Κυριακή 23 Ιουνίου σήμερα και σύμφωνα με το εορτολόγιο γιορτάζουν όσοι φέρουν το όνομα: Αριστοκλής, Αριστοκλέας, Αριστόκλεος, Αγριππίναm Λούλου, Λούλα, Λούλης.
Κυριακή της Πεντηκοστής
«Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, την αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Πνοή βιαία γλωσσοπυρσεύτως νέμει, Χριστός το θείον Πνεύμα τοις Αποστόλοις. Εκκέχυται μεγάλω ενί ήματι Πνεύμ’ αλιεύσι. Ταις των αγίων Αποστόλων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν»
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οι Απόστολοι και οι υπόλοιποι μαθητές του, καθώς και οι γυναίκες που από την αρχή τον είχαν ακολουθήσει, η Παναγία Παρθένος Μαρία η Μητέρα του, περίπου 120 άτομα, γύρισαν στο όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ και, μπαίνοντας στο υπερώο, δηλαδή στον πάνω όροφο του σπιτιού εκεί, περίμεναν με προσευχή την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα Χριστού. Στο μεταξύ εκεί, εξέλεξαν και τον Ματθία και τον συναρίθμησαν με τους ένδεκα Αποστόλους.
Τότε αυτοί πληρωθέντες από το Πνεύμα το Άγιο, άρχισαν να κηρύττουν και να καλούν τους ανθρώπους να βαπτισθούν και να λάβουν κι αυτοί την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ό,τι είχαν ακούσει και ζήσει κοντά στο Χριστό και δεν το είχαν τότε κατανοήσει, τώρα εν Αγίω Πνεύματι το γνώρισαν και το επαγγέλλονται στο λαό.
Τώρα γνωρίζουν ποια είναι η προοπτική της καινής ζωής και που πρέπει να οδηγήσουν το λαό, γι’ αυτό και τους πρώτους τρεις χιλιάδες που βαπτίστηκαν, τους οδηγούν στο Δείπνο της Ζωής, την Τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας, όπου στο εξής θα βρίσκεται συναγμένη η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, θα τρέφεται με το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα συμμετέχει έτσι στην αιώνια ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Με την Πεντηκοστή δεν γεννήθηκε η Εκκλησία ως απλός θεσμός, αλλά ως συνεχής παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και γι’ αυτό η Πεντηκοστή δεν είναι ένα γεγονός που συνέβη μια φορά κάποτε, αλλά είναι η ζωή της Εκκλησίας, ως αδιάκοπη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Η Πεντηκοστή, αποτελεί τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας.
Αγία Αγριππίνα
Η Αγία Αγριππίνα, γεννήθηκε και μαρτύρησε στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε βαθύτατο χριστιανικό φρόνημα και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου και Λυτρωτού της. Για το λόγο αυτό διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και τη θεραπεία των ασθενών. Για την αγάπη του ουράνιου Νυμφίου της, απέφυγε το γάμο και προτίμησε να γίνει νύμφη του Χριστού. Όσες δε φορές είχε ανάγκη, η εκκλησία της Ρώμης, η Αγριππίνα έτρεχε πρώτη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Όμως η Αγία δεν προσέφερε μόνο υλικά αγαθά αλλά και πνευματικά, διδάσκοντας την χριστιανική πίστη και οδηγώντας στο δρόμο της αλήθειας, πλήθη πλανημένων. Η θεάρεστη αυτή δράση της Αγρυππίνας δεν ήταν δυνατό να παραμείνει για πολύ καιρό κρυφή. Το 262 μ.Χ., την κατήγγειλαν στις αρχές, ως ανατροπέα της πατροπαράδοτης λατρείας των ειδώλων. Η Αγία αποδέχθηκε τις καταγγελίες και με περισσό θάρρος, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Οι διώκτες της δεν δίστασαν να τη μαστιγώσουν για να κάμψουν το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να μεταπείσουν την Αγριππίνα, την υπέβαλαν σε νέα φρικτά βασανιστήρια. Το σώμα της Αγίας δεν άντεξε τα μαρτύρια και με μαρτυρικό και ένδοξο τρόπο παρέδωσε την Αγία ψυχή της. Τρεις χριστιανές γυναίκες, η Βάσσα, η Παύλα και η Αγαθονίκη παρέλαβαν το σεπτό σκήνωμά της και μετά από αρκετή περιπλάνηση κατέληξαν, στη Σικελία, όπου και το ενταφίασαν.
Άγιοι Αριστοκλής ο πρεσβύτερος, Δημητριανός διάκονος και Αθανάσιος αναγνώστης
Και οι τρεις Άγιοι ήταν Κύπριοι και έζησαν κατά τον διωγμό της Εκκλησίας επί Μαξιμιανού και Διοκλητιανού (245-310 μ.Χ.). Το 302 μ.Χ., ο Αριστοκλής, που καταγόταν από την Ταμασό, στην αρχή δεν θέλησε να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του, διότι ήθελε να συνεχίσει την πνευματική οικοδομή των εν Χριστώ αδελφών του. Ανέβηκε λοιπόν σ’ ένα βουνό και κρύφτηκε μέσα σε μια σπηλιά. Αλλά από ‘κει μάθαινε, ότι στις πόλεις πολλοί πιστοί, έχυναν θαρραλέα το αίμα τους για την αγία πίστη του Χρίστου. Ο Αριστοκλής, έπειτα και από ένα όραμα που είδε, έκρινε ότι δεν του επιτρεπόταν, ως Ιερέας που ήταν, να βρίσκεται σε ασφάλεια, ενώ λαϊκοί, γυναίκες και παιδιά αψηφούσαν τα ξίφη και τη φωτιά, και πότιζαν με το αίμα τους το δένδρο του Ευαγγελίου. Έκανε λοιπόν τον σταυρό και κατέβηκε στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Πήγε στο ναό της πόλης, όπου βρήκε προσευχομένους τον διάκονο Δημήτριο και τον αναγνώστη Αθανάσιο. Συμπροσευχήθηκαν, και μετά από συνεννόηση βγήκαν και οι τρεις, και στήριζαν τους διωκόμενους αδελφούς τους. Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας, τους συνέλαβε. Και αφού απέτυχε να τους νικήσει με υποσχέσεις και απειλές, μετά από πολλά βασανιστήρια τους αποκεφάλισε.