«Ο ουρανός εκείνη την μέρα ξέρναγε φωτιές και έβρεχε στάχτη»… Μέσα σε λίγες μόλις γραμμές, ένα 17χρονο κορίτσι που δεν κατάγεται από τη Μικρά Ασία καταφέρνει να κλείσει όλο τον πόνο και τη βιαιότητα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η μαθήτρια της Γ΄ τάξης του Πρότυπου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου και μέλος του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής, Ροδάνθη Μπριλάκη, διαγωνίστηκε με το διήγημά της «Η φούστα της μάνας» και απέσπασε Βραβείο στην κατηγορία Διήγημα στον 9ο Διεθνή Μαθητικό Διαγωνισμό με θέμα «Η Εκπαίδευση και ο Ξεριζωμός του Ελληνισμού».
Η τελετή βράβευσης έγινε διαδικτυακά την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου. Τον διαγωνισμό διοργάνωσαν το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης Σχολικού Υλικού και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης και Ψηφιακών Μέσων της Δ/νσης Υποστήριξης Προγραμμάτων και Εκπαίδευσης για την Αειφορία του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Συμμετείχαν σχολεία από όλη την Ελλάδα, την Κύπρο και την Ομογένεια με ταινίες μικρού μήκους, βίντεο, φωτοϊστορίες, κόμικς, εικαστικές συνθέσεις, διηγήματα. Οι μαθητές αναζήτησαν και αφηγήθηκαν με τον δικό τους τρόπο το δράμα του ξεριζωμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Στην τιμητική επιτροπή του Διαγωνισμού μετέχουν άνθρωποι των γραμμάτων και του πολιτισμού, πανεπιστημιακοί, στελέχη της εκπαίδευσης, όπως ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, η Άννα Βασιλειάδη, Πρόεδρος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς.
Από μικρή… στα βραβεία!
Η Ροδάνθη, αν και μόλις 17 ετών, είναι συνηθισμένη στα βραβεία και τις διακρίσεις. Από την ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού λαμβάνει μέρος σε αντίστοιχους διαγωνισμούς ενώ είχε ξεχωρίσει και ως μαθήτρια του Γυμνασίου Θραψανού.
Όπως λέει στην «Π», της αρέσει η λογοτεχνία, έμαθε να διαβάζει από το νηπιαγωγείο για να μπορεί να απολαμβάνει τα βιβλία.
Παρόλο που δεν κατάγεται από τη Μικρά Ασία, κατάφερε να αποτυπώσει όλη την πίκρα εκείνης της περιόδου, στο κείμενό της.
Είναι μέλος του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής στο Πρότυπο Λύκειο Ηρακλείου και με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, είχαν μελετήσει το συγκεκριμένο θέμα. Πρώτα γράφτηκε το κείμενο και μετά ενημερώθηκε για τον διαγωνισμό.
Της αρέσει, εκτός από την Άλκη Ζέη και την Ζωρζ Σαρρή, η Ευγενία Φακίνου.
Η ίδια γράφει για να αποτυπώνει τα συναισθήματά της και οι βραβεύσεις είναι για εκείνη ένας τρόπος να ανταμείβεται ο κόπος της.
Παρόλο που έχει κλίση στη Λογοτεχνία, θέλει να σπουδάσει Χημεία!
Η φιλόλογος του σχολείου, κ. Μαρία Φιολιτάκη, αναφέρει πως φέτος συμμετέχουν στον Όμιλο και παιδιά από άλλα σχολεία, Γυμνάσια και Λύκεια, συνολικά 25 μαθητές.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένα θέμα, πάνω στο οποίο είχαν εργαστεί αρκετά.
Ο όμιλος είναι ιδιαίτερα δραστήριος, τα παιδιά μετρούν διακρίσεις σε αρκετούς διαγωνισμούς ενώ συμμετέχουν με πολύ μεράκι και ενθουσιασμό.
«Η φούστα της μάνας»
Το κείμενό της έχει ως εξής: «Ήταν δύσκολο να πω τι με τρόμαζε πιότερο. Οι σκέψεις χόρευαν μες στο μυαλό ξέφρενες και χτύπαγαν βίαια στις γωνίες της καρδιάς μου έτσι όπως καθόμουν στην άβολη, ψάθινη καρέκλα. Κοίταζα γύρω μου τρομαγμένη: το μπρούτζινο πόμολο φάνταζε σαν τεράστιο ρόπαλο, τα κορίτσια σαν μικρές μάγισσες που ήθελαν να με βασανίσουν, η κυρία Καίτη σαν την κακιά μητριά που είχε βγει από παραμύθι.
Η μάνα πίσω στην Σμύρνη πάντα μου έλεγε πως οι σκέψεις και οι ιδέες μου με έκαναν να λουφάζω από τον τρόμο. O Παναγής με πείραζε για την συνήθειά μου να φτιάχνω ιστορίες κι ύστερα να μπαίνω μέσα τους και να νομίζω ότι είναι πραγματικότητα.Δεν ήταν δικό μου το λάθος, αλήθεια.
Ο ουρανός εκείνη την μέρα ξέρναγε φωτιές και έβρεχε στάχτη. Δεν τα φαντάστηκα αυτά γιατί στο σπίτι όλοι γύρω μου έτρεχαν πανικόβλητοι και ο Παναγής ήταν σοβαρός κι αμίλητος.
Και ύστερα πολύ γρήγορα θυμάμαι το σαλόνι της γαλλικής πρεσβείας, τον φθηνό μπορντό καναπέ που μύριζε τσίπουρο, την μάνα που μ’ έσερνε μέσα στον κόσμο, το λιμάνι, τις φωνές. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί στριμωχνόμασταν τόσο και γιατί έβγαλε τον σταυρό της τον χρυσό που δεν αποχωριζόταν ποτέ από το αρχοντικό στήθος της.
Ύστερα θυμάμαι την βάρκα, την θάλασσα που ξεχυνόταν μαύρη, ταραγμένη και τον πανικό μου που έχασα την φούστα της. Μου το ‘χε πει. “Αν κάποια στιγμή σε αφήσω από το χέρι την φούστα μου και τα μάτια σου. Μην την χάσεις γιατί με ‘χασες”! Στα χέρια μου είχε μείνει μόνο ένα κομμάτι πανί. Πάει η φούστα, πάει και η μάνα, πάει και ο Παναγής, πάει και το όμορφο σπίτι μας. Δεν ξανάδα τίποτα.
Στο λιμάνι που έφτασα μετά από πολλά βάσανα με αναζήτησε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του. Η περιβόητη θεία Ελπινίκη σαν άκουσε την καταστροφή και τα δεινά μας ήρθε να με πάρει. Το σπίτι της μύριζε πράσινο σαπούνι και κάρδαμο. Στον κήπο είχε μια μεγάλη λεμονιά που καθόμουν πάντα για να αποφεύγω τον οδυρμό της για τους συγγενείς που χάθηκαν. Δεν μιλούσα. Ήταν τρομακτικό πως ένιωθα· η λύτρωση του νου δεν θα ερχόταν ποτέ.
Αφού πέρασαν οι πρώτες δύσκολες εβδομάδες, η θεία μου με έγραψε στο σχολείο θηλέων όπου εργαζόταν ως δασκάλα. Μπορεί να μην έμοιαζε σε τίποτα με το σχολείο μου στην Σμύρνη -ένα πέτρινο δίπατο κτίριο με θέα τη θάλασσα- αλλά εκεί ένιωθα πως υπάρχει μέλλον αν και σε εκείνο το παρόν που έβλεπα στα μάτια των ντόπιων ήμασταν οι ξένοι που είχαμε έρθει να τους κατασπαράξουμε.
Πόσο λάθος… είχαμε έρθει από μια Ελλάδα αλλιώτικη, μακρινή, αποζητώντας μια αγκαλιά. Η περιπλάνηση, κυρίως εκείνη του νου, ήταν αβάσταχτη και οι αναμνήσεις που κουβαλούσαμε πονούσαν, πονούσαν πολύ. Για να πονάω λιγότερο, μελετούσα, έγραφα, χανόμουν στα βιβλία μου, ξαλάφρωνα….Η γνώση ήταν το φάρμακο για τις ανοιχτές πληγές μου και… το πανί από τη φούστα της μάνας. Ακόμη και σήμερα που κάθομαι εδώ, το κρατώ σφιχτά στα χέρια μου, προσπαθώντας να ξεχάσω την ασκήμια του κόσμου και με αυτό σκουπίζω τα δάκρυα που δεν θα σταματήσουν ποτέ να τρέχουν».