“Οι βιβλιοθήκες είναι θησαυροφυλάκια γνώσης, με σπουδαίο και σημαντικό ρόλο στην ταυτότητα αλλά και τη λειτουργία των κοινωνιών, στη διάσωση πνευματικού έργου ανά τους αιώνες αλλά και με επιστημονική ερευνητική χρησιμότητα στη λειτουργία τους, όταν αυτές προσαρμόζονται στη ψηφιακή εποχή, με την ψηφιοποίηση του υλικού τους”. Αυτό σημείωσαν Έλληνες και Σέρβοι ειδικοί στο θέμα των βιβλιοθηκών, που συμμετείχαν στη διεθνή ημερίδα που αφορούσε τις εκδόσεις και τις βιβλιοθήκες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η ημερίδα συνδιοργανώθηκε από το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη, το Εργαστήριο Ιστορίας Βιβλίου, τον σερβικό φορέα Adligat, το Εργαστήρι Νέων Τεχνολογιών του ΕΚΠΑ και το Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου (ΙΕΤ). Όλοι τους συμφώνησαν για την ανάγκη ενίσχυσης του βιβλίου και των βιβλιοθηκών από πλευράς της Πολιτείας.
Στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μίλησε η καθ. Άννα Καρακατσούλη, διευθύντρια Εργαστηρίου Ιστορίας του Βιβλίου, τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, η οποία και επεσήμανε πως “αν σήμερα αντιληφθούμε τον δυναμισμό που επικρατεί στις βιβλιοθήκες μας στην Ελλάδα, θα δούμε πόσο μεγάλος αγώνας γίνεται από τους υπεύθυνους, μέσα σε κλίμα με αντιξοότητες και αντικειμενικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τόσο για τη διάσωσή τους, όσο και στη λειτουργία τους. Από την άλλη πλευρά, διακρίνουμε στους Σέρβους μία βαθιά κουλτούρα του βιβλίου, που σύμφωνα με τα στοιχεία με τα οποία ήρθαμε αντιμέτωποι στο διεθνές συνέδριο, γεννάται ένα ερώτημα. Συγκεκριμένα, η Σερβία παρουσιάζει μία ιστορία βιβλιοθηκών και τεκμηρίων της πολιτισμικής της ιστορίας, που πάει πίσω στην εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ στην Ελλάδα, την ίδια ακριβώς περίοδο, δεν έχουμε απολύτως τίποτα”.
Αυτό, σύμφωνα με την καθηγήτρια, αναιρεί το αφήγημα που θέλει τους Οθωμανούς, υπεύθυνους που δεν είχαμε πνευματική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο. Όπως σημείωσε, οι Οθωμανοί κυριαρχούσαν και στο σερβικό χώρο, αλλά οι Σέρβοι κατάφεραν να έχουν και περιοδικά, και βιβλιοθήκες, και να σώσουν την πνευματική τους παραγωγή. “Αντίθετα, εμείς εδώ στην Ελλάδα τα εισάγαμε όλα έτοιμα, τυπωμένα από τη Βενετία και τη Βιέννη. Αυτό μας βάζει σε μία διαδικασία αναθεώρησης σχετικά με το εθνικό μας αφήγημα, που μάλλον χρειάζεται διόρθωση, περισσότερη έρευνα”.
Όπως είπε η κ. Καρακατσούλη, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές βιβλιοθήκες που δημιουργούν εστίες πολιτισμού στις κοινωνίες, στις κοινότητες τους. “Που παράγουν πολύ αξιόλογο έργο, που διασώζουν τεκμήρια και τα διαχέουν στον πληθυσμό με τον οποίο έχουν διάδραση. Την ίδια ώρα όμως, οι συνθήκες δεν ευνοούν, είναι μάλλον αρνητικές, διότι δεν υπάρχει υποστηρικτικό πλαίσιο από πλευράς της πολιτείας, που να τις βοηθάει σε αυτή τη δράση τους”. Χαρακτηρίζει μάλιστα ως πολύ συγκινητικό, ότι συνεχίζουν οι βιβλιοθήκες να παράγουν και να προσπαθούν. “Όμως και πάλι βλέπουμε την αντιδιαστολή με όλα όσα συμβαίνουν στη Σερβία, όπου εκεί είδαμε ότι υπάρχει πλαίσιο λειτουργίας που υποστηρίζει και αναπτύσσει αυτές τις δράσεις των βιβλιοθηκών εντός των κοινωνιών”.
Οι βιβλιοθήκες στη χώρα μας, είναι ένα κομμάτι κατακερματισμένο σε πολλά υπουργεία, όπως μας γνωστοποίησε η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ. “Βιβλιοθήκες υπάρχουν στην Ελλάδα που ανήκουν στο υπουργείο Πολιτισμού, στο υπουργείο Παιδείας, στο υπουργείο Εσωτερικών, διότι οι δημοτικές βιβλιοθήκες που υπάρχουν, κατά ένα ανεξήγητο λόγο υπάγονται στο υπουργείο Εσωτερικών. Επίσης, κάθε υπουργείο έχει τομέα ευθύνης για βιβλιοθήκες, όπως για παράδειγμα βιβλιοθήκες που είναι στα νοσοκομεία υπάγονται στο υπουργείο υγείας, οι βιβλιοθήκες στα καταστήματα κράτησης υπάγονται στο υπουργείο Δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα, όλη αυτή η κατάσταση του κατακερματισμού να δημιουργεί μία παράνοια. Δεν υπάρχει καμία πολιτική για τις βιβλιοθήκες, όπως δεν υπάρχει και καμία πολιτική για το βιβλίο”.
Όλη αυτή η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί με τα χρόνια, δεν είναι καλή προϋπόθεση για τη συνέχεια της πνευματικής μας παραγωγής, τονίζει στο ΑΠΕ ΜΠΕ η ‘Αννα Καρακατσούλη. “Βλέπουμε τους ιδιώτες αναγκαστικά να διαδραματίζουν ένα μεγάλο ρόλο. Όμως δεν κρύβω, πως μου δημιουργούν μία δυσπιστία, διότι οι ιδιώτες έχουν τη δική τους στοχοθεσία, η οποία δεν είναι απαραιτήτως στοχοθεσία συμπόρευσης ή ίδια, με αυτήν ενός δημόσιου φορέα που υπηρετεί το δημόσιο σύνολο. ‘Αρα, ναι, ο ιδιώτης θα προσφέρει, αλλά προσωπικά θέλω τον ιδιώτη να ενταχθεί και να υπηρετήσει τις προτεραιότητες που θέτει η πολιτεία”.
Συμφωνεί πως από πλευράς ιδιωτικών βιβλιοθηκών έχουν διασωθεί πολλά έργα, πολλά βιβλία – όμως δηλώνει ότι “αυτό λοιπόν δείχνει την ανεπάρκεια της επίσημης πολιτείας: Φτάνουμε στο σημείο να λέμε ‘ευτυχώς που υπάρχουν ιδιώτες’, και αποδεικνύεται ότι στην κατάσταση που είμαστε ως τομέας Βιβλιοθήκες, χρειαζόμαστε όλες τις συνεισφορές. Ναι, ευτυχώς που υπάρχουν ιδιώτες, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας τυφλώνει ως προς την ανεπάρκεια του δημόσιου ρόλου που δεν προβάλλει η πολιτεία”.
Μας μίλησε επίσης για το σημαντικό ρόλο του Δικτύου Βιβλιοθηκών “το οποίο είναι πολύ πρακτικό και λογικό, μιας και όταν για παράδειγμα εγώ, καταγράφω ένα βιβλίο, να μην χρειάζεται να δακτυλογραφήσει κάποιος άλλος και πάλι από την αρχή τα πάντα για το ίδιο βιβλίο, ώστε να τα έχει στον δικό του κατάλογο. Χρειαζόμαστε μία εθνική πολιτική για το βιβλίο, που θα αγκαλιάσει και τις βιβλιοθήκες τις σχολικές μονάδες θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε το βιβλίο να προωθηθεί προς τους αναγνώστες και να το αγκαλιάσουν, να το ενσωματώσουν στην καθημερινότητά τους. Αυτό, δεν το έχουμε”. Σημαντικό, όπως μας είπε, για το αύριο, το μέλλον, τις κοινωνίες, είναι τα παιδιά να έχουν επαφή με το βιβλίο. Είναι κάτι που χρειαζόμαστε απαραιτήτως και αυτό θα συμβεί με το να δημιουργηθούν σχολικές βιβλιοθήκες. Το τονίζω και το υπογραμμίζω όσο πιο εμφατικά μπορώ. Την ίδια ώρα όμως, οι βιβλιοθήκες στα σχολεία πρέπει να στελεχωθούν με βιβλιοθηκονόμους, διότι δεν μπορούν δάσκαλοι, καθηγητές, να καλύπτουν τις ανάγκες στις βιβλιοθήκες κατά τα κενά του κανονικού τους ωραρίου”.
Η κ. Καρακατσούλη εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, πως μπορεί να υπάρχει η διάθεση αλλά “ούτε την εκπαίδευση έχουν, ούτε τις προϋποθέσεις, ενώ οι βιβλιοθηκονόμοι τις έχουν και είναι λάθος να χάνουμε αυτή τη δυνατότητα. Όπου υπάρχει εκπαιδευμένος, πτυχιούχος βιβλιοθηκονόμος, κάνει θαύματα με τα παιδιά. Όλοι οι άλλοι, όταν εμπλέκονται, απλώς γεμίζουν κενά. Πρόκειται για μία κατάσταση εντελώς λάθος. Αυτό συμβαίνει και στην Εθνική μας Βιβλιοθήκη, η οποία γεμίζει τις λειτουργικές οργανικές θέσεις της, λόγω στενότητας προϋπολογισμού, με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς. Αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος, αντί για βιβλιοθηκονόμους να χρησιμοποιούμαι αποσπασμένους εκπαιδευτικούς”.
πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ