ΤΣΙΠΡΑΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ

Περίπου 3 ώρες διήρκεσε η συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Γιάννη Στουρνάρα στο γραφείο του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και ήταν η πρώτη μετά τον Σεπτέμβριο του 2016. Σύμφωνα μάλιστα με πηγές της ΤτΕ, έγινε μια «πολύ σοβαρή συζήτηση» και «σε πολύ καλό κλίμα».

Ο Αλέξης Τσίπρας έθεσε το θέμα της κερδοφορίας των τραπεζών, της κατακόρυφης αύξησης των «κόκκινων» δανείων και των πλειστηριασμών. Σύμφωνα με πληροφορίες επεσήμανε ότι η λύση που δόθηκε από την κυβέρνηση (“Ηρακλής”) είναι ατελέσφορη οικονομικά και καταστροφική κοινωνικά κάτι που είναι βέβαιο ότι δεν απέχει ιδιαίτερα και από τις απόψεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος, όπως είναι γνωστό είχε στο παρελθόν προτείνει μια εναλλακτική λύση με τη δημιουργία μιας bad bank.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επίσης τόνισε με έμφαση ότι δεν είναι λογικό τα funds και οι servicers οι οποίοι έχουν αγοράσει τα δάνεια σε ποσοστό 10 έως 30% της αξίας τους να ζητούν από τους δανειολήπτες το 100%. Δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί κανένας λογικός άνθρωπος ότι είναι δίκαιη μια κερδοφορία που φτάνει το 1000%, επεσήμανε. Μια κερδοφορία της τάξεως του 10% με 15%, θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να γίνει δεκτό.

Σε πολύ καλό κλίμα η συζήτηση

…Από την πλευρά της ΤτΕ βγαίνει το κλίμα ότι «ήταν μια συζήτηση υψηλού επιπέδου». Η ΤτΕ πιστεύει ότι έδωσε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης μια πλήρη εικόνα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τα δημοσιονομικά και το τραπεζικό σύστημα.  Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, ήταν παρόντες σχεδόν όλοι οι διευθυντές των τμημάτων της τράπεζας, προκειμένου να δώσουν πλήρεις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που έθεσαν ο πρόεδρος και η αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ.

«Οταν επίκειται ένα τσουνάμι πλειστηριασμών, αντιλαμβάνεστε ότι η κοινωνική αστάθεια θα μεταφραστεί και σε οικονομική αστάθεια» είπε ο πρώην πρωθυπουργός.

Και συμπλήρωσε ο κ. Τσίπρας: «Εξέφρασα επίσης την πεποίθησή μου ότι σε αυτές τις συνθήκες η υπερβολική κερδοφορία που παρουσιάζουν οι τράπεζες, παρότι μπορεί αυτό το φαινόμενο να μην έχει μία σταθερή προοπτική, εφόσον την παρουσιάζουν σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν επιτελούν το ρόλο τους χρηματοδοτώντας την πραγματική οικονομία, δημιουργούν μία μη ανεκτή συνθήκη.

Όταν το ποσοστό κέρδους επί των ιδίων κεφαλαίων για τις ελληνικές τράπεζες είναι τριπλάσιο από το αντίστοιχο των γερμανικών τραπεζών και κυρίως όταν τα επιτόκια καταθέσεων παραμένουν καθηλωμένα ενώ τα επιτόκια χορηγήσεων αυξάνονται με μία διαφορά που πλέον υπερβαίνει το 5%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 2%, αντιλαμβανόμαστε ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μία συνθήκη που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Οι τράπεζες οφείλουν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Κυρίως όμως, οφείλουν να συγκρατήσουν και να χαμηλώσουν άμεσα τα επιτόκια χορηγήσεων στο βαθμό που κρατούν καθηλωμένα τα επιτόκια καταθέσεων».