Γνώριζα τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο ελάχιστα, ιδιαίτερα από κάποια διηγήματα που είχαν ως θέμα τους τις νεανικές παρέες στα χρόνια που διεκδικούσαν την απελευθέρωση και την ανατροπή του κατεστημένου με μουσικά συγκροτήματα και μοντέρνα ακούσματα. Εκτίμησα ιδιαίτερα τη γραφή του στο μυθιστόρημά του «Ανέγγιχτη», όπου παρουσιάζει τη Γαλάτεια Καζαντζάκη να αναθεωρεί όσα είχε γράψει άδικα και για το έργο του Νίκου Καζαντζάκη και για τη σχέση τους.
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μέχρι σήμερα έχει γράψει πάνω από τριάντα πεζογραφήματα ποικίλης μορφής, αρχίζοντας να δημοσιεύει στην ηλικία των είκοσι χρόνων. Ξεχώρισε από τη γενιά του, γιατί διαθέτει και αφηγηματική τέχνη και ιδιαίτερο ύφος. Το έργο του όμως που δημιούργησε ανατροπή και σχολιάστηκε ποικιλόμορφα από κριτικούς και αναγνώστες είναι το μυθιστόρημά του «ΛΟΥΛΑ», που μου έστειλε πρόσφατα και τον ευχαριστώ.
Κυκλοφόρησε το 1997 και έχει κάνει πολλές επανεκδόσεις, ασυνήθιστο για Νεοέλληνες πεζογράφους. Είναι ένα τολμηρό, ερωτικό ψυχόδραμα, όπου η «εκπάγλου καλλονής» πρωταγωνίστρια με μια τραγική αδυναμία, αναζητώντας την ερωτική ολοκλήρωση «ψηλώνει ο νους της» και συναντά τον έρωτα με τον θάνατο, που, όπως λέει η κρητική μαντινάδα, ίδια σπαθιά κρατούνε.
Σημαντικό λογοτεχνικό εύρημα είναι η φίλη και συγκάτοικός της, Εύη, και η συγκριτική αντιπαράθεσή τους. Πρώτη φορά συναντούμε κάτι ανάλογο στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, όπου αντιπαρατίθεται η αποφασισμένη να πεθάνει Αντιγόνη με το «ωμό φρόνημα εξ ωμού πατρός» με την αδελφή της Ισμήνη που αγωνίζεται να την συνετίσει και να την πείσει να δεχτεί την αναγκαιότητα.
Ο συγγραφέας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τολμηρές λέξεις. Στην εποχή που ζούμε ακόμη και τώρα η ενοχή έχει βαθιές ρίζες και η ενοχή αυτή έχει περάσει και στη γλώσσα. Κάποιες λέξεις αν τις πούμε θα μας βάλουν πιπέρι στο στόμα. Το θέμα έχει βέβαια την αρχή του στον Πλάτωνα που θεώρησε το σώμα «δεσμωτήριον της ψυχής» και ακολούθησε ο Συριακός ασκητισμός που ακόμη καλά κρατεί.
Φυσικά δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, υπάρχουν χυδαίοι άνθρωποι και η καλή λογοτεχνία όχι μόνο ανανεώνει τις λέξεις και τον κόσμο, αλλά οργανώνει και αποκαλύπτει το βάθος της ανθρώπινης ψυχής πολύ καλύτερα από τους ψυχαναλυτές και τους μεταφυσικούς δοκησίσοφους. Πρώτος διδάξας είναι φυσικά ο Ντοστογιέφσκι. Αν η απομυθοποίηση του ερωτικού μυστηρίου συμβαίνει δυστυχώς συχνά, αυτό γίνεται από ταπεινές ψυχές.
Το τελευταίο έργο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ είναι μια συλλογή δώδεκα διηγημάτων με τίτλο «Έρωτες, Έρωτες, Έρωτες». Όλα τους παρουσιάζουν απλές ή πιο πολύπλοκες αφηγήσεις ερωτικών περιπετειών. Φυσικά κάθε αφηγητής θεωρεί τη δική του εμπειρία μοναδική. Σε αρκετά η ερωτική σχέση είναι επιδερμική και επιφανειακή.
Σε άλλα υπάρχει δραματικό βάθος. Οι όρκοι που δεν πρέπει να πιστεύουμε είναι των ερωτευμένων, παρά το ότι σε ένα από τα διηγήματα τελικά παρά τις απιστίες, μόνο ο θάνατος χωρίζει το ζευγάρι. Σε άλλο διήγημα η κληρονομικότητα της συζύγου προβληματίζει τον σύζυγο που διστάζει να κάνει παιδί. Ιδιαίτερη χάρη έχει το διήγημα «Ο Καλλίφωνος Καναρίνης». Τα παιδικά μου χρόνια που έζησα στη Ζίντα Αρκαλοχωρίου είναι γεμάτα από γλυκόλαλο κελάιδισμα των πουλιών στα περιβόλια. Κυνηγούσαμε με το λάστιχο τα πουλιά, αλλά λατρεύαμε τη μελωδία τους.
Κοτσυφοί, γαρδέλια, καναρίνια, ποταμίσες, όπως λέγαμε τα αηδόνια, μας ξυπνούσαν το πρωί και μας ανάπαυαν το ηλιοβασίλεμα. Υπάρχουν άλλωστε πολλές μαντινάδες με τις πέρδικες και τα αηδόνια, π.χ. «Πέρδικα όμορφο πουλί που ξύπνησες τ’ αηδόνι/ και το ΄κανες και περπατεί τη νύχτα και μαργώνει». Στο διήγημά μας ο Καναρίνης είναι ιδιαίτερα χαρισματικός τραγουδιστής. Μαγεύει όλα τα πουλιά, αιχμαλωτίζεται, μετεκπαιδεύεται μιμούμενος τα αηδόνια και επιστρέφει στο δάσος κατακτώντας τη δόξα και το όνειρό του.
Η μοίρα του είναι τραγική, όπως συχνά των μεγάλων δημιουργών. Στο διήγημα «Η μητριά» σημαδεύεται, καθώς υπερβαίνει τα όρια και συνευρίσκεται με τον γιο του άντρα της και μαθητή της. Καταστρέφεται ο γάμος της, αλλά εκείνη αναπολεί σε όλη της τη ζωή τις απαγορευμένες στιγμές. Το τελευταίο διήγημα είναι μεγαλύτερο σε έκταση, γραμμένο με υψηλή ευαισθησία και μια στυφή επίγευση. Ένα αγόρι ξυπνά ερωτικά βλέποντας τη μάνα του ξεχωριστού του φίλου. Όταν τα χρόνια περνούν και εκείνη μένει μόνη, παραμένει πιστός της φίλος και εραστής της μέχρι τον θάνατο.
Είναι βέβαιο ότι ορισμένοι υπήρξαν προνομιούχοι στον έρωτα. Καθένας, αν είχε το χάρισμα του λόγου, θα μπορούσε να διηγηθεί τη δική του ιστορία. Από την μεγάλη Σαπφώ, που αποτελεί μια ποιητική μετάλλαξη, μέχρι σήμερα κεντρικό θέμα πολλών συγγραφέων είναι ο έρωτας. Ευτυχώς οι άξιοι ποιητές και πεζογράφοι κατορθώνουν να αναστήσουν με τη φαντασία τους τις μνήμες μας και τώρα που με γυαλιά πρεσβυωπίας διαβάζω τα κείμενά τους επιστρέφω στον χρόνο όπου «άνευ ορίων όρων» συγκρότησα τη δική μου ζωή χωρίς ενοχικές και άλλου είδους αναστολές. Άλλωστε ο έρωτας βαδίζει στα σκοτεινά. Είναι ο κεραυνός που φωτίζει και καίει.