Ένιωθα κάθιδρος. Ήρθε στο όνειρό μου. Αλλά εκείνη ξεχώρισε. Σαν οπτασία. Τόσο όμορφη, τόσο νέα. Το χαμόγελό της φώτισε όλο το τρένο. Την πρόσεξαν όλοι. Την κοίταξα αποσβολωμένος. Λυγερή, ευθυτενής και με μάτι σπινθηροβόλο.
Είχε πάει να πάρει καφέ. Πήρε και νερό. Οι άλλοι έμειναν πίσω. Πρώτη φορά βλέπω τρένο στον ύπνο μου. Έτρεχε. Έμοιαζε να είχε ξεκινήσει ένα ταξίδι προς τον θάνατο. Τα παιδιά δεν το γνώριζαν. Ένα δευτερόλεπτο κράτησε το σύντομο μαρτύριό της. Την είδα να πετάγεται από το βαγόνι. Άκουσα μόνο τα ουρλιαχτά της. Και μετά σιωπή. Εκκωφαντική σιωπή. Μελωδικά πένθιμη. Από αυτή που μόνο οι άγγελοι ξέρουν να δημιουργούν.
Δεν πρόλαβα να συνέλθω. Λίγο μετά είδα ξανά την Αναστασία. Ήταν πιο φωτεινή. Είχε φτάσει ήδη στην Πάφο. Είχε μια γλυκύτητα στο πρόσωπό της. Την άκουσα μόνο να ψιθυρίζει στη μητέρα της:«Μάνα, είμαι καλά, αλλά κρυώνω. Μόνο πες τους να σωπάσουν. Αφού δεν μπόρεσαν να μας σώσουν, τουλάχιστον να σωπάσουν. Σας αγαπώ όλους. Μην μας ξεχνάτε και κυρίως μην αφήσετε άλλα παιδιά να έρθουν εδώ. Κάνει κρύο εδώ…».
Ο ψίθυρος αυτός διαπέρασε το κορμί μου. Τώρα πια ήμουν πραγματικά λουσμένος στον ιδρώτα. Ουφ, είναι ένα κακό όνειρο, είπα. Πίεσα τον εαυτό μου να ξυπνήσει. Και είδα την Αναστασία. Δεν μιλούσε. Είχε βάλει το δάκτυλο με νόημα στο πρόσωπό της. Μας έδειχνε. Και ζητούσε να σιωπήσουμε.
Τελικά ήταν ο χειρότερος εφιάλτης…