Η Μαρίνα Σάττι μίλησε για το προσφυγικό και αναφέρθηκε στους τάφους μικρών παιδιών που αντίκρισε στο νεκροταφείο του πατέρα της, αλλά και τις εικόνες που τη στοιχειώνουν ακόμη και σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, σε συνέντευξή της στη LiFo περιέγραψε το δράμα του προσφυγικού μέσα από το δικό της βίωμα όταν τον περασμένο Απρίλιο που πέθανε ο πατέρας της και χρειάστηκε να μεταβεί στην Κομοτηνή γιατί δεν υπάρχει μουσουλμανικό νεκροταφείο στην Αθήνα, «ξαφνικά κοιτάζω δίπλα του και βλέπω πάρα πολλούς τάφους με την ίδια ημερομηνία θανάτου: “26/5, Συρία”. Ήταν άνθρωποι που πνίγηκαν σε ναυάγιο και τους μετέφεραν όλους εκεί, σε κάτι τάφους μισό μέτρο. Κοιτάζω απ’ την άλλη, “9/1 Αφγανιστάν”, άνθρωποι που πνίγηκαν σε άλλο ναυάγιο».
«Δεν ξέρω αν με έχει στοιχειώσει πιο πολύ η εικόνα του μπαμπά μου, που εμφανίζεται κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου, ή αυτό που συνέβαινε δίπλα του. Είναι ο μπαμπάς μου εκεί, μακριά, για χ, ψ, λόγους, με ένα κάρο άλλους ανθρώπους που τους έχουν γκρουπάρει κι αυτούς εκεί πέρα, μακριά. Κάπως το AH THALASSA για μένα είναι αυτή η εικόνα» προσθέτει η ίδια.
Παράλληλα, με αφορμή και τον σάλο που σηκώθηκε σχετικά με τη στάση της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στη Eurovision η ίδια ξεκαθάρισε ότι «εγώ δεν έχω σχέση με πολιτικούς και κόμματα, καμία. Δεν είμαι κανενός».
«Το ότι δεν θέλω να πεθαίνουν παιδάκια και να βλέπω τάφους 50 εκατοστών δίπλα στον μπαμπά μου που είναι 65 χρονών δεν με καθιστά υπέρ ή κατά κάποιου. Καλώς ή κακώς, έχω ένα background και αυτό το πράγμα νιώθω ότι αυτομάτως με τοποθετεί κάπου, πάντως όχι σε κόμματα» τονίζει η ίδια.
Παράλληλα, αναφερόμενη σε μία από τις πλευρές του μεταναστευτικού και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που λόγω του πολέμου αναγκάζονται να φύγουν από τις εστίες τους, περιέγραψε όσα κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ο πατέρας της και η σύζυγός του.
«Ο μπαμπάς μου και η γυναίκα του και η αδελφή μου φύγανε πριν από έναν χρόνο και κάτι μήνες από το Σουδάν γιατί ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, μια μέρα άρχισαν οι βομβαρδισμοί. Μιλούσαμε στο WhatsΑpp, για μια βδομάδα ήταν κλειδωμένοι στο σπίτι τους και ξαφνικά, μια Παρασκευή, φύγανε νύχτα. Πήγανε στο Πορτ Σουδάν γιατί βγαίνανε στις γειτονιές με τα τανκς, γυρνούσε η κάννη 360ο και πυροβολούσε αβέρτα, όποιον πάρει ο Χάρος. Και ο μπαμπάς μου και η γυναίκα του ήταν γιατροί, με διδακτορικά, καθηγητές πανεπιστημίου. Το λέω για να μην πουν “οι μαύροι οι μουσουλμάνοι”. Είχαν δική τους κλινική στο Σουδάν, η αδελφή μου πήγαινε στο International School, και όταν ήρθαν στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να βγάλουν λεφτά από την τράπεζα. Κι επειδή η πόλη έγινε πόλη φαντασμάτων, μπήκαν και τους έκλεψαν το σπίτι».
Συνεχίζοντας, η Μ. Σάττι περιέγραψε ότι «πήγα μια μέρα στο σπίτι της γυναίκας του μπαμπά μου τον Σεπτέμβριο. Έκλαιγε, τη ρώτησα “τι έγινε;” και μου απάντησε “μπήκαν μέσα στο σπίτι και μας τα πήραν όλα, τα έπιπλα, τα ρούχα, τα χαρτιά”. Προσπαθούσαμε να τους βοηθήσουμε με τον αδελφό μου λίγο με κάποια πράγματα, με ένσημα, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν πολλά χρόνια γιατρός στην Ελλάδα, στο Ιπποκράτειο, και δεν μπορούσαμε γιατί τα πτυχία τους είχαν χαθεί και δεν μπορούσαμε να τα βρούμε στο Σουδάν».
«Από τη μια μέρα στην άλλη, άνθρωποι που είχαν μια καλή ζωή έφτασαν να μην έχουν τίποτα, άνθρωποι που βοηθούσαν φτωχούς με καρκίνο, τους χειρουργούσαν δωρεάν, δεν μπορούσαν να πληρώσουν το ενοίκιο. Μετά πέθανε ο μπαμπάς μου».
Τέλος, η Μαρίνα Σάττι υπογράμμισε ότι «αυτό που λέω δεν το λέω ως θεατής από κάπου μακριά, που τα βλέπει στην τηλεόραση. Αυτό είναι το background μου. Η αδελφή μου ήρθε 16 χρονών στην Ελλάδα και έπρεπε να δούμε πώς θα τελειώσει το σχολείο, δεν μιλάει ελληνικά και δεν μπορεί να πάει σε δημόσιο· να δούμε πώς θα δουλέψει η γυναίκα του μπαμπά μου. Αυτό είναι το background μου, οπότε το πού είσαι και τι πιστεύεις δεν είναι επιλογή κάποιες φορές».