Η Μάγκι Σμιθ, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, διέπρεψε με την εξαιρετική γκάμα των εκφραστικών της ικανοτήτων στους ρόλους της, κερδίζοντας τον θαυμασμό σκηνοθετών και των συναδέλφων της.
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν δηλώσει για τη Μάγκι Σμιθ ότι ποτέ δεν αντιμετώπιζε ελαφρά έναν ρόλο και συχνά τη συναντούσαν να κάνει πρόβες περπατώντας ανήσυχα κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων, τη στιγμή που το υπόλοιπο καστ ξεκουραζόταν.
Σε ένα επάγγελμα που φημίζεται για το πόσο αβέβαιο είναι, η καριέρα της ξεχώρισε για τη μακροβιότητά της. Έκανε το ντεμπούτο της το 1952 και εργαζόταν αδιάκοπα έξι δεκαετίες αργότερα, από ανερχόμενο αστέρι σε εθνικό θησαυρό.
Η Μαργκαρέτ Ναταλί Σμιθ γεννήθηκε στο Ίλφορντ του Έσεξ στις 28 Δεκεμβρίου 1934, κόρη ενός παθολόγου.
Με τον πόλεμο να πλησιάζει, η οικογένεια μετακόμισε στην Οξφόρδη, και η νεαρή Μάγκι φοίτησε στο Oxford School for Girls.
Ξεκίνησε την καριέρα της στο θέατρο ως βοηθός υποβολέα και αντικαταστάτρια στο Oxford Repertory. Μάλιστα, είχε δηλώσει πως ποτέ δεν ανέβηκε στη σκηνή όσο ήταν εκεί, επειδή κανείς από το θίασο δεν αρρώστησε ποτέ.
Το 1955, ο θίασός της μετακόμισε σε ένα μικρό θέατρο στο Λονδίνο, όπου προσέλκυσε την προσοχή του Αμερικανού παραγωγού Λέοναρντ Στίλμαν, ο οποίος την επέλεξε για το New Faces, ένα ρεβί που έκανε πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ τον Ιούνιο του 1956.
Ξεχώρισε ανάμεσα στους άγνωστους ηθοποιούς του καστ, και όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, της προσφέρθηκε ένα εξάμηνο συμβόλαιο για το Share My Lettuce δίπλα στον Κένεθ Γουίλιαμς.
Ο πρώτος της κινηματογραφικός ρόλος ήταν μικρός, στην παραγωγή του 1956 Child in the House.
Δύο χρόνια αργότερα, προτάθηκε για βραβείο BAFTA ως καλύτερη νέα ηθοποιός για τον ρόλο της στην ταινία Nowhere to Go, όπου υποδύθηκε μια κοπέλα που βοηθά έναν δραπέτη.
Οι Times, περιγράφοντας τον ρόλο της στην επιτυχία του Λονδίνου Mary Mary το 1963, έγραψε πως ήταν «η σωτηρία αυτής της ανάλαφρης κωμωδίας του Μπρόντγουεϊ».
Αργότερα το 1963, ο Λόρενς Ολίβιε της πρόσφερε τον ρόλο της Δυσδαιμόνας απέναντι στον Οθέλο του, στο Εθνικό Θέατρο. Η παραγωγή, με το αρχικό καστ, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δύο χρόνια αργότερα, με την Σμιθ να προτείνεται για Όσκαρ.
Όπως γράφει το BBC, ο ρόλος που την έκανε διεθνώς γνωστή ήρθε το 1969 όταν υποδύθηκε τη δασκάλα που απέρριπτε κάθε συμβατικότητα στην ταινία The Prime of Miss Jean Brodie. Ο ρόλος αυτός της χάρισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου.
Παράλληλα, παντρεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της, Ρόμπερτ Στίβενς.
Η ηθοποιός συνέχισε στο Εθνικό Θέατρο για άλλα δύο χρόνια, με σημαντικές εμφανίσεις, όπως στην κωμωδία The Beaux’ Stratagem στο Λος Άντζελες.
Έλαβε ακόμη μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για τον ρόλο της στην ταινία Travels With My Aunt του Τζορτζ Κιούκορ το 1972.
Το 1975 χώρισε με τον Στίβενς και ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα Μπέβερλι Κρος. Μετακόμισε στον Καναδά, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια σε μια θεατρική εταιρεία, αναλαμβάνοντας πιο βαρείς ρόλους, όπως η Λαίδη Μάκβεθ και ο Ριχάρδος Γ’.
Ένας κριτικός, αναφερόμενος στην ερμηνεία της ως Λαίδη Μάκβεθ, έγραψε ότι είχε «ενσωματώσει τη ζωντανή της προσωπικότητα με αυτή της χαρισματικής ηρωίδας της».
Παρά την επιτυχία της, ήταν σεμνή για τα επιτεύγματά της, δηλώνοντας απλά: «Πήγαινα στο σχολείο, ήθελα να γίνω ηθοποιός, ξεκίνησα να παίζω, και ακόμα παίζω».
Συνέχισε να εργάζεται στον κινηματογράφο, παίζοντας δίπλα στον Πίτερ Ουστίνοφ το 1978 στην ταινία Death on the Nile και την ίδια χρονιά στον ρόλο της Νταϊάνα Μπάρι στην ταινία του Νιλ Σάιμον California Suite.
Η δεκαετία του ’80 την είδε να πρωταγωνιστεί σε αξέχαστες κινηματογραφικές ταινίες και να κερδίζει βραβεία BAFTA για ταινίες όπως A Private Function και A Room With A View, η τελευταία της έφερε επίσης Χρυσή Σφαίρα και υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ακολούθησαν κι άλλα βραβεία BAFTA, πρώτα για την ερμηνεία της ως ηλικιωμένη αλκοολική στην ταινία The Lonely Passion of Judith Hearne και στη συνέχεια για τον ρόλο της στο Bed Among The Lentils, ένα από τα έργα της σειράς Talking Heads του Άλαν Μπένετ για το BBC.
Το 1987 επέστρεψε στο θέατρο με το έργο Lettice and Lovage στο Globe Theatre του Λονδίνου, πριν η παράσταση μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, η πορεία της διακόπηκε όταν έπαθε ατύχημα με το ποδήλατο και στη συνέχεια έμαθε ότι χρειαζόταν εγχείρηση στα μάτια.
Όταν τελικά επέστρεψε στο Lettice and Lovage μετά από διάλειμμα 12 μηνών, η ερμηνεία της στη Νέα Υόρκη της χάρισε το βραβείο Tony.
Ο εμβληματικός ρόλος της στο Harry Potter
Το 1990 έλαβε τον τίτλο της DBE και έναν χρόνο αργότερα εμφανίστηκε ως η ηλικιωμένη Γουέντι στην ταινία Hook, τη συνέχεια του Peter Pan του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ακολούθησαν κι άλλες ταινίες, όπως το Sister Act, δίπλα στη Γούπι Γκόλντμπεργκ, και The Secret Garden, για την οποία προτάθηκε για βραβείο BAFTA.
Ο νέος αιώνας έφερε ένα BAFTA και μια υποψηφιότητα για Emmy για τον ρόλο της ως Μπέτσεϊ Τρότγουντ στην παραγωγή του BBC David Copperfield.
Έναν χρόνο αργότερα, εμφανίστηκε ως Καθηγήτρια Μινέρβα ΜακΓκόναγκαλ στην ταινία Harry Potter and the Philosopher’s Stone, έναν ρόλο που θα υποδυόταν σε όλες τις επόμενες ταινίες της σειράς.
Φημολογείται ότι ήταν η μόνη ηθοποιός που η συγγραφέας J.K. Rowling ζήτησε προσωπικά, φέρνοντας μια μικρή πινελιά της Μις Τζιν Μπρόντι στο Χόγκουαρτς.
Το 2004 εμφανίστηκε μαζί με τη μακροχρόνια φίλη της, Τζούντι Ντεντς, στο γλυκό δράμα Ladies in Lavender.
Η The New York Times έγραψε ότι η Σμιθ και η Ντεντς «βυθίζονται στους ρόλους τους με την άνεση που έχουν οι γάτες όταν χώνουν τον εαυτό τους σε ένα πουπουλένιο πάπλωμα σε μια θυελλώδη, βροχερή νύχτα».
Το Gosford Park και ο ρόλος της στο Downton Abbey
Δύο χρόνια αργότερα, υποδύθηκε την κόμισσα του Τρένθαμ στο Gosford Park, την ταινία του Ρόμπερτ Όλτμαν για τα μυστήρια δολοφονίας σε ένα αγγλικό εξοχικό σπίτι.
Η ερμηνεία της ήταν απολαυστική, με ένα πέπλο σνομπισμού από το οποίο ξεπρόβαλλαν εξαιρετικά καυστικές ατάκες, ιδιαίτερα στις σκηνές με τον κύριο Νοβέλο και την αποτυχημένη του ταινία.
Ήταν ένας ρόλος που, όπως πολλοί υποστηρίζουν, επανέλαβε ουσιαστικά με άλλο όνομα όταν επιλέχθηκε να παίξει στην επιτυχημένη σειρά Downton Abbey. Το όνομα του χαρακτήρα μπορεί να άλλαξε σε Δούκισσα του Γκράνθαμ, αλλά η ερμηνεία της παρέμεινε παρόμοια στην ουσία.
«Είναι αλήθεια ότι δεν ανέχομαι τους ανόητους, αλλά ούτε αυτοί με ανέχονται, γι’ αυτό είμαι οξυθυμη», είχε πει κάποτε. «Ίσως γι’ αυτό είμαι αρκετά καλή στο να παίζω απότομες ηλικιωμένες κυρίες».
Παρέμεινε στο καστ του Downton Abbey μέχρι το 2015, όταν η σειρά ολοκληρώθηκε, επανερχόμενη στον ρόλο για δύο ταινίες το 2019 και το 2022.
Το 2007, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Harry Potter and the Half-Blood Prince, διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Αναρρώνοντας πλήρως μετά από δύο χρόνια θεραπείας, συνέχισε την καριέρα της.
Παρά το γεγονός ότι έμεινε αδύναμη από την ασθένεια, συμμετείχε εκ νέου στην τελευταία ταινία του Harry Potter και έλαβε μια ακόμα υποψηφιότητα για BAFTA για τον ρόλο της στην ταινία The Best Exotic Marigold Hotel το 2012.
Το 2015 έδωσε μια συγκινητική ερμηνεία στην ταινία The Lady in the Van, βασισμένη στην αληθινή ιστορία της Μέρι Σέπερντ, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έζησε σε ένα κατεστραμμένο φορτηγάκι στην αυλή του συγγραφέα Άλαν Μπένετ στο Λονδίνο για 15 χρόνια.
Είχε προηγουμένως εμφανιστεί στην θεατρική εκδοχή της ιστορίας, για την οποία κέρδισε το βραβείο Olivier για την καλύτερη ηθοποιό, καθώς και σε ραδιοφωνική εκπομπή του BBC Radio 4 το 2009.
Η Μάγκι Σμιθ είχε δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις, αλλά κάποτε είχε ρωτηθεί ποιο ήταν το στοιχείο που την γοήτευε στο θέατρο. «Μου αρέσει το εφήμερο στοιχείο του θεάτρου. Κάθε ερμηνεία είναι σαν ένα φάντασμα – είναι εκεί και μετά εξαφανίζεται».