Το νέο της μυθιστόρημα, «Μια νύχτα του Αυγούστου», θα παρουσιάσει η Βικτόρια Χίσλοπ

Το νέο της μυθιστόρημα, «Μια νύχτα του Αυγούστου», θα παρουσιάσει η Βικτόρια Χίσλοπ στο ελληνικό κοινό μέσα από μία διαδικτυακή εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 20 Απριλίου, στις 7 το απόγευμα.

Το βιβλίο, που αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, επιτυχημένου λογοτεχνικά και τηλεοπτικά, μυθιστορήματός της «Το Νησί» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Κατά την διάρκεια της διαδικτυακής εκδήλωσης θα συνομιλήσουν με τη συγγραφέα οι ηθοποιοί Κατερίνα Λέχου και Τάσος Νούσιας.

Η ιστορία του νέου μυθιστορήματος ξενικά στις 25 Αυγούστου 1957. Η αποικία λεπρών στη Σπιναλόγκα κλείνει και ακολουθεί ένα γλέντι για την περίσταση στην Πλάκα, στο χωριό ακριβώς απέναντι. Οι υγιείς συναντούν τους πρόσφατα θεραπευμένους και όλοι μαζί τρώνε, χορεύουν και γιορτάζουν αυτή τη σπουδαία στιγμή απελευθέρωσης από τον φόβο και την αρρώστια.

Όλα παγώνουν, ωστόσο, όταν ακούγονται δυο πυροβολισμοί. Η Άννα πέφτει νεκρή. Και το κλείσιμο της αποικίας θα μείνει συνδεδεμένο για πάντα με την τραγωδία. Το ζήτημα είναι πώς θα συνεχίσουν να ζουν αυτοί που έμειναν πίσω.

Η αδελφή της η Μαρία, ο σύζυγος της Άννας ο Αντρέας, ο εραστής της ο Μανόλης… Πώς θα αντιμετωπίσουν το στίγμα και το σκάνδαλο. Πώς θα χτίσουν ένα μέλλον πάνω στα ερείπια του παρελθόντος.

 

 

Στις αρχές της περιόδου αυτοαπομόνωσης πέθανε η μητέρα μου. Εξαιτίας των μέτρων δεν είχαμε καταφέρει να την επισκεφτούμε στο σπίτι της για να την αποχαιρετήσουμε και δεν μπορέσαμε να της κάνουμε κανονική κηδεία. Αναλογίστηκα τον Γιώργη από το Νησί

 

Η Βικτόρια Χίσλοπ γράφει αναφερόμενη στο νέο της μυθιστόρημα:

«Έγραψα το «Μια νύχτα του Αυγούστου» κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου απομόνωσης που μας επιβλήθηκε εξαιτίας της πανδημίας την άνοιξη του 2020. Εκείνες τις δεκατέσσερις εβδομάδες τις πέρασα στην εξοχή της Αγγλίας, στο ίδιο σπίτι όπου είχα συγγράψει το Νησί σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα. Είναι ένα μέρος που περιστοιχίζεται από λιβάδια, οι πιο κοντινοί γείτονες είναι κοπάδια από πρόβατα και οι μόνοι ήχοι είναι τα κελαηδίσματα των πουλιών.

Δεν υπήρχε κανείς από τους συνήθεις περισπασμούς που καμιά φορά καθιστούν τη συγγραφή πολύ πιο αργή διαδικασία απ’ ό,τι θα έπρεπε να είναι. Ήταν παράνομο να συναντιέται κανείς με φίλους του και, έτσι κι αλλιώς, εστιατόρια, παμπ και καφέ ήταν κλειστά. Το κοντινότερο καφενείο απείχε πολλά χιλιόμετρα, κι έτσι, στις εννιά η ώρα κάθε πρωί, έφτιαχνα μια μεγάλη κανάτα καφέ στο σπίτι μου και καθόμουν να γράψω.

Επικρατούσαν ιδανικές συνθήκες: μοναχικότητα και σιωπή. Σε άλλα τμήματα του σπιτιού ο άντρας μου επιμελούνταν την έκδοση ενός περιοδικού, η κόρη μου αρχειοθετούσε άρθρα για λογαριασμό διάφορων εφημερίδων, ο γιος μου έγραφε σενάρια και η κοπέλα του μελετούσε για το μεταπτυχιακό της.

Μόνη απαιτητική ένοικος του σπιτιού ήταν η γάτα μας, που περίμενε να την ταΐσουμε. Με όλο τον κόσμο γύρω μας αιχμάλωτο μιας ανίατης ασθένειας, ζούσαμε κι εμείς σε μια κατάσταση βουκολικής απομόνωσης και, όταν άρχισα να γράφω, αισθάνθηκα μια ολοένα και μεγαλύτερη σύνδεση με τη ζωή των λεπρών ασθενών της Σπιναλόγκας, πολλοί από τους οποίους είχαν ζήσει πολλά χρόνια χωρισμένοι από τις οικογένειές τους και χωρίς θεραπευτική αγωγή.

Ήταν απόκοσμη η συνειδητοποίηση μιας σειράς από μικρές ομοιότητες ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν στο άσυλο λεπρών και στη σημερινή εποχή που βιώναμε εμείς.

Δεν ήμασταν μεν ασθενείς (αν και πολλές φορές μάς καταλάμβανε αγωνία αν πιστεύαμε πως ίσως εμφανίζαμε συμπτώματα), όμως νιώσαμε στο πετσί μας την απομόνωση και τις ελλείψεις σε είδη διατροφής (για πολλές εβδομάδες τα ράφια των σούπερ μάρκετ στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν αδειάσει από όλα τα βασικά είδη) και βιώσαμε τον φόβο απέναντι σε μια ασθένεια για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν καθημερινά σε όλο τον κόσμο και οι αριθμοί σημείωναν εκθετική αύξηση.

Ταυτόχρονα, εγώ προσωπικά βίωνα και τι σημαίνει να ζεις με μια βαθιά θλίψη. Στις αρχές της περιόδου αυτοαπομόνωσης πέθανε η μητέρα μου. Εξαιτίας των μέτρων δεν είχαμε καταφέρει να την επισκεφτούμε στο σπίτι της για να την αποχαιρετήσουμε και δεν μπορέσαμε να της κάνουμε κανονική κηδεία. Αναλογίστηκα τον Γιώργη από το Νησί, έναν άντρα που αγαπούσε απεριόριστα τη γυναίκα του αλλά δεν ήταν πλάι της, όταν πέθαινε, για να την παρηγορήσει και δεν μπορούσε να επισκεφτεί τον τάφο της.

Κάτι τέτοιο απαγορευόταν στους συγγενείς των ασθενών της Σπιναλόγκας – και τώρα απαγορευόταν και σε εμάς. Ασφαλώς πενθήσαμε για την απώλεια, αλλά δεν μπορέσαμε να τηρήσουμε τα καθιερωμένα διαβατήρια τελετουργικά.

Ήταν η σωστή στιγμή για να ταξιδέψω ξανά με τη φαντασία μου στα τελευταία χρόνια της Σπιναλόγκας».