Για πολλούς ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν τραγουδιστής. Ήταν ένα λαϊκό ίνδαλμα. Ήταν ο ιεροψάλτης των καημών τους. Ο άνθρωπος που έδινε μελωδία στους πόνους και τις αγωνίες τους. Δεν ήταν μια απλή υπόθεση ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ήταν η φωνή των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να ακουστούν. Ήταν η φωνή του αδύναμου.
Είναι άδικο να μελετήσει κάποιος το φαινόμενο Καζαντζίδη στα στενά όρια του πενταγράμμου. Ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη. Μπορεί μουσικά να μην σου αρέσει αλλά δεν μπορείς παρά να παραδεχθείς πως άγγιξε τις καρδιές εκατοντάδων, χιλιάδων ανθρώπων, που είχαν τα τραγούδια και τη φωνή του στο εικονοστάσι του σπιτιού τους.
Όταν μια ημέρα σαν σήμερα, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ο Καζαντζίδης έχασε τη σκληρή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο, όλοι εκείνοι οι πιστοί και φανατικοί οπαδοί του, τραγουδούσαν με δάκρυα στα μάτια το «υπάρχω». Και το τραγουδούσαν δυνατά γιατί ήθελαν πραγματικά να πιστέψουν πως υπάρχει ακόμα ανάμεσά τους.
Το να επικεντρωθεί το αφιέρωμα που διαβάζετε στο βιογραφικό του Καζαντζίδη, είναι μάλλον αχρείαστο. Όλοι τα ξέρουν όλα για τη ζωή του σπουδαίου λαϊκού τραγουδιστή. Η επιλογή, λοιπόν, είναι να επικεντρωθούμε στη σκληρή κόντρα που είχε ο Καζαντζίδης, προκειμένου να «φωτιστούν» οι λόγοι για τους οποίους, στο απόγειο της καριέρας του, αποχώρησε από τη νυχτερινή διασκέδαση.
Τι άλλο να προσθέσεις εσύ, άλλωστε, όταν ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης είχε πει για τον Καζαντζίδη πως «δεν είναι το μέταλλο που έχει στη φωνή ο Στέλιος, αλλά η καρδιά που έχει μέσα του. Αυτό το σκεύος έχει μέσα του ήχους και φωνές αιώνων…».
Η σύγκρουση του Καζαντζίδη με τη «νύχτα»
Τον Μάη του 1966 ο Στέλιος Καζαντζίδης προχώρησε σε μια κίνηση που σόκαρε τους πάντες. Ήταν μια είδηση – «βόμβα». Στο απόγειο της καριέρας του ανακοίνωσε πως αποχωρεί για πάντα (κάτι που πράγματι τήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του) από τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης.
«Το φετινό καλοκαίρι θα είναι η τελευταία μου εμφάνιση στο πάλκο και στην Ελλάδα. Αποσύρομαι και φεύγω. Γράψτε το. Και τονίστε ότι όταν λέει κάτι ο Καζαντζίδης, το κάνει», είχε πει ο ίδιος τότε.
Και όπως το είπε, έτσι το έκανε. Από το 1966 (τότε που ήταν μόλις 34 ετών) μέχρι και που πέθανε δεν τραγούδησε ποτέ ξανά ζωντανά. Όταν είχε κάνει εκείνη τη δήλωση, οι δημοσιογράφοι τον είχαν ρωτήσει τον λόγο. Εκείνος είχε αρνηθεί να απαντήσει και είχε υπογραμμίσει πως θα δώσει όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν θα μιλήσει για τη ζωή του.
Κράτησε και εκείνη την υπόσχεση. Χρόνια αργότερα, μιλώντας στον Βασίλη Βασιλικό του είχε αφηγηθεί εκείνο το περιστατικό, την Καθαρά Δευτέρα του 1966, που ο Καζαντζίδης τραγουδούσε στον νυχτερινό κέντρο «Φαληρικόν» στην οδό Αχαρνών, στο κέντρο της Αθήνας.
«Ήμασταν στη μέση περίπου του προγράμματος. Είχα προσέξει μια νεαρή κοπέλα, μια ωραία κοπέλα, που ερχότανε κάθε βράδυ παρέα με τον ταξιτζή που την κουβαλούσε. Τον είχε για συντροφιά της στο τραπέζι προφανώς τα είχαν βρει κιόλα αλλιώτικα οι δυο τους. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ δεν ήταν μαζί της ο ταξιτζής.
» Είχα συνηθίσει να τη βλέπω εκεί κι έτσι δε μου έκανε εντύπωση όταν σηκώθηκε και βγήκε στην πίστα, που ήταν άδεια, με το άδειο μπουκάλι της μαυροδάφνης στο χέρι της. Την είδα να ανοίγει τα κανιά της, να δίνει μια στο μπουκάλι, που του έφυγε ο πάτος και πέρασε ξυστά από το μάγουλο το δικό μου, για να καρφωθεί στην ”αχιβάδα” του παλκοσένικου. Μπήκε μέσα στο πλαστικό της ”αχιβάδας” δύο δάχτυλα.
» Τρόμαξα. Σταματάω το τραγούδι και κατεβαίνω απ’ το πάλκο με την κιθάρα, πάω, χώνομαι μες στο καμαρίνι, το κλειδώνω από μέσα και μονολογώ. Μιλάω με τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Λέω: ”Τι θέλεις πια; Το πράγμα έφτασε στο ζενίθ του. Δεν έχει άλλο!”. Και εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση και έδωσα όρκο ότι δεν πρόκειται να ξανατραγουδήσω σε νυχτερινό μαγαζί».
Έτσι είχε αφηγηθεί ο ίδιος εκείνο το καθοριστικό περιστατικό, το οποίο περιλαμβάνεται στη βιογραφία του λαϊκού τραγουδιστή με τον τίτλο «Υπάρχω» (εκδόσεις Λιβάνη).
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Αυτό ήταν το «κερασάκι στην τούρτα» ή καλύτερα «η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι». Δεν ήταν ένα σπασμένο μπουκάλι.
Ήταν ο πόλεμος που δεχόταν ο Καζαντζίδης απ’ όλο το σύστημα που «κυριαρχεί» τη νύχτα και περιλαμβάνει από πανίσχυρους επιχειρηματίες, μέχρι «μπράβους» και «νονούς». Ένα σύστημα με το οποίο ο Καζαντζίδης συγκρούστηκε.
Ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Λάκης Καρνέζης σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στο περιοδικό «Δίφωνο» είχε πει πως επειδή ο Καζαντζίδης εκείνη την εποχή «πουλούσε» τρελά, όλοι οι ιδιοκτήτες τον ήθελαν στο δικό τους μαγαζί.
Εκείνος, όμως, τιμούσε τις συμφωνίες του και δεν έφευγε από δουλειές. Τότε εκείνοι τον απειλούσαν. Πολλές φορές ο Καζαντζίδης βρέθηκε με ένα όπλο κολλημένο στον κρόταφο ή ένα μαχαίρι να πιέζει τα πλευρά του.
Ένας από τους πιο διαβόητους νονούς της νύχτας εκείνη την εποχή, ο περιβόητος Νίκος Κατελάνος τον είχε αναγκάσει, με την απειλή όπλου να πει ένα συγκεκριμένο τραγούδι 22 φορές. Συνεχόμενες. Στο τέλος, ο Κατελάνος πίεσε το όπλο του πάνω στον Καζαντζίδη και απαίτησε από τον τραγουδιστή να τον «αγγίξει» στα γεννητικά του όργανα. Ο Καζαντζίδης εξοργίστηκε, βγήκε εκτός εαυτού αλλά η επέμβαση των ψυχραιμότερων, απέτρεψε ένα – σχεδόν σίγουρο – αιματοκύλισμα.
Ο Κατελάνος, δεν ήταν μόνο νονός της νύχτας. Ήταν και δωσίλογος. Στα χρόνια της κατοχής ανήκε στη «Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας», το ειδικό τμήμα της χωροφυλακής που καταδίωκε δίχως έλεος τους κομμουνιστές. Ήταν ο ίδιος που με την παρέα του είχε ξυλοκοπήσει τη Σωτηρία Μπέλλου στο «Χάραμα» επειδή η τραγουδίστρια είχε αρνηθεί να πει ένα τραγούδι που υμνούσε τη δράση των ταγματασφαλιτών.
Ο Καζαντζίδης είχε δεχθεί απειλές κατά της ζωής του και από ένα άλλο «μπουμπούκι» της εποχής. Τον Γιάννη Κατσιμίχα ο οποίος ήταν μπράβος της νύχτας που ήθελε να γίνει τραγουδιστής. Στο βιογραφικό του, ωστόσο, υπήρχε και η θητεία του στη Μακρόνησο όπου ήταν ένας από τους βιαιότερους βασανιστές.
«Άλλη περίπτωση ο Κατσιμίχας ο Αλφαμίτης της Μακρονήσου. Δεν ήξερα ότι είχε το ψώνιο να γίνει τραγουδιστής. Κάποτε ο Χιώτης του έκανε κάποιες πρόβες για να τον βάλει να τραγουδήσει φαίνεται. Αν είναι δυνατόν ο Χιώτης ο μοντέρνος της εποχής μας να γράψει μελωδία για να την τραγουδήσει ο Κατσιμίχας. Απ’ τη ”Σπηλιά του Παρασκευά” όπου δούλευε ο Χιώτης έρχεται ένα βράδυ στο δικό μου μαγαζί ο Κατσιμίχας μεθυσμένος και με ύφος προκλητικό όταν κατέβηκα στα τραπέζια μου λέει: Τί σου χω κάνει και δε μ’ αφήνεις να ανέβω και εγώ στο πάλκο σαν τραγουδιστής;
» Όχι εγώ δεν τον είχα βασανιστή στην Μακρόνησο. Εγώ είχα έναν άλλον τον Μιχαηλίδη τον Θωμά. Ο Κατσιμίχας αυτός ήταν της κλάσης του Μπιθικώτση, του Θεοδωράκη. Πασίγνωστος. Τον γράφουν και τα βιβλία. Όπως και τον Θεοφιλογιαννάκο της ΕΣΑ. Του λέω, δεν σε καταλαβαίνω. Μου λέει, Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω. Θα τα πούμε στο σχόλασμα. Στο σχόλασμα μπαίνει στο καμαρίνι μεθυσμένος με ένα καπάκι από κονσερβοκούτι.
» Τα μάτια του είχαν σακουλιάσει. Μου λέει, αν σου πάρω το λαρύγγι τώρα τί θα γίνει; Βρε Γιάννη σύνελθε τι έχεις πάθει; Μου λέει, έχεις θέσει όρο στον Λαμπρόπουλο τον Τάκη (της εταιρείας Κολούμπια) ή εσύ ή εγώ. Του λέω, τρελός είσαι, ποιος σου τα έχει πει αυτά; Ο ίδιος ο Μανώλης ρε μου τα χει πει. Ο Χιώτης; Μιλάς σοβαρά; Ο Μανώλης είναι φίλος μου. Μου λέει, αυτά που σου λέω, μου ορκιζότανε κιόλα» περιέγραφε ο Καζαντζίδης στη βιογραφία του.
Γιατί, προφανώς, και δεν πρέπει να ξεχνάμε και το πολιτικό περιβάλλον εκείνης της εποχής. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μέχρι το 1966, η χώρα βρισκόταν βυθισμένη σε μια πολιτική κρίση η οποία ένα χρόνο αργότερα οδήγησε στην επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών. Οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) οι επιχειρηματίες της νύχτας εκείνη την εποχή ήταν «εθνικόφρονες». Έστελναν τα πρωτοπαλίκαρά τους στον Καζαντζίδη για να του θυμίσουν το… αριστερό του παρελθόν. Τρομακτική η πίεση.
Ειδικά για έναν άνθρωπο που δεν μπόρεσε να αποκτήσει παιδιά εξαιτίας των βασανιστηρίων που υπέστη την εποχή που ήταν ακόμα φαντάρος, επειδή ήταν «παιδί κομμουνιστή».
Ο πατέρας του, Χαράλαμπος Καζαντζίδης, καταγόταν από τα Κοτύωρα του Πόντου. Χτίστης στο επάγγελμα. Στα χρόνια της κατοχής οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και δούλεψε για την Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ). Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς αντικομμουνιστές.
Οι δισκογραφικές και η αυτοεξορία
Και έπειτα υπήρχε και το άλλο. Ο λαϊκός τραγουδιστής δε δεχόταν στα μαγαζιά που δούλευε να υπάρχει «κονσομασιόν», ούτε γούσταρε όλους εκείνους τους νεόπλουτους που έκαναν επίδειξη πλουτισμού. Και όσο ο Καζαντζίδης δεν έκανε τα χατίρια τους επιχειρηματίες της νύχτας, τόσο περισσότερο εκείνοι έστηναν σκηνικά με δήθεν δυσαρεστημένους πελάτες που τα έσπαγαν όλα.
Ο Καζαντζίδης δέχθηκε έναν τρομακτικό πόλεμο. Πολλοί είπαν πως όλα αυτά ξεκίνησαν από τις δισκογραφικές εταιρείες. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν ο πρώτος λαϊκός τραγουδιστής που απαιτούσε ποσοστά επί των πωλήσεων, ανοίγοντας τον δρόμο και για τους υπόλοιπους συναδέλφους του. Και αυτό δεν άρεσε καθόλου στους ιδιοκτήτες των εταιρειών.
Η κόντρα αυτή είχε ξεκινήσει ήδη από το 1959 με τη δικαστική διαμάχη που είχε με την «Columbia» για τα δικαιώματα του δίσκου «Μαντουμπάλα», που σάρωσε στις πωλήσεις με πάνω από 100.000 αντίτυπα. Η εταιρεία έλαβε πολλά εκατομμύρια από τις πωλήσεις. Ο ίδιος ο Καζαντζίδης «ανταμείφθηκε» με 1.000 δραχμές!
Ο Στέλιος Καζαντζίδης έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Έφυγε από την Αθήνα. Αρχικά πήγε στη Μακεδονία. Από τραγουδιστής έγινε ψαράς και αγρότης.
Το 1971 ο Γιώργος Λιάνης ταξίδεψε για να βρει τον Καζαντζίδη και να του πάρει συνέντευξη για τα «Επίκαιρα». Τον βρήκε να ψαρεύει μελαγχολικός και μόνος.
«Με έχουν κάνει να ζητάω τη μοναξιά στα πέλαγα και στα χωράφια. Δεν θα ξανατραγουδήσω. Έχω σιχαθεί το τραγούδι. Θα προσπαθήσω να βρω κάποια άλλη δουλειά. […] Οι δισκογραφικές εταιρίες δεν είναι τίποτα άλλο, παρά τεράστια ψυγεία, που από την κατάψυξή τους, θα περάσουν, αργά ή γρήγορα, συνθέτες, ερμηνευτές και μουσικοί. […] Τους έκανα μεγάλη ζημιά. Μετέτρεψα τη δραχμή σε χιλιάρικο. Η πρώτη μου ηχογράφηση αμείφτηκε με 80 δραχμές. Μετά από λίγο ηχογράφησα τραγούδι με 80 χιλιάρικα».
Όταν ο λαϊκός τραγουδιστής αποφάσισε να φτιάξει τη δική του δισκογραφική εταιρεία, τη «Standar», απέτυχε παταγωδώς. Βρήκε απέναντί του τις υπόλοιπες δισκογραφικές αλλά και τη χούντα. Η πίκρα από εκείνη την αποτυχία ήταν τεράστια.
Ακόμα και όταν μετά από χρόνια ο Καζαντζίδης επέστρεψε στη δισκογραφία, με αφορμή τη διαμάχη με τον Χρήστο Νικολόπουλου, είχε βγάλει εκείνη την πίκρα. «Μόνον ο θάνατος θα με γλιτώσει από όλα αυτά. Γιατί με τυρρανάνε 35 ολόκληρα χρόνια. Ανεβαίνω Γολγοθά. Είναι αμαρτία απ’ το Θεό», είχε πει σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1.