Απ’ αυτά που δεν ξεχνιούνται
Του Κων/νου Παπαδάκη, φιλολόγου

Υπηρετούσε τότε ως καθηγητής σε επαρχιακό Γυμνάσιο του νησιού. Περίοδος της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Το σχολικό κτήριο, ευάερο και ευήλιο, ήταν ωστόσο στενάχωρο για τον εξαιρετικά μεγάλο αριθμό των μαθητών. Κορίτσια κι αγόρια, απ’ όλα τα τρίγυρα χωριά, σ’ αυτό έτρεχαν, στοιβάζονταν στις αίθουσές του, μπορεί και πάνω από πενήντα ανά αίθουσα, καθώς ήταν το μοναδικό σ’ ολόκληρη τη γύρω περιοχή πνευματικό φυτώριο Μέσης εκπαίδευσης. Κι οι άνθρωποι, αγρότες και δουλευτάδες οι περισσότεροι, στέλναν σωρηδόν τα παιδιά τους στο σχολείο.

Το ’βλεπαν σαν γεφύρι που οδηγούσε, όπως πίστευαν, σε ζωή καλύτερη, όχι βασανιστική σαν τη δική τους. Πίστη ακράδαντη, ριζωμένη βαθιά μέσα τους, παντού διάχυτη. Μα και σαν μόδα. Κι όταν οι αίθουσες δεν επαρκούσαν για να στεγάσουν έστω και στριμωχτά τους πάνω από πεντακόσιους μαθητές και μαθήτριες, στοιβάζονταν σε νοικιασμένες αίθουσες. Άλλες κοντά κι άλλες μακρύτερα. Και κάποιες ακατάλληλες. Πόσο; Αν βροχούλα πότιζε τη γη, δεν ήταν περίσσιες… οι ομπρέλες. Οι στέγες δεν ήταν, φαίνεται, κατασκευασμένες… αδιάβροχες. Μα το χειρότερο. Το χουντικό πνεύμα, «πνεύμα πονηρόν και ακάθαρτον», δηλητηρίαζε επικίνδυνα και τα σχολικά νάματα.

Εδώ δίδασκε για δεύτερη-τρίτη χρονιά ο καθηγητής. Ήταν δεύτερος-τρίτος κι ο χρόνος που στη χώρα είχε στραγγαλιστεί η δημοκρατία, είχε φιμωθεί ο λόγος, η συντροφιά ακόμη και πέντε ανθρώπων αποτελούσε παράνομη σύναξη, επικίνδυνη για το δικτατορικό καθεστώς που έτρεμε ακόμη και τη σκιά του. Και, δυστυχώς, όχι λίγοι οι «συνεργάτες». Οι εντολές ήταν σαφείς. Και τα λαγωνικά είχαν ορθάνοιχτα μάτια κι αφτιά. Και δεν είχαν πάντα αφορμές. Μπορούσαν και ήξεραν να τις κατασκευάζουν. Σε όλες τις υπηρεσίες ήταν αναρτημένες φωτογραφίες των πρωτεργατών, δήθεν τολμηρών εθνοσωτήρων, μα στην ουσία φιλόδοξων και επίορκων αξιωματικών, ολότελα άσχετων με την πολιτική. Δεσπόζουσα, εκείνη του αρχιπραξικοπηματία Παπαδόπουλου. Στις υπηρεσίες συμπεριλαμβάνονταν, φυσικά, και τα σχολεία, γραφεία και αίθουσες. Μάτι «προστασίας και ασφάλειας» στην κωμόπολη ήταν το αστυνομικό τμήμα. Διέθετε στη δύναμή του αρκετούς χωροφύλακες διαφόρων ηλικιών.

Επικεφαλής ήταν νεαρός αξιωματικός, ανθυπομοίραρχος ή υπομοίραρχος, δεν έχει μείνει ο βαθμός με ακρίβεια στη μνήμη. Ο καθηγητής εκείνη τη χρονιά είχε οριστεί να εκφωνήσει τον πανηγυρικό κατά τον επίσημο τοπικό εορτασμό. Ημέρα διπλής γιορτής, θρησκευτικής και εθνικής, 25η Μαρτίου. Στην εκκλησία είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος. Άλλοι από πίστη στην Παναγία και σεβασμό στους μεγάλους αγώνες και την ηρωική θυσία των προγόνων κι άλλοι από φόβο στη χούντα των συνταγματαρχών. Τα σχολεία, εννοείται, όλα εκεί, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Οι διευθυντές, το προσωπικό, παρόντες άπαντες, υποχρεωτικά. Και, φυσικά, το ίδιο συνέβαινε και με τις άλλες υπηρεσίες και οργανισμούς, όσοι υπήρχαν. Αναπόσπαστα βέβαια μαζί, διάσπαρτοι μέσα στο πλήθος και οι χαφιέδες της χούντας, οι καταδότες. Το άλλο μάτι, το άλλο αυτί. Ο σοφός λαός, εξάλλου, δεν λαθεύει: «Δίχως προδότη, κάστρο δεν πατιέται». Ζωντανές παραμένουν οι εικόνες τους. Άλλοι, κομψευόμενοι λιμοκοντόροι με τα κοστουμάκια και τη γραβατίτσα τους, με το επιτηδευμένα αγέρωχο μέχρι γελοίο ύφος και το περισκοπικό βλέμμα τους, προδίδονταν σε μεγάλο βαθμό από το όλο αυτό σουλούπι, άλλοι, τεχνηέντως «μασκαρεμένοι» κινούσαν λιγότερες υποψίες αναγνώρισης, μα όλοι «επί το έργον». Παραφύλαγαν σαν πιστοί δορυφόροι, βασιλικότεροι και του βασιλέως, για να εντοπίσουν θηράματα, να επισημάνουν αντίπαλους «της… επανάστασης» (της χουντοκρατίας εννοούσαν) -τι παραφθορά των εννοιών- ή να κατασκευάσουν οι ίδιοι ανάλογα με τα απωθημένα τους. Η αμοιβή έπρεπε να κερδηθεί επαξίως!

Αρκούσε να έφταναν τα ζητούμενα στα μεγάλα αφεντικά. Και τίποτε δεν έπρεπε να ξεφεύγει, ιδιαίτερα αν οι στρατιωτικές-αστυνομικές δυνάμεις δεν ήταν επαρκείς. Μα και στην αντίθετη περίπτωση, οι ομοϊδεάτες έκριναν τη σύμπραξη επαινετέα, συνεκτιμώμενης και μάλιστα πρώτιστα της αμοιβής. Και εκείνοι σαν τα πιστά κυνηγόσκυλα ή τους αχόρταγους λαθροθήρες, εύκολα ή δύσκολα παγίδευαν ανυποψίαστα θηράματα. «Πεδίον δόξης λαμπρόν». Αλλά μέχρι την προδοσία. Γιατί, από εκεί και πέρα, όπως σε κάθε παρόμοια στιγμή της ιστορίας, οι προδότες είναι άχρηστοι. Κι ακολουθούν τη μοίρα τους, αργά ή γρήγορα. «Άγει προς φως την αλήθειαν ο χρόνος» (Μένανδρος).

Τη λειτουργία ακολούθησε η καθιερωμένη δοξολογία με τον πανηγυρικό να ολοκληρώνει την επίσημη τελετή. Ο ομιλητής, μεταξύ άλλων, επιδίωξε να φωτιστεί το πνεύμα της ηρωικής επανάστασης του 1821, να εξαρθεί το νόημα των αγώνων και της θυσίας των προγόνων μας. Να τονιστεί η αξία της δημοκρατίας και της ανθρωπιάς, της ελευθερίας και της αυτεξουσιότητας. Να στηλιτευθεί το αποτρόπαιο του ιμπεριαλισμού, της δουλείας και της υποτέλειας. Να φανεί πράγματι «ως χαρίεν άνθρωπος όταν άνθρωπος η». Καμιά αναφορά στη χούντα. Φυσικά ο λόγος άρεσε. Όχι όμως στους χουντικούς και φιλοχουντικούς. Κι όχι γιατί βρήκαν ψεγάδι αναφορικά με το πνεύμα της εορτής. Γιατί δεν έγινε αυτό που κατ’ αυτούς «έπρεπε», να γίνει δηλαδή -όπως σε κάθε θέμα- σύνδεση με τη χούντα, τη δήθεν «επανάσταση», όπως η αυταρέσκεια και η κούφια και σοφιστική επιχειρηματολογία τους αποκαλούσε το πραξικόπημα, τη δολοφονία της δημοκρατίας. Η συνέχεια, την επομένη.

Ο Γυμνασιάρχης, άνθρωπος δημοκρατικός, αγαπητός στους καθηγητές του, με καλοπροαίρετη πάντα διάθεση και πνευματώδες χιούμορ, με πολύ καλές σχέσεις με τον κόσμο και τους τοπικούς άρχοντες, καλεί κατ’ ιδίαν τον ομιλητή. – Κακομοίρη μου, Χ…άκου, άκου. Μου ’πανε να πας στο Σταθμό (εννοούσε της Χωροφυλακής). Να βρεις το διοικητή. – Για ποιο λόγο; – Απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν ανέφερες χθες στο λόγο σου τίποτε για την επανάσταση (χούντα, μωρέ, θέλω να πω). Αντιχουντικός, βέβαια, κι ο ίδιος. – Καλά, θα πάω αύριο, λέει ο καθηγητής. – Όχι, σήμερα, μου είπε. Θα κάνετε, λέει, μια κουβέντα. – Εντάξει, μόλις τελειώσω το μάθημα. Τελείωνε αρκετά νωρίς εκείνο το πρωινό. Ο διοικητής πράγματι περίμενε.

Καλωσόρισε με χειραψία τον καθηγητή, ευγενικά του πρόσφερε κάθισμα, του πρότεινε καφέ που κι αυτός ευγενικά αρνήθηκε, και ύστερα από ολιγόλεπτη, άσχετη με την πρόσκληση, κουβέντα προσπάθησε με κάποιο, ορατό ή και αδιόρατο εναλλακτικά κόμπιασμα, να μπει στην ουσία. Φαινόταν πολύ σοβαρός κι έδιδε την εντύπωση όχι τυφλού οπαδού, ίσως -και κατ’ ανάγκη- εκτελεστή εντολών. Η κουβέντα για το σχολείο, τον τόπο, τις συνθήκες εργασίας. Για τη ζωή στο χωριό, κάποια πράγματα. Απρόσμενο! Ο λόγος της πρόσκλησης, στο περιθώριο. Με το μαλακό, σκεφτόταν μέσα του ο καλεσμένος, σχεδιάζει, φαίνεται, να φτάσει στο στόχο του. Να πετύχει ό,τι η αράχνη με τον καλοστημένο ιστό της ή ο γάτος στο παιχνίδι του με το ποντίκι. Ίδωμεν!

Η ώρα περνούσε. «Περί ανέμων και υδάτων» ο λόγος, σε σχέση με τα αναμενόμενα. Και ακριβώς τη στιγμή, που, με μαεστρία ομολογουμένως, είχε κατευθύνει τον λόγο στην… εορτή και την εκκλησία, χτυπά το τηλέφωνο. Σηκώνει το ακουστικό, και, σαν να ήταν ολομόναχος, χωρίς προφυλάξεις, απλώς με λόγια όχι ξεκάθαρα -και κωδικοποιημένα ίσως πού και πού-, με σαφή ωστόσο προσπάθεια συγκάλυψης, αλλά με δυνατότητα στον προσεκτικό ακροατή να συναρμολογήσει νοήματα και να συναγάγει συμπεράσματα εντοπίζοντας βασικές λέξεις της συζήτησης, μιλά για κάποια λεπτά.

Ο καθηγητής, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας, φυλλομετρώντας δήθεν αδιάφορος ένα βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του, «κατέγραφε» τα μηνύματα, τα επεξεργαζόταν και πριν ακόμη σταματήσει το τηλεφώνημα είχε πειστεί πως μάλλον είχε αποκρυπτογραφήσει ουσιαστικά στοιχεία του ενσύρματου διαλόγου. Υπήρχε καταγγελία από «καλό συντοπίτη!» -διακρινόταν πίσω από το καμουφλάζ- πως σε σίγουρη αντιχουντική ενέργεια θα προέβαιναν κάποιοι από εκεί, νωρίς σήμερα. Ποια όμως, άδηλο. Ο καταδότης φαινόταν γνώστης πολλών πραγμάτων, που σίγουρα διόγκωνε και για λόγους εντυπωσιασμού αλλά και επίδειξης πίστης στα αφεντικά του- τα επιφωνήματα του αξιωματικού επέτρεπαν τέτοια εκτίμηση-, με υπολανθάνον το πάντοτε επιδιωκόμενο ή και προκαθορισμένο όφελος.

Η κατάσταση απαιτούσε αστραπιαία δράση. Η έλλειψη προσοχής από τον διοικητή ή η θεία δύναμη -δύναμη του δικαίου- έδωσαν λαβή και δυνατότητα στον καθηγητή να «φωτογραφήσει» το κύριο πρόσωπο ως ένα από τους πρωταγωνιστές του προετοιμαζόμενου έργου. Η τηλεφωνική αυτή συνομιλία διήρκεσε γύρω στα 10 λεπτά. Σπαράγματα εντοπίστηκαν, ικανά όμως για συναρμολόγηση εικόνας, έστω και ανολοκλήρωτης, που σίγουρα όμως αντανακλούσε φως. Σαν κουρασμένος όπως έδειχναν οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του, κυρίως από το βάρος της είδησης και του μάλλον επείγοντος της υπόθεσης, στράφηκε στο μέρος του καθηγητή-έδειχνε σα να τον είχε ξεχάσει, και περισσότερο ιδρωμένος τώρα γι’ αυτό ίσως, με λόγια που δύσκολα διασφάλιζαν συνειρμό λέει: –Ας είναι, όλα καλά…,θα δούμε…ναι…, ναι… -σαν να συνέχιζε την τηλεφωνική του συζήτηση- -Θα ορίσουμε μια νέα συνάντηση, νέα…, νέα…, για να συνεχίσουμε τη συζήτηση.

Αργότερα. Θα υπάρξει σχετική ειδοποίηση. Είπε επαναφέροντας το λόγο στο φυσικό του πλαίσιο απευθυνόμενος στον καλεσμένο του. Ο καθηγητής πλήρως ικανοποιημένος, όχι γιατί τελείωσε πριν καν αρχίσει μια όχι και τόσο ευχάριστη συζήτηση σε μια απροσδόκητη συνάντηση, μα γιατί είχε καταφέρει να «κλέψει» πολύτιμες πληροφορίες, σηκώθηκε, ευχαρίστησε για εκείνο βέβαια που αυτός δεν φανταζόταν και αποχώρησε. Το επόμενο βήμα. Μόλις απομακρύνθηκε από το Τμήμα, επιδίωξε και -τύχη αγαθή- σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα ήρθε σε επαφή με το πρόσωπο που με μεγάλη πιθανότητα είχε μπει στο κάδρο της επισήμανσης. Δεν είχε πέσει έξω. Ανήκε στον εκπαιδευτικό χώρο, δάσκαλος αψεγάδιαστος, άνθρωπος δύσκολων έργων και γρήγορων αποφάσεων, οικογενειάρχης άριστος, αληθινός και ένθερμος πατριώτης.

Έχαιρε άκρας εκτίμησης από τον κοινωνικό περίγυρο. Χωρίς περιστροφές, με την πρώτη κουβέντα η πιθανότητα μετατράπηκε σε βεβαιότητα. Εκείνος πρωταγωνιστούσε σε συνεργασία με πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος του στρατού (πιθανόν της αεροπορίας) στο να μεταφερθούν και φυλαχτούν σε καλά προμελετημένη και ασφαλή κρυψώνα όπλα για σχεδιαζόμενη, ενδεχομένως, μελλοντική χρήση. Τα ευχαριστώ που ακούστηκαν ήταν αμέτρητα. Από εκεί και πέρα στήθηκε ολόκληρος μηχανισμός με αστραπιαία κινητοποίηση.

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Ο συνεργάτης, στρατιωτικός που ηγετικά βρισκόταν στην άκρη του νήματος και αδιάλειπτα επί ποδός, έπρεπε να ενημερωθεί πάραυτα, αυτοστιγμεί. Έγινε. Τα όπλα, κατάλληλα και ανυποψίαστα συσκευασμένα, θα μεταφέρονταν με τα χέρια -και με το ήδη οργανωμένο σχέδιο- από την κρυψώνα τους στο σταθμό λεωφορείων. Και καταδότες έτσι θα αφοπλίζονταν και ο κίνδυνος αιφνιδιαστικού καθ’ οδόν ελέγχου θα εκμηδενιζόταν, όπως εκτιμούσαν. Και, φυσιολογικά, θα φορτώνονταν ως αποσκευές επιβατών σε οχήματα δημόσιας χρήσης, τα λεωφορεία. Πολύ συνηθισμένο τότε να στέλνονται δέματα ασυνόδευτα. Είχε δεόντως οργανωθεί και η παραλαβή.

Τα υπόλοιπα ήταν θέμα μυστικού, περαιτέρω, προγραμματισμού. Κατάληξη: η τυχαία συνομιλία, η απρογραμμάτιστη «αντικατασκοπεία», θα λέγαμε, λειτούργησε καίρια και αποτελεσματικά. Την τελευταία στιγμή σώθηκε η «επιχείρηση». Κι εδώ οι καταδότες απέτυχαν. Στο τελευταίο χαρτί τους, στο χαρτί της νίκης που πίστευαν πως «τράβηξαν» με περίσσια σιγουριά, «κάηκε η παρτίδα», για να μιλήσουμε και με χαρτοπαικτικούς όρους.

Χάρη στην καλή τύχη -θα ήταν χείριστη υπό διαφορετική έκβαση- η επιχείρηση ματαιώθηκε (μπορεί και να αναβλήθηκε) πριν καν αρχίσει. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Οι πατριώτες δεν εντοπίστηκαν, οι καταδότες «έσπασαν τα μούτρα τους». Τι απέγινε σχετικά με τους… απρόσεκτους καταδότες; Άγνωστο. Απλώς μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία να πλανηθεί. Εκείνο, ωστόσο, που ακολούθησε τα γεγονότα αυτά στην πορεία τους είναι τούτο το αξιοπερίεργο.

Η «συζήτηση» που είχε αρχίσει στο αστυνομικό τμήμα ουδέποτε συνεχίστηκε. Πρόσκληση νέα στον καθηγητή δεν έγινε για το θέμα που βίαια σχεδόν είχε διακοπεί. Άλλη ίσως επανεκτίμηση των πραγμάτων; Ή άλλοι σχεδιασμοί, που για διάφορους λόγους δεν υλοποιήθηκαν καθώς ακολούθησαν και μετακινήσεις εμπλεκομένων προσώπων; Και το πιο αξιοπερίεργο. Διευρύνθηκε η σχέση -το περιβάλλον ήταν μικρό-μεταξύ των εμπλακέντων, όχι βέβαια φιλική, αλλά σε επίπεδο ευπρεπούς ή τυπικής ευγένειας.

Αρκετό καιρό έπειτα ο στρατιωτικός και ο συνεργάτης του είχαν συνάντηση με τον «σωτήρα» τους, όπως χαρακτηριστικά αποκάλεσαν τον καθηγητή, που κατάφερε να υφαρπάξει και να μεταφέρει τόσο σημαντικές γι’ αυτούς πληροφορίες σώζοντάς τους από επικίνδυνες περιπέτειες. Ευγνωμοσύνη και ευχαριστώ χωρίς φειδώ. Θεώρησαν εθνική προσφορά, στήριξη στη δημοκρατία τη γνωστοποίηση των πληροφοριών, που τους έσωσε από την παγίδα που σίγουρα η χούντα θα τους έστηνε. Και τότε;

Διά βίου διατηρήθηκε έκτοτε η μεταξύ τους φιλία. Η δημοκρατία πάντοτε ενώνει.