84 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την 28η Οκτωβρίου 1940. Ο Γιάννης Βογιατζής και ο Δημήτρης Καλλιβωκάς μοιράζονται στην εφημερίδα Espressο τις αναμνήσεις τους από την Κατοχή.
Οι ηθοποιοί Γιάννης Βογιατζής και Δημήτρης Καλλιβωκάς μίλησαν στον Νίκο Νικόλιζα για την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και τις στιγμές που βίωσαν.
Γιάννης Βογιατζής: Για μήνες πηγαίναμε και κρυβόμασταν στα καταφύγια
«Ο λόγος για τον οποίο δεν έμαθα να παίζω βιολί είναι ότι την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος του ’40 πηγαίναμε με τον πατέρα μου να μου αγοράσει το πολυπόθητο όργανο. Κι ενώ βρισκόμασταν μερικά μέτρα από το μαγαζί στο κέντρο της Κέρκυρας όπου θα παίρναμε το βιολί, ακούσαμε από πάνω μας να πετούν ιταλικά αεροπλάνα και να ρίχνουν βόμβες. Παντού φωνές, καπνοί και άνθρωποι που τρέχαμε να σωθούμε. Και τότε ξέχασα το βιολί και πήγα στη Φιλαρμονική κι έμαθα σαξόφωνο. Τα χρόνια του πολέμου τα περάσαμε με πείνα και δυστυχία», θυμάται ο Γιάννης Βογιατζής και συνεχίζει:
«Παντού αεροπλάνα να ρίχνουν βόμβες. Οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων τρέξανε να βρουν καταφύγιο στα χωριά και να μαζέψουν τρόφιμα για να έχουν. Αλλοι έτρεχαν να δουν αν σώθηκε το σπίτι τους από τον βομβαρδισμό. Εμείς είχαμε μετακομίσει σε άλλο σπίτι μόλις 15 μέρες. Αυτό το σπίτι που είχαμε αφήσει ήταν από τα πρώτα που εξαφανίστηκαν από βόμβες ιταλικών αεροπλάνων. Για μήνες πηγαίναμε και κρυβόμασταν στα καταφύγια. Τα θυμάμαι και κλαίω για το τι περάσαμε εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι μια άλλη συγκλονιστική στιγμή: Λείπαμε από το σπίτι μας όλη η οικογένεια εκείνη την ημέρα. Όταν γυρίσαμε, είδαμε ότι στο διπλανό σπίτι από εμάς είχε πέσει μια βόμβα, η οποία δεν είχε εκραγεί. Και λέγαμε πόσο τυχεροί ήμασταν».
«Στον πόλεμο του ’40 ήμουν ήδη 10 ετών παιδί και θυμάμαι σχεδόν τα πάντα», είπε με τη σειρά του ο Δημήτρης Καλλιβωκάς. «Πρώτον, θυμάμαι τον Ιωάννη Μεταξά να ακούγεται από όλα τα ραδιόφωνα της εποχής με εκείνο το βροντερό “ΟΧΙ” που αναφώνησε και κάπως έτσι άρχισε ο πόλεμος. Έπειτα θυμάμαι την πρώτη παρέλαση που έγινε στην Αθήνα και ήταν των Γερμανών κατακτητών. Εγώ ήμουν τότε στην πλατεία Βάθη και ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού μας για να ακούσω αυτούς που μπαίνανε στην Αθήνα ως κατακτητές και τραγουδούσαν γερμανικά εμβατήρια».
Σε άλλο σημείο ο Δημήτρης Καλλιβωκάς ανέφερε: «Είναι τόσο έντονα καταγεγραμμένο αυτό στο μυαλό μου, που δεν μου φεύγει ούτε στιγμή κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Επίσης θυμάμαι τους Γερμανούς στρατιώτες που ανέβαιναν στην Ακρόπολη για να βάλουν στον ιστό τη γερμανική σημαία. Δεν θα ξεχάσω επίσης ότι, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, όλες οι γυναίκες της Αθήνας είχαν γίνει ένα και μάζευαν τρόφιμα, ρούχα και τα πήγαιναν στα τρένα με τα οποία έφευγαν οι φαντάροι και τους τα έδιναν. Ο πατέρας μου, επειδή ήταν γιατρός και ήταν μαθημένος από πολέμους, είχε αγοράσει πολύ ψωμί. Το έβαλε λοιπόν μέσα σε μαξιλαροθήκες, το έβαλε στον ήλιο, ξεράθηκε, έγινε παξιμάδι και με αυτό το ξερό ψωμί περάσαμε τους πρώτους έξι δύσκολους μήνες!».