του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗ
Ο φιλότουρκος Γάλλος ποιητής Λαμαρτίνος δεν μπορεί να μη διαπιστώσει την αλήθεια τότε, στο πρώτο ακόμα δείγμα της Ελληνικής Επανάστασης: «Μια ύστατη κραυγή σάς απόμεινε και τη βγάλατε, | η γλώσσα σας δεν έχει πιά παρά | μια μονάχα λέξη…Λευτεριά! | Μέσα στην οχλοβοή της μάχης που έρχεται, | κάθε Έλληνας είναι ένας αγωνιστής, | κάθε αγωνιστής ένας μάρτυρας!»
23 Απριλίου 1821. Η μάχη στο γεφύρι της Αλαμάνας έχει μόλις τελειώσει – με μοιραίο τέλος για τους Έλληνες και με τον χαμό τους. Ήταν η πρώτη σύγκρουση με τους Τούρκους επί ελληνικού εδάφους (είχε προηγηθεί η μάχη του Υψηλάντη στο Δραγατσάνι επί ρουμανικού εδάφους και ο χαμός των νεαρών Ιερολοχιτών).
Μέχρι τώρα λοιπόν, στην αρχή της, η Επανάσταση του 1821 μετράει δύο ήττες. Όμως τί συμβαίνει και αλαλάζουν οι Τούρκοι, που δεν είναι Τούρκοι αλλά αλλαξοπιστημένοι Αλβανοί; Ένας είναι όρθιος ακόμα, αντιστέκεται όσο μπορεί, με σπασμένο σπαθί στο χέρι. Κι όπως λέει ο ποιητής Βαλαωρίτης «Ο πύργος μένει πάντα ορθός…Το μάτι του άλλος κόσμος». Πλάι του, πεσμένοι οι συναγωνιστές του ο Καλύβας κι ο Μπακογιάννης, που είχανε σκοτωθεί προσπαθώντας να σώσουν τον αρχηγό τους.
Ο Διάκος δέχεται σφαίρα στον δεξί ώμο και άσχημα χτυπημένος αφήνει να του φύγει από το χέρι και το σπασμένο του σπαθί. Πέντε Τουρκαλβανοί πέφτουν απάνω του και τον κρατάνε γερά, τον αιχμαλωτίζουν ζωντανό. Ένιωθαν άγρια χαρά, γιατί ήξεραν ότι θα τους περίμενε γερό μπαξίσι. Θυμίζω την ευχή που έλεγαν τότε οι Έλληνες αγωνιστές: «Εύχομαι η πρώτη μπάλα (σφαίρα) να μ’ εύρει στο κεφάλι». Εννοούσαν, αν είναι να πεθάνουν, να πεθάνουν μια κι έξω. Δεν θέλανε να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που θα τους βασάνιζαν για να πεθάνουν. Αυτή η μοίρα περίμενε τον Διάκο, τώρα που ήταν ζωντανός στα χέρια των εχθρών του.
Το πολύτιμο λάφυρό τους, ένας αρχηγός, μεταφέρθηκε από τους πολυάριθμους αντιπάλους του στο φλέγον ζήτημα της ελευθερίας, πέρα στη Λαμία – που τότε λεγότανε Ζητούνι. Τα σπίτια ήταν κατά μήκος του ανηφορικού χωμάτινου δρόμου που οδηγούσε σ’ ένα μεγαλύτερο απ’ αυτά. Μέσα του είχε στηθεί το προσωρινό στρατηγείο των δύο εκπροσώπων του Χουρσίτ.
Ο ένας ήταν ο υπασπιστής του (κεχαγιά στα τούρκικα) Κιοσέ Μεχμέτ κι ο άλλος ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Στήθηκε σφιχτά δεμένος και ολομάτωτος μπροστά στους δυό πασάδες, με αίμα στα ρούχα του όχι τόσο από τον πληγωμένο του ώμο όσο από το αίμα των δεκάδων που έκοβε το γιαταγάνι του, λίγο πιο πριν, άσπαστο ακόμα. Τα τουρμπάνια και οι μεγάλες γενειάδες απέναντί του τους έκαναν επιβλητικούς και φοβερούς, αλλά η σκοτεινή ομορφιά του Διάκου που είχε ανοιγμένες τις πύλες του θανάτου, βρισκόταν σε αντιπαράθεσή τους και τους νίκαγε. Πρώτος τού μίλησε ο Ομέρ Βρυώνης, που τον ήξερε από την κοινή θητεία τους στην αυλή του Αλή Πασά και που τον εκτιμούσε πολύ. Αλλαξοπιστημένος Έλληνας της Ηπείρου ο ίδιος ο Βρυώνης, δεν το έβλεπε δύσκολο.
Πρότεινε στον Διάκο να φορέσει τουρμπάνι και να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, εάν – από χριστιανός και μάλιστα πρώην διάκος στη ζωή του – γινόταν μουσουλμάνος. Τα λόγια του Διάκου μεταφέρθηκαν αργότερα μέσα στον θρύλο του: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω». Αρνήθηκε δηλαδή. Και δεν αρνήθηκε απλώς. Τους προκάλεσε. Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, που το όνομά του σήμαινε αίμα γιατί λεγόταν Κουνούπης, ενώ ο Κιοσέ Μεχμέτ τού έλεγε κι αυτός να κάνει «μερικές υποχωρήσεις», ο Διάκος έστριψε το μουστάκι του κι απάντησε ότι ούτε την πίστη του αλλάζει ούτε το γένος του προδίνει. Αμέσως μετά, έδωσε μια κλωτσιά στον καφέ που του είχαν προσφέρει και πέταξε το φέσι του από το παράθυρο. Η χειρονομία αυτή ήταν η μεγαλύτερη προσβολή που μπορούσε να κάνει κανείς σε Τούρκο. Γι’ αυτό, ενώ ο Ομέρ Βρυώνης που τον ήξερε κιόλας δεν αντέδρασε, ο Κιοσέ Μεχμέτ φώναξε έξω φρενών «Παλουκώστε τον!» Η «δίκη» του Αθανασίου Διάκου μόλις είχε τελειώσει.
Την άλλη μέρα που θα τον θανάτωναν με παλούκωμα, σίγουρα δεν είχε διάθεση να πει ποιητικά λόγια – όπως τα λόγια που έχουν καθιερωθεί να τα λέει ο λαός ότι, τάχα μου, ήταν τα τελευταία του: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, | τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι». Ένας ποιητής όμως, ο Χρήστος Κουλούρης, βρήκε λόγια ν’ απαντήσει για την ωραία εποχή του χαμού του: «Μη λυπάσαι την Άνοιξη, Διάκο μου, | με την ομορφιά της μέρας που πέφτει μέσα σου». Κατά τον ιστορικό Ιωάννη Φιλήμονα, ο Διάκος στράφηκε μονάχα προς τους Αλβανούς, που τον οδηγούσανε στον τόπο του μαρτυρίου, με τα δικά του λόγια: «Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι, να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπηδες;» (Το «Χαλδούπηδες» βγαίνει από τους Χαλδαίους στην Αρχαία Μεσοποταμία, δηλαδή εννοούσε τους Ασιάτες).
Ο Ομέρ Βρυώνης λοιπόν δεν ήθελε να τον σκοτώσουν, αφού τον γνώριζε προσωπικά. Ωστόσο, ο Κιοσέ Μεχμέτ, ιεραρχικά ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη, ήταν ήδη επηρεασμένος από τον Χαλήλμπεη, τον επικεφαλής των Τούρκων της Λαμίας, που επέμενε να τον εκτελέσουν για παραδειγματισμό. Τώρα, έξω φρενών ο ίδιος, επέλεξε να εκτελέσει τον Διάκο με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού. Ο ανασκολοπισμός, γνωστός και ως παλούκωμα, ήταν ο ένας τρόπος από τους πιο βασανιστικούς και αργούς τρόπους εκτέλεσης. Ο άλλος τρόπος, γνωστός από τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο στην Ήπειρο το 1611 κι από τον Δασκαλογιάννη στην Κρήτη το 1771, ήταν να γδαρθεί ζωντανός.
Βέβαια, δεν υπήρχαν άλλοι παρόντες στο παλούκωμα του Αθανασίου Διάκου εκτός από τους δήμιους του. Οι Τούρκοι στη Λαμία είδαν μόνο το αποτέλεσμα – όταν παλουκωμένος τοποθετήθηκε σε κοινή θέα πλάι σε μια ρεματιά όπου κατέληγαν όλα τα απόβλητα της πόλης. Το παλούκωμα ή ανασκολοπισμός (από τη λέξη «σκόλοψ» που πάει να πει «πάσσαλος») σαν τρομερή εκτέλεση της θανατικής ποινής, είχε φανερό σκοπό να τρομοκρατήσει τους άλλους.
Ο τρόπος που υπέφερε ο Διάκος να τον διαπεράσουν και να τον περάσουν από τη ζωή του στον θάνατο, περιγράφεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του Βόσνιου συγγραφέα Ίβο Άντριτς που του χάρισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας 1961. Ο τίτλος του αναφέρεται σε μια γέφυρα, όχι της Αλαμάνας αλλά του Δρίνου, ενός ποταμού κοντά στο Σαράγεβο. Διαβάζοντας τις λέξεις της διαδικασίας του δημόσιου παλουκώματος όπως τις καταγράφει ο Άντριτς στο μυθιστόρημά του, που με οδυνηρό τρόπο θανάτωσαν – οι Τούρκοι κι εκεί – έναν ντόπιο χωριάτη γιατί τον έπιασαν να κάνει δολιοφθορά στο χτίσιμο της γέφυρας, φανταστείτε – μες στον παραλληλισμό μου – τί μαρτυρικές στιγμές πέρασε ο Διάκος στα χέρια των δικών του δημίων στην ώρα του πραγματικού δικού του παλουκώματος:
«Αμίλητος ξάπλωσε όπως τον διέταξαν, με το πρόσωπο καταγής. Οι γύφτοι, συνεχίζοντας τη δουλειά τους, του έδεσαν πρώτα τα χέρια πισθάγκωνα, και μετά ένα ένα τα πόδια γύρω από τον αστράγαλο με ξεχωριστά σχοινιά. Τέντωσαν το κάθε σχοινί από την κάθε μεριά και του άνοιξαν όσο έπαιρνε τα πόδια. Στο μεταξύ ο Μέρτζιαν τοποθέτησε τη σούβλα πάνω σε δυό μικρά ξύλινα στηρίγματα, έτσι ώστε η μύτη της να βρεθεί ανάμεσα στα πόδια του χωριάτη.
Ύστερα έβγαλε από πίσω από το ζωνάρι του ένα κοντόφαρδο μαχαίρι, γονάτισε κοντά στον ακίνητο μελλοθάνατο κι έσκυψε να του κόψει το ύφασμα του παντελονιού του ανάμεσα στα πόδια και να φαρδύνει το άνοιγμα απ’ όπου η σούβλα θα έμπαινε στο κορμί. Αυτό το φριχτότερο μέρος του έργου του δήμιου ήταν ευτυχώς αόρατο για τον κόσμο που παρακολουθούσε το θέαμα. Το μόνο που κατάλαβαν ήταν το αναπήδημα του δεμένου κορμιού από το ταχύ κι αθέατο βύθισμα του μαχαιριού, το ανασήκωμά του μέχρι τη μέση που έδειχνε σαν να ήθελε να σηκωθεί, το ξαναπέσιμό του και τον κούφιο χτύπο πάνω στο σανίδι.
Μόλις ο γύφτος τέλειωσε αυτή τη δουλειά, πήδηξε κι έπιασε το ξύλινο σφυρί κι άρχισε μ’ αυτό να χτυπάει το πίσω μέρος της σούβλας με ανάλαφρα και καλά υπολογισμένα χτυπήματα. Ανάμεσα σε δυο χτυπήματα σταματούσε λίγο κι εξέταζε πρώτα το κορμί όπου μπηγόταν η σούβλα κι ύστερα γύριζε κι ορμήνευε στους δυο γύφτους να τραβάνε απαλά και ισόμερα το σχοινί. Το κορμί του χωριάτη με τα τεντωμένα σκέλια συσπόταν από μόνο του. με κάθε χτύπημα του σφυριού η ραχοκοκαλιά του μαζευόταν και διπλωνόταν, αλλά τα σχοινιά το τέντωναν και το ίσιωναν ξανά. Όσοι βρίσκονταν πολύ κοντά μπορούσαν ν’ ακούσουν τον άνθρωπο να βαράει το κούτελό του στο σανίδι κι έναν ακόμα παράξενο ήχο. Αυτός ο ήχος δεν ήταν βογγητό, δεν ήταν κραυγή απελπισίας κι ούτε επιθανάτιος ρόγχος, ούτε καν ανθρώπινος ήχος. Ολάκερο εκείνο το τεντωμένο και βασανισμένο κορμί έβγαζε από μέσα του κάτι σαν τρίξιμο, σαν σπάσιμο, όπως ακούγεται ένας φράχτης που τσαλαπατιέται ή ένα δέντρο που τσακίζεται.
Έπειτα από κάθε δεύτερο χτύπημα, ο γύφτος πλησίαζε το τεντωμένο σώμα και κοίταζε, σκύβοντας από πάνω του, αν η σούβλα προχωράει σωστά, κι όταν βεβαιωνόταν πως δεν χάλασε κανένα από τα βασικά εσωτερικά όργανα, γύριζε και συνέχιζε τη δουλειά του. Σε κάποια στιγμή τα χτυπήματα σταμάτησαν. Ο Μέρτζιαν πρόσεξε πως η κορυφή της δεξιάς πλάτης τεντώνεται και το δέρμα ανασηκώνεται. Πλησίασε γρήγορα και πάνω στο σημείο εκείνο χάραξε με το μαχαίρι την πλάτη σταυρωτά. Ένα ανοιχτόχρωμο αίμα έτρεξε από την πληγή. Λιγοστό στην αρχή, αλλά όλο και δυνάμωνε. Ακόμα δυό τρία ανάλαφρα και προσεκτικά χτυπήματα και στο χαραγμένο μέρος άρχισε να φαίνεται η σιδερένια μύτη της σούβλας.
Με μερικά ακόμα χτυπήματα, η μύτη της σούβλας έφτασε στο ύψος του δεξιού αυτιού. Ο άνθρωπος σουβλίστηκε σαν αρνί, μόνο που η άκρη της σούβλας δεν έβγαινε από το στόμα αλλά από την πλάτη και δεν πειράχτηκαν σοβαρά τα σπλάχνα, η καρδιά, και τα πνευμόνια. Ο Μέρτζιαν πέταξε το σφυρί και πλησίασε. Εξέτασε το ακίνητο σώμα, αποφεύγοντας να πατήσει το αίμα πάνω στα σανίδια καθώς έτρεχε από τα σημεία όπου έμπαινε και έβγαινε η σούβλα.
Οι άλλοι δυό γύφτοι γύρισαν ανάσκελα το άκαμπτο σώμα κι άρχισαν να του δένουν τα κάτω μέρη των ποδιών πάνω στη σούβλα. Στο μεταξύ ο Μέρτζιαν κοίταζε να δει αν ο άνθρωπος είναι ακόμα ζωντανός και παρατηρούσε προσεκτικά το πρόσωπό του που ξαφνικά φούσκωσε, πλάτυνε και μεγάλωσε. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα κι ανήσυχα, τα βλέφαρα όμως ήταν ακίνητα, το στόμα χαλαρωμένο και τα χείλη του πετρωμένα σ’ ένα σπασμό, που άφηνε από το βάθος να ξεχωρίζουν τ’ ασπριδερά σφιγμένα δόντια. Κάποια νεύρα του προσώπου του φαινόταν να μη τα ελέγχει καθόλου κι ολόκληρη η όψη του έμοιαζε πιο πολύ με μάσκα.
Η καρδιά όμως χτυπούσε σιγανά και τα πνευμόνια δούλευαν ίσα που να κοντανασαίνει. Οι δυό γύφτοι άρχισαν να τον σηκώνουν. Ο Μέρτζιαν φώναζε να προσέχουν να μη ταρακουνάνε το σώμα, ενώ βοηθούσε κι αυτό από κοντά. Όταν κι αυτό τέλειωσε, οι γύφτοι τραβήχτηκαν λίγο πιο πέρα όπου βρίσκονταν οι σεϊμένηδες. Στον άδειο χώρο έμεινε μόνος του, ολόισιος, τεντωμένος και γυμνός ως στη μέση – ο παλουκωμένος».
Αυτή η τρομαχτική περιγραφή της πένας του Ίβο Άντριτς, για την τύχη του Βόσνιου χωριάτη του μυθιστορήματός του, είναι πολύ κοντά στην πραγματική θηριωδία που έγινε σε βάρος του Αθανασίου Διάκου. Η φοβερή θανάτωσή του με παλούκωμα εκτελέστηκε στη Λαμία στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Το βράδυ είχε μείνει έγκλειστος με τον πόνο της πληγής του στο υπόγειο κτιρίου στη σημερινή οδό Αινιάνων.
Έβγαλαν τον Διάκο έξω σηκωτό μετά την σκληρή δουλειά των δημίων του, έφεραν τον μελλοθάνατο πάνω σε μια στοίβα κοπριάς και τον έστησαν εκεί, μπήγοντας τον πάσσαλο και το ματωμένο σώμα του μαζί, έτσι που τα πόδια του παλουκωμένου να αγγίζουνε κάτω. Εκεί κάτω, τριγύρω του, σκόρπισαν ογδόντα κομμένα κεφάλια μαχητών που έπεσαν στην Αλαμάνα και μαζί μ’ αυτά το κεφάλι του αδερφού του, του Κωνσταντίνου. Ο Αθανάσιος Διάκος «έσβησε» παλουκωμένος ύστερα από δέκα ώρες αφόρητων πόνων και δίψας. Το πτώμα του, οι τουρκικές αρχές το άφησαν άταφο για έξη μέρες. Ο όχλος περνούσε από μπροστά του, φτύνοντάς το. Μερικοί παλληκαράδες Τούρκοι άδειαζαν τις πιστόλες του στο άψυχο κουφάρι. Τελικά τράβηξαν το πτώμα όπως ήταν με το μεγάλο παλούκι μέσα του και το έριξαν στη διπλανή ρεματιά. Η παράδοση λέει, πως την νύχτα ένας Έλληνας τον πήρε και τον έθαψε κάπου, αλλά αυτό δεν είναι εξακριβωμένο. Δεν ξέρουμε πού αναπαύονται τα οστά του Διάκου – της πιο ωραίας και της πιο τραγικής μορφής του Εικοσιένα».
Επειδή οι Θερμοπύλες ήταν κοντά κι επειδή η ηρωική θυσία των τριακοσίων Σπαρτιατών του Λεωνίδα το ίδιο κοντά στη δικιά του θυσία και των τριακοσίων συμπολεμιστών του, μοιραία αρκετοί κατοπινοί ποιητές τούς απαθανάτισαν μαζί. Τρία τέτοια παραδείγματα είναι οι στίχοι του Κωστή Παλαμά «…κι η Ελευθερία, που τ’ άστρο της ανέσπερο στην πλάση | τον Λεωνίδα ανάστησε στον Διάκο τον Θανάση», του Γιάννη Κοφίνη «Του Λεωνίδα, ω Διάκο εσύ, ξεπέρασες τη δόξα. | Είχε «τοις κείνων ρήμασι» κι είχες τον εαυτό σου. | Είχες στο χέρι ένα σπαθί κι είχε τριακόσια τόξα. | Κι όσα τα πλήθη των εχθρών, κι οι Τούρκοι τόσοι εμπρός σου» και του Γεωργίου Μυρισιώτη «Φοβούνται την θυσία σου οι νέοι Ασιάτες. | Σε χαιρετούνε, Διάκο μου, τριακόσιοι Σπαρτιάτες». Κι όπως οι Θερμοπύλες της αρχαίας
αντίστασης κράτησαν για πάντα τον συμβολισμό τους, έτσι και η επαναστατική Αλαμάνα μένει παντοτινή αναφορά – όπως αποδείχτηκε στο κατοπινό τραγούδι «Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα | στέλνει περήφανο χαιρετισμό». Ο Αθανάσιος Διάκος και ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, αυτοί που κράτησαν την θέλησή τους έως τον θάνατό τους, απαθανατίστηκαν με δυο στίχους του Αχιλλέα Παράσχου: «Χαμογελά η ομορφιά κι «ως πότε παλικάρια» | ψέλνουν του Διάκου τα παιδιά, του Φλέσσα τα λιοντάρια». Γνώρισα, όταν ζούσε, τον εκδότη Γιάννη Σμυρνιωτάκη – κι εκείνος μου γνώρισε, σαν παλιός δάσκαλος που ήταν, τους στίχους του για τον Διάκο: «Μαρτύρησες αγόγγυστα για πίστη, για πατρίδα, | για να μη σβήσει απ’ την ψυχή του σκλάβου η ελπίδα. | Για τούτη τη θυσία σου και την αντρειοσύνη, | δέξου από μας φόρο τιμής, αιώνια ευγνωμοσύνη».
Για να ξεκινήσουμε όμως από το σήμερα, ο Αθανάσιος Διάκος είναι χωριό σε υψόμετρο 1050 μ στην ορεινή Φωκίδα, που μέχρι το 1959 λεγόταν Άνω Μουσουνίτσα. Τιμής ένεκεν άλλαξε όνομα και πήρε το όνομα του ωραίου αλλά και μοιραίου Έλληνα οπλαρχηγού που γεννήθηκε εκεί το 1788 (την ίδια χρονιά που γεννήθηκε κι ένας άλλος ωραίος, ο Λόρδος Βύρων) και που ήταν ο πρώτος από τους πρωταγωνιστές ήρωες του πρώτου έτους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους Αθανάσιος Μασσαβέτας. Στα οθωμανικά müsvedde ~ مسوده σημαίνει σχέδιο και γραμματέας, αλλά και γραμματικός καταγραφής φορολογικών στοιχείων. Άρα, είτε Μασσαβέτας από τα οθωμανικά, είτε Γραμματικός στα ελληνικά, το επώνυμό του ήταν παρόμοιο και μάλλον προέρχεται από ιδιότητα που είχαν οι πρόγονοί του. Ο ίδιος επέλεξε για επώνυμό του το «Διάκος» και μάλιστα με αυτό υπέγραφε, σαν τιμητικό στην πρώην ιδιότητά του.
Έγινε μοναχός σε ηλικία 17 χρονών και, λόγω της αφοσίωσής του στη θρησκεία αλλά και λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος. Η λαϊκή παράδοση λέει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, στη Μονή Προδρόμου στην Αρτοτίνα, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με το στρατεύμά του και εντυπωσιάστηκε με την ομορφιά του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε από τα λεγόμενα του Τούρκου (και από την μετέπειτα πρόταση) και, στον καβγά που έγινε, τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης. Υπάρχουν βέβαια κι άλλες εκδοχές, αλλά αυτή που είπα είναι η κυρίαρχη.
Εκείνο τον καιρό, έμαθε ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος. Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία. Ο πατέρας του, με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιό, επειδή πρόσφεραν φαγητό σε ανθρώπους της Κλεφτουριάς.
Τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (στην Υπάτη). Ο Κωνσταντίνος δεν βρισκόταν εκεί κι έτσι γλύτωσε. Θα χάσει τη ζωή του αργότερα, στη Μάχη της Αλαμάνας. Οι δύο άλλοι όμως βρήκαν τον θάνατο μέσα στη φυλακή, την ίδια νύχτα. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Οι Τούρκοι δεν προλάβαιναν να ξεμυτίσουν και τους αποδεκάτιζε με τα παλικάρια του. Εκείνη την περίοδο, ο Αλή πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς. Ανάμεσά τους και τον Σκαλτσοδήμο, σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου. Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Αθανάσιος Διάκος βρέθηκε για δυό χρόνια (1814-1816) στην αυλή του Αλή Πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρό του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος θα έχει φτιάξει τη δικιά του ομάδα – και, όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών, γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Τα υπόλοιπα από εδώ και πέρα είναι η πρωτοπορία του στο ξεκίνημα του Εικοσιένα.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και ένα χρόνο πριν την Επανάσταση έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821, λίγο πριν τη Μάχη της Αλαμάνας σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και το χρησιμοποίησε ως ορμητήριο εναντίον των Τούρκων. Κατέλαβε τη γέφυρα της Αλαμάνας και στις 23 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τις δυνάμεις των δυό απεσταλμένων του Χουρσίτ, που με το κύριο στράτευμά του στα Γιάννινα πολιορκούσε τον αποστάτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Αλή Πασά. Ο Διάκος στη μάχη αυτή πλάι στον Σπερχειό ποταμό έπεσε πληγωμένος στα χέρια των Τούρκων, που τον «χαλάσανε» στις 24 Απριλίου 1821.
Ο Λαός τελικά και όχι η ελευθερωμένη Πατρίδα έκανε τον Διάκο αξέχαστο και κορυφαίο ήρωα. Και αναφέρω εδώ δυό παραδείγματα: Η Επιτροπή Εκδουλεύσεων (δείτε ονομασία…) στην αρχή, τον αναγνώρισε ως…ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του έως τον θάνατό της, το 1873. Ο Ελληνικός Στρατός, πολύ αργότερα, του απένειμε τιμητικά τον βαθμό του…Στρατηγού. Μετά τον θάνατό του, καθώς και με τα τόσα χρόνια που πέρασαν, η τιμή αυτή δεν έχει άλλο νόημα πέρα από το ότι θέλουμε τέτοιους στρατηγούς, σαν τον Αθανάσιο Διάκο.
Τέσσερεις ποιητές μας, ο Σουρής, ο Ζαλοκώστας, ο Παλαμάς και ο Ρώτας, κάνουν το ίδιο λάθος, αφήνοντάς το για πάντα στους στίχους τους, ότι ο Διάκος αφού «σουβλίστηκε» ψήθηκε κιόλας στις φλόγες, ενώ στην πραγματικότητα ο τραγικός πρωτομάρτυρας του 21 παλουκώθηκε και δεν σουβλίστηκε, ρήμα που να παραπέμπει στο…ψήσιμο. Ο Γεώργιος Σουρής λέει στο ποίημά του «Εις τον εν Λαμία ανδριάντα του Διάκου»: «…και της καμένης ομορφιάς η κνίσσα σαν λιβάνι | μπρος στους ναούς της Πίστεως και της Πατρίδος φθάνει». Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας αναφέρει το ίδιο λάθος στο ποίημά του «Το Χάνι της Γραβιάς»: «Κι η σκιά του Διάκου παρέκει, | του εις σούβλαν ψηθέντος σκληράν, | με μεγάλην θ’ ακούση χαράν | να βροντά το τουφέκι». Ο Κωστής Παλαμάς ακολουθεί τους άλλους δύο στο αφιερωματικό του τετράστιχο που μένει χαραγμένο στον τόπο του μαρτυρίου: «Ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα». Κι ο Βασίλης Ρώτας αν και ποιητής κι αυτός, με την ιδιότητά του όμως σαν υπεύθυνος της ελληνικής θεματολογίας των «Κλασσικών Εικονογραφημένων», δίνει την άδεια να ζωγραφίσουν τον Διάκο πλαισιωμένο στον θάνατό του…με φλόγες!
Από την «πρωτιά του» στις ατέλειωτες θυσίες του Εικοσιένα (εμείς οι σημερινοί, μαθαίνουμε σαν Χριστιανοί τον πρωτομάρτυρα Στέφανο παρά σαν Έλληνες τον πρωτομάρτυρα Διάκο) πιο πολύ μένει ο συμβολισμός της ηρωικής αντίστασής του στην Αλαμάνα. Κάτι που φαίνεται καθαρά στο αντιστασιακό τραγούδι «Βροντάει ο Όλυμπος» που έγραψε ο Νίκος Καρβούνης: «Ο Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα | στέλνει περήφανο χαιρετισμό! | Μιας ανάστασης νέας χτυπάει καμπάνα. | Μηνάν τα όπλα μας τον λυτρωμό».
Και τελειώνω – αν μπορεί να τελειώνει κανείς με τέτοιες υπέρτατες παρορμήσεις, που πρόσφατα ένας πολιτικός, άθελά του, μου τον θύμισε λέγοντας «Οφείλουμε να σταθούμε στο πλάι όσων ύψωσαν ανάστημα» – καταθέτοντας κι εγώ τη δικιά μου ψυχική εμπειρία στην θύμησή του. Με είχανε φέρει στο Στρατόπεδο του Αθανασίου Διάκου στη Λαμία – για να μάθω εκεί, μέσα στη στρατιωτική μου θητεία, την ειδικότητα του γραφέα Υλικού Πολέμου. Κάποιο απόγευμα, που με είχαν ορίσει θαλαμοφύλακα, έβλεπα – πέρα μακρυά – το όρος Οίτη, που το ύψος του διαγραφότανε στον ορίζοντα. Φαντάστηκα ότι τότε και ο παλουκωμένος συνονόματός μου (εκτός από τ’ όνομά του, καμιά άλλη σχέση έχω με τη μεγαλοσύνη του) ψυχορραγούσε υποφέροντας – με το μισοσβησμένο βλέμμα του να φτάνει ως σ’ εκείνο το μακρινό βουνό. Πήρα από την τσέπη το μπλοκάκι μου και έγραψα, σε στίχους, αυτά που ψέλλιζε ο Διάκος: «Ψηλό βουνό, πώς να σε δω; Σαν σκέψη ή σαν καρδιά μου; (Σαν αυτό που σκεφτόμουνα να κάνω ή σαν αυτό που κατάφερα τελικά να κάνω;) | Φτάνει η σκιά σου ως εδώ που πνίγουν τη χαρά μου, | μά απ’ τον μεγάλο μου καημό βγαίνω στη λευτεριά μου (Εδώ συνειδητοποιεί πως είναι σπουδαίο, ό,τι κι αν ήταν αυτό που κατάφερε να κάνει). Ψηλό, περήφανο βουνό, να ’χες το ανάστημά μου!»