Η καταναγκαστική εργασία
Η μακρά περίοδος της καταναγκαστικής εργασίας στην Κρήτη ξεκινά από την έκδοση της διαταγής του πρώτου Διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» Στούντεντ, με ημερομηνία 17 Ιουνίου 1941. Με την διαταγή του ο Αντιπτέραρχος Στούντεντ, ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις της υποχρεωτικής εργασίας των κατοίκων του νησιού, στην κατασκευή οχυρωματικών έργων. Υπόχρεοι κατά τον Στούντεντ είναι όλοι οι κάτοικοι της Κρήτης, άντρες και γυναίκες, χωρίς καθορισμό ορίου ηλικίας. Ο Στούντεντ, με τη φασιστική και ναζιστική νοοτροπία του κατακτητή, στη διαταγή του αναφέρει επακριβώς ότι: « Όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτως επαγγέλματος ηλικίας και φύλου υποχρεούνται κατά διαταγήν του Δημάρχου να προσφέρουν ΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΑΣΙΑΝ. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως δια την συγκέντρωσιν της συγκομιδής, δι’αεροδρόμια, δρόμους και παρομοίας εργασίας…».
Οι επόμενοι Διοικητές που ακολούθησαν τον Στούντεντ στη διοίκηση του «Φρουρίου Κρήτης» Αντρέ (9.7.1941 – 10.1.1943), Μπρόγερ (11.1.1943 – 19.7.1944) και Μίλερ (20.7.1944 – 14.10.1944), με δικές τους διαταγές συμπλήρωναν κάθε φορά τον κανονισμό της καταναγκαστικής εργασίας. Κάθε Κοινότητα υποχρεωνόταν σύμφωνα με την αναλογία 1 προς 10 να συστήσει δύο ομάδες εργασίας. Οι ομάδες θα στέλνονταν στα έργα ανά δεκαπέντε ημέρες η καθεμία. Λόγω του διαχωρισμού των δεκαπέντε ημερών, οι Κρητικοί ονόμασαν την καταναγκαστική εργασία δεκαπενταμερία ή αγγαρεία.
Στις αρχές της εφαρμογής της υποχρεωτικής εργασίας, οι γερμανοί αξιωματούχοι μοίραζαν ελάχιστο φαγητό στους εργάτες, συνήθως βραστές πατάτες ή χόρτα με λίγο ψωμί, φασόλια ή ρεβύθια, τις περισσότερες ημέρες ένα είδος λαχανόσουπας. Η εργασία σταματούσε στις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι και άρχιζε πάλι μετά από μία ώρα. Οι γερμανοί υπόσχονταν και πληρωμή των ημερομισθίων των εργατών στις επιμέρους ανακοινώσεις που τοιχοκολούσαν στα καφενεία των χωριών. Ως προς την πληρωμή, δεν έγινε ποτέ και ως προς το φαγητό, κράτησε μόνο τους πρώτους μήνες, από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβριο του 1941. Οι δεκαπενταμερίτες υπόδουλοι Κρήτες, ήταν αναγκασμένοι να φέρνουν μαζί τους τον ντρουβά (σακίδιο), με προμήθειες δεκαπέντε ημερών, παξιμάδια, λίγο τυρί, βραστά αυγά και λαχανικά.
Αν τα εκτελούμενα έργα ήταν μακριά από το χωριό τους, αναγκάζονταν και έμεναν στους τόπους κατασκευής, σε αχυρώνες, στην ύπαιθρο, όπου μπορούσαν.
Η επίβλεψη των έργων αλλά και των εργατών γίνονταν από σκληρούς και βάρβαρους Γερμανούς στρατιώτες. Οι ύβρεις, οι ξυλοδαρμοί, η κακομεταχείριση ήταν η καθημερινότητά τους. Για τους δυστροπούντες και τιμωρημένους εργάτες, υπήρχε ειδικός χώρος κοντά στα έργα, η «κατσέτα» όπως την ονόμαζαν οι κατακτητές. Ένας περιφραγμένος υπαίθριος χώρος με σύρματα, που περνούσε το βράδυ του ο δυστυχής εργάτης, είτε χειμώνας ήταν είτε καλοκαίρι.
Όταν ο αριθμός των εργατών δεν επαρκούσε για την ολοκλήρωση των οχυρωματικών έργων, γερμανικές περίπολοι εξορμούσαν στα χωριά και συνελάμβαναν τους άντρες με τη βία και τους οδηγούσαν στη δουλειά. Οι γυναίκες αναλάμβαναν άλλες δουλειές, όπως το πλύσιμο των ρούχων των στρατιωτών, το μαγείρεμα του συσσιτίου, το πότισμα των γερμανικών κήπων, τον καθαρισμό πατατών που στέλνονταν στα στρατεύματα του Ρόμελ στην Αφρική, την καθαριότητα των γερμανικών χώρων, επιταγμένων σπιτιών, γραφείων, αποθηκών, το σπάσιμο χαλικιών, το στρώσιμο δρόμων με φτυάρια κ.ά.
Σε κάθε Κοινότητα ορίστηκε ο Πρόεδρος ως υπεύθυνος για τον καταρτισμό των εργατικών καταλόγων, συστήθηκαν Επιτροπές Υποχρεωτικής Εργασίας (Ε.Υ.Ε.) και Φάλαγγες Εργασίας. Από την καταναγκαστική εργασία εξαιρέθηκαν οι Δημόσιοι υπάλληλοι, (για την κρατική εργασία) και οι ημέτεροι των κατακτητών (φιλογερμανοί και δοσίλογοι). Ορίστηκε Υποχρεωτική Εισφορά υπέρ των εργατών, ένα είδος έμεσου φόρου των Κρητικών για τις ανάγκες των δεκαπενταμεριών, όμως τα χρήματα κατέληγαν στους γερμανούς.
Οργανώθηκαν Συνέδρια στις κωμοπόλεις της Κρήτης, εξυπηρετώντας τους σκοπούς της γερμανικής προπαγάνδας ως προς την αποδοχή από τον πληθυσμό της καταναγκαστικής εργασίας και θεσπίστηκαν αυστηρές ποινές για τους πολίτες που δεν προσέρχονταν στα έργα. Φυλάκιση, ειρκτή, θάνατος, συνεισφορά σε προϊόντα, (αγροτικά και κτηνοτροφικά), χρηματικά πρόστιμα, μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εργασίας. Στις Κοινότητες, επιβάλλονταν συχνά συλλογικά πρόστιμα, (χρηματικά ή σε είδος γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων).
Εκατοντάδες ήταν τα θύματα των δεκαπενταμεριών. Από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς των οχυρωματικών έργων, από τις κακουχίες, από πνευμονία (συχνή πάθηση των εργατών), από εκτελέσεις δυστροπούντων, από φυλακίσεις, από ασιτία, από εκρήξεις πυρομαχικών κατά την αποθήκευσή τους, από δυστυχήματα που προκαλούνταν είτε από στρατιωτικά αυτοκίνητα, είτε από αεροσκάφη στους διαδρόμους των αεροδρομίων, είτε από πτώσεις από σκαλωσιές, είτε από ηλεκτρικό ρεύμα στα πρόχειρα εργοστάσια παραγωγής ρεύματος.
Απόφαση «πλυντικών» στρατευμάτων κατοχής
Συγχρόνως με τις διαταγές καταναγκαστικής εργασίας, καθορίστηκαν και οι τιμές των «πλυντικών» των στρατευμάτων κατοχής. Τα ρούχα του κατοχικού στρατού έπλεναν στην Κρήτη γυναίκες κυρίως νεαρής ηλικίας. Οι τιμές του πλυσίματος των ρούχων των Γερμανών στρατιωτών και αξιωματούχων ήταν ένα πρόσχημα ώστε να συμμετέχουν στο πλύσιμό τους πολλές γυναίκες. Ποτέ οι κατοχικές αρχές δεν πλήρωσαν το αντίτιμο του πλυσίματος, παρά τις εξαγγελίες τους. Την απόφαση υπογράφει ο νέος Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης, διορισμένος από τα στρατεύματα κατοχής, αφού ο Νομάρχης Ιωάννης Τσατσαρωνάκης εκτελέστηκε τον Αύγουστο του 1941με την κατηγορία της συμμετοχής του στη μάχη της Κρήτης. Διαβάζουμε στην απόφαση των πλυντικών: «Κατόπιν εντολής της ενταύθα Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως, σχετικώς με τον καθορισμόν ανωτάτων τιμών των πλυντικών των Στρατευμάτων Κατοχής.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΜΕΝ
Καθορίζομεν ανώτατα όρια τιμών πλυντικών των γερμανικών Στρατευμάτων ως κάτωθι:
1) Υποκάμισσον δρχ. δέκα (10)
2) Πανταλόνι εσωτερικόν δέκα (10)
3) Πανταλόνι εξωτερικόν δέκα πέντε (15)
4) Υποκάμισσον εξωτερικόν δέκα πέντε (15)
5) Νυκτικόν δέκα πέντε (15)
6) Σενδόνια δώδεκα (12)
7) Ενδυμασία εργασίας τεσσαράκοντα (40)
8) Μαξιλαροθήκη πέντε (5)
9) Ζεύγος καλτσών πέντε (5)
10) Ζεύγος καλτσών μετά ραψίματος δέκα (10)
11) Πεσσέται πέντε (5)
12) Μεγάλαι πεσσέται δέκα (10)
13) Κάλυμμα κουβέρτας είκοσι (20)
14) Γιακάς τρεις (3)».
Μέτρα τιμωρίας, εξασφάλισης της υποχρεωτικής εργασίας
Ο Στρατηγός Αντρέ, διαπιστώνοντας ότι το καλοκαίρι του 1942 τα οχυρωματικά έργα στην Κρήτη δεν προχωρούν με γοργούς ρυθμούς, απαιτεί από τον Υπουργό και Γενικό Διοικητή Κρήτης Εμμανουήλ Λουλακάκη να κοινοποιήσει τη διαταγή της καταναγκαστικής εργασίας στους νομάρχες Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου (στη γερμανική και στην ελληνική γλώσσα). Αυτοί με τη σειρά τους, θα υπενθυμίσουν στους Πρόεδρους των Κοινοτήτων τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τη διάθεση των εργατών στα έργα. Η διαταγή δεν στέλνεται στον νομό Λασιθίου γιατί τον κατείχαν οι Ιταλοί. Η ανακοίνωση του Στρατηγού Αντρέ με ημερομηνία 24 Ιουλίου 1942, έχει ως εξής:
«Α ν α κ ο ί ν ω σ ι ς
1) Άπαντες οι κάτοικοι Κρήτης ανεξαρτήτως ηλικίας, επαγγέλματος και φύλου υποχρεούνται να παράσχουν εργασίαν κατόπιν εντολής μιας Γερμανικής υπηρεσίας ή Προέδρου Κοινότητος.
(Διαταγή στρατιωτικού Δ/του Κρήτης της 20/6/41 περί εισαγωγής υποχρεωτικής εργασίας εν Κρήτη).
2) Όλαι αι Κοινότητες υποχρεούνται κατόπιν εντολής μιας Γερμανικής υπηρεσίας να θέσουν εις την διάθεσίν της ένα ωρισμένο αριθμό εργατών.
3) Η αμοιβή των εργατών θα γίνεται σύμφωνα με τα εις Κρήτην ισχύοντα τιμολόγια.
4) Κοινότητες ή άνδρες υποχρεωμένοι εις εργασίαν, οίτινες δεν εκτελούν την ανατεθείσαν εργασίαν θα τιμωρούνται με πρόστιμον εις είδος ή χρήμα ή φυλάκισις ή αποστολή εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Η ανακοίνωσις αύτη θα δημοσιευθή και εις τον Ελληνικόν τύπον. Δια να καταστή καλυτέρα η σήμερον γενομένη υποχρεωτική εργασία πρέπει άλλη μια φορά και σεις εκ μέρους σας να δώσητε εντολήν εις τις Κοινότητες να εκτελούν τας υποχρεώσεις των σχετικώς με την διάθεσιν εργατικών δυνάμεων.
Οι παραβάσεις θα τιμωρούνται άνευ διακρίσεως».
Διάθεση σίτου στους εργάτες καταναγκαστικής εργασίας
Με απόφασή του, στις αρχές Φεβρουαρίου 1942, ο Φρούραρχος Ηρακλείου αποφασίζει τη διάθεση σιτηρών στους εργάτες της καταναγκαστικής εργασίας που δουλεύουν στα οχυρωματικά γερμανικά έργα του νομού Ηρακλείου, κυρίως στα τρία αεροδρόμια, Καστελλίου, Τυμπακίου και Ηρακλείου.
Την απόφασή του ο Φρούραρχος την κοινοποιεί στον νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη για να ενεργήσει ανάλογα. Το κείμενο της απόφασης του Φρουράρχου αναφέρει τα εξής:
«Κράις Κομαντατούρ Ηράκλειον 3/2 /43
Χορήγησις σιτηρών εις τους εις Γερμανικάς υπηρεσίας ασχολουμένους εργάτας.
Κατά Διαταγήν του Διοικητού Φρουρίου Κρήτης, οι εις Γερμανικάς υπηρεσίας, οδοποιίαν, οχυρωματικά και λιμενικά έργα, αεροδρόμια εργαζόμενοι Έλληνες εργάται θα λάβουν μίαν ιδιαιτέραν επιχορήγησιν σιτηρών. Έκαστος εργάτης του Στρατού θα λάβη 8 κιλά. Η χορήγηση των σιτηρών θα γίνη από την υπηρεσίαν, ήτις θα παραλάβη από σας το ολικόν ποσόν. Εις ποίας οικοδομικάς υπηρεσίας θα γίνη η χορήγησις εμφαίνεται από την επισυνημμένην κατάστασιν. Η τιμή ανέρχεται εις δρ. 600 κατά κιλόν και θα κατατεθή εις την Τράπεζαν της Ελλάδος υπό της Γερμανικής υπηρεσίας μετά την διανομήν των σιτηρών εις τους εργάτας.
Ο Φρούραρχος
1) Αεροδρ. Ηρακλείου 6.000 κιλά
2) Αεροδρ. Καστελλίου 6.400 κιλά
3) Αεροδρ. Τυμπακίου 10.400 κιλά
4) Αεροδρ. Σπήλια 2.800 κιλά
5) Μεγ. Υπ. Στρατού Κατ/κευών 20.800 κιλά
6) Υπηρ. Σκαπανέων 3.600 κιλά (Ανατολής) Ηρακλείου
7) Υπηρ. Σκαπανέων 2.000 κιλά (Νότου) Ηρακλείου
8) Υπηρ. Ναυτ. Οχυρωμ. 480 κιλά Ηρακλείου
9) Λιμεν. Έργα 2.160 κιλά
ΣΥΝΟΛΟ : 54.640 κιλά».
Την απόφαση του Φρουράρχου Ηρακλείου ο Νομάρχης κοινοποιεί στον Δήμαρχο Ηρακλείου και στον Πρόεδρο της Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. Στο έγγραφο ο Νομάρχης δίδει διευκρινίσεις για τη διανομή του σιταριού, λέγοντας ότι το διανεμόμενο σιτάρι είναι εκείνο του α/π Βικέντε και όχι του α/π Μπούργκιν. Αναφέρει ότι το σιτάρι του Μπούργκιν κοστίζει 500 δραχμές η οκά ενώ του Βικέντε 600 δραχμές το κιλό. Έτσι, ανακοινώνεται λοιπόν από τον Νομάρχη ότι:
«…εν συνεχεία της υπ. αριθ. 71/ 9.2.42 Διαταγής μας, δι’ ης κοινοποιείται υμίν και από 3.2.43 Διαταγής του Φρουράρχου περί χορηγήσεως 54.640 χιλ. σε σίτον εις τους Έλληνας εργάτας των γερμανικών υπηρεσιών, παρακαλούμε όπως την ποσότητα ταύτην διαθέσητε χωρίς να θίξετε το εν τη αποθήκη της Εταιρίας ΤΑΛΩΣ υπόλοιπον εξ οκ. 9.780 υπόλοιπον του α/πλοίου Μπούργκιν, το οποίον είναι άσχετον με το άνω ποσόν και δέον να παραμείνη εις την διάθεσιν της Γερμανικής Επιμελητείας και το οποίον χορηγείται δια διατακτικών μας, κατόπιν εντολής της Επιμελητείας παρά της εταιρείας Τάλως. Επί τη προηγουμένη καταβολή της αξίας αυτού προς δρχ. 500 κατά οκάν εις τον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος λογ/σμόν «Σίτος από Μπούργκιν».
Την ποσότηταν των 54.640 χιλιογραμ. σίτου δέον να διαθέσητε εκ του εν τη αποθήκη της Εταιρείας Τάλως, σίτου του α/π Βικέντε και εις τον παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος λογ/σμόν «Σίτος από Βικέντε», να κατατεθή το αντίτιμον παρά των δικαιούχων υπηρεσιών προς δρ. 600 κατά κιλόν, ως ορίζει η άνω Γερμαν. Διαταγή…».
Το σύνολο των εργατών της καταναγκαστικής εργασίας, τον Φεβρουάριο του 1942 στον νομό Ηρακλείου
Τα σιτηρά (8 κιλά ανά εργάτη), που οι κατοχικές δυνάμεις επιθυμούν να διανείμουν στους εργάτες των οχυρωματικών και άλλων έργων που εκτελούνται στον νομό Ηρακλείου, καθώς και το σύνολο της ποσότητας, (54.640 κιλά), αποκαλύπτουν πόσοι εργάτες καταναγκαστικής εργασίας χρησιμοποιούνται καθημερινά, (τον Φεβρουάριο του 1942), και σε ποια έργα δουλεύουν. Έτσι στο αεροδρόμιο Ηρακλείου δουλεύουν 750 εργάτες, στο αεροδρόμιο Καστελλίου 800, στο αεροδρόμιο Τυμπακίου 1.300, στα Σπήλια 350, στην Υπηρεσία Κατασκευών 2600, στην Υπηρεσία Σκαπανέων 700, στα ναυτικά οχυρωματικά έργα 60 και στα λιμενικά έργα 270. Καθημερινά, το σύνολο των εργατών της καταναγκαστικής εργασίας τον Φεβρουάριο του 1942, ανέρχονταν σε 6.830 εργάτες. Οι περισσότεροι (1.300) εργάζονταν στο αεροδρόμιο Τυμπακίου.
Γλακάτε μωρέ γιατί στο λιμάνι του Ηρακλείου έφταξε το πλοίο του Ερυθρού Σταυρού και μοιράζει στάρια!
Για τη μεγάλη σπουδαιότητα των δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, μιγάδι) και τη σοβαρή έλλειψή τους στα σπίτια των Κρητικών τα χρόνια της κατοχής, ενδεικτικό είναι το παρακάτω πραγματικό γεγονός που συνέβηκε σε ένα χωριό της επαρχίας Πεδιάδος:
«Ήτανε εδώ στο χωριό μας ο… (σημ.: παραλείπουμε το όνομα του πρωταγωνιστή για ευνόητους λόγους). Ήρεσέ ντου να κάνει πλάκες κι αστεία στους χωριανούς. Ένα πρωί, όταν οι Γερμανοί εκυβερνούσανε τον τόπο, εβγήκε στην πλατέα και άρχιξε να φωνάζει: Χωριανοί! Χωριανοί! Γλακάτε μωρέ στο λιμάνι του Ηρακλείου γιατί ’φταξε το πλοίο του Ερυθρού Σταυρού και μοιράζει στάρι! Εγύρισε όλους τσι δρόμους του χωριού και το φώνιαζε δυνατά. Ένας ένας οι χωριανοί μας τόνε πιστέψανε κι επήγανε στο σπίτι και είπανε τω γυναικών ντως να ετοιμάσουνε το χτήμα (σημ.: γάιδαρο ή μουλάρι), να βάλουνε δυο τρία τσουβάλια απάνω και να το φέρουνε.
-Ντα πού θα πάτε; ερωτούσανε οι γυναίκες.
-Στο Ηράκλειο να φέρομε στάρι, το δίνει ο Ερυθρός Σταυρός, απαντούσανε οι νοικοκύρηδες των σπιθιώ.
Μέχρι το μεσημέρι άδειασε όλο το χωριό από τσι άντρες. Ο πλακατζής, επήγαινε δα ύστερα απάνω κάτω στο χωριό και δεν ήβλεπε κανένα. Στο τέλος ενελώθηκε κι ο ίδιος.
-Μωρέ λες να’ναι αλήθεια αυτό που’πα;
Και γυρίζει στο σπίτι ντου, βάνει το σωμάρι στο γάιδαρο με κάμποσα τσουβάλια απάνω κι ετράβηξε κι αυτός για το Ηράκλειο».
Η παραπάνω αληθινή ιστορία καταδεικνύει την αξία που είχαν τα δημητριακά στη διατροφική αλυσίδα των υπόδουλων Κρητικών. Οι Γερμανοί, με αυστηρές διαταγές απαγόρευαν ή περιόριζαν την πώλησή τους και ανάγκαζαν τους αγρότες να παραδίδουν στη Βέρμαχτ το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς τους. Από τις κατασχεμένες ποσότητες διατρέφονταν ο κατοχικός στρατός στην Κρήτη και ένα μέρος των σιτηρών κατέληγε στους μαυραγορίτες φίλους και συνεργάτες των Γερμανών αξιωματούχων.
*Γεώργιος Α. Καλογεράκης
Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου