο μέλλον, όλα θα γίνονται από τα ΑΤΜ και κανείς πελάτης δεν θα χρειάζεται να μπαίνει μέσα και να πιάνει κουβέντα με τους λίγους εναπομένοντες υπαλλήλους. Προχθές το βράδυ πήγα στο ΑΤΜ, με πλησιάζει ένας με μαχαίρι. Του έδειξα το υπόλοιπό μου, με αγκαλιάζει, φιληθήκαμε, καθίσαμε στο πεζοδρόμιο, πιάσαμε την κουβέντα για την κατάντια της κοινωνίας, με κέρασε και τσιγάρο… Δεν είναι τυχαίο που το «Α! καλά μ@λ@κ@» διαβάζεται το ίδιο και προς τα πίσω…
Τις προάλλες πήρα το αστικό:
-Μη σπρώχνεις, ρε!
– Πρόσεχε πως μιλάς. Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ; -Ποιος να ‘σαι, ρε φίλε, 7 το πρωί, με το λεωφορείο;
Είναι και τα παιδιά μια περίπτωση…
-Μπαμπά, θέλω iphone.
–Δεν είπες τη μαγική λεξούλα.
–Μαριανίτα.
–Τι Μαριανίτα;
-Η γκόμενά σου.-Θες και θήκη; Αυτά… Πάω και στο γιατρό. Τα λέμε, τα ξαναλέμε και τελικά μου γράφει χάπια.
–Ρε γιατρέ, συγγνώμη, αλλά αν πάρω χάπια, αυτοί της CIA και του FBI θα πάψουν να με παρακολουθούν; Κάτι δε μου κολλάει εδώ! Όμως, μιας και αλλάζει η ώρα την Κυριακή, καν’ τα 3 τα αντικαταθλιπτικά… Κι αυτά τα παιδιά, μια επιμονή που έχουν να ρωτούν:
-Μπαμπά, πες μου, ειλικρινά, όμως. Τι ήθελες; Αγόρι ή κορίτσι; -Ειλικρινά, παιδί μου. Απλά, να κάνω έρωτα με τη μαμά σου, ήθελα!