Της γερακίνας γιος… – Ένα πορτρέτο του Βασίλη Τσιτσάνη
Της γερακίνας γιος… – Ένα πορτρέτο του Βασίλη Τσιτσάνη

«Εκείνο που είναι σημαντικό, που αξίζει να καταγραφεί είναι η μορφή του. Ψηλός και ξερακιανός, σαν βυζαντινός άγιος, με ένα χαμόγελο που σε έσφαζε με την γλυκύτητα του ευαίσθητος σαν φύλλο στις επιθέσεις του φωτός, απορροφητικός του άλλου όταν άκουγε και πομπός χειμαρρώδης όταν σου μιλούσε, ο Τσιτσανης είναι το πρόσωπο του Τσιτσανη»

Με αυτόν τον παραστατικό τρόπο, ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, σκιαγραφεί τον κορυφαίο Έλληνα δημιουργό.

Ο Τσιτσάνης  είναι  τόσο περιγραφικός και τόσο πειστικός στα τραγούδια του, που θυμίζει τους περιηγητές ενός άλλου καιρού  που δεν χρειάστηκαν την φωτογραφία για να μας συγκινήσουν με την περιγραφική τους δεινότητα. Στα τραγούδια του αιχμαλωτίζεται ένας ιδιότυπος λυρισμός, τρυφερός και θαρραλέος, με τον άνθρωπο να  αντιμετωπίζεται κυρίως σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό, σε σχέση με τα αισθήματά του και με τον εσωτερικό του κόσμο Στα τραγούδια του Τσιτσανη  δεν επιβεβαιώνεται καμία θεωρία, δικαιώνονται όμως οι απλές σκέψεις, τα απλά αισθήματα.

«Πρόκειται για ένα μεγαλοφυή λαϊκό συνθέτη, μια πρωτόφαντη ελληνική ιδιοφυΐα.. Γράφει για τον Τσιτσανη η μουσικοκριτικός Σοφία Σπανουδη σε πρωτοσέλιδη επιφυλλίδα στην εφημερίδα τα Νέα  Την 1η Φεβρουαρίου του 1951 ..Και ο πιο θωρακισμένος από προκατάληψη ακροατής του, επισημαίνει η Σπανουδη,  αφοπλίζεται εμπρός στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα που δεν έχει κανένα εγωκεντρισμό, ούτε καν συναίσθηση της αξίας του, κι αιχμαλωτίζει μόνο με την απόλυτη ειλικρίνεια και τη γοητεία της μουσικής του. Η τέχνη  του  έχει μια σύμφυτη ευγένεια, κι ένα λαϊκό αριστοκρατισμό. Τα ρεμπέτικα τραγούδια του Τσιτσάνη είναι ορθόδοξα και σεμνά. Ο Τσιτσάνης είναι ένας μεγαλοφυής λαϊκός συνθέτης»

 «Έκανα πολύ καιρό εγώ για να φτιάξω ένα τραγούδι». Εξομολογείται  ο Βασίλης Τσιτσανης  στον Κωστα Χατζηδουλη.  «Έβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ότι έβγαινε από την ψυχή μου.  Υπήρχε βράχος που έπρεπε να σπάσω για να περάσω. Μάτωνα ολόκληρος για να δώσω αυτό που είχα μέσα μου.΄ Έτσι γίνονται τα τραγούδια. Εγώ για να γράψω ένα τραγούδι όπως το ήθελα πέταγα εκατό. Ζόριζα τον εαυτό μου να δημιουργεί έργα και ήθελα  κάθε δαχτυλιά να μένει με ανεξίτηλα γράμματα. Κάθε δαχτυλιά πάνω στο μπουζούκι ήταν για μένα στιγμή ιερή. Ξενύχτια, αγώνες, βραχνάς, αγωνία, αίμα, κούραση για να γίνουν τα τραγούδια μου όπως έγιναν» 

Ως εμπνευστής   ευρηματικών μουσικών αποδράσεων ο Βασίλης Τσιτσανης με την αγνή συναισθηματική του συγκίνηση ανύψωσε  το αγαπημένο του λαϊκό όργανο το μπουζούκι   σε ανώτερα μουσικά εδάφη.. Ο Τσιτσανης συναντήθηκε με το ανέφικτο. Όχι το εφικτό. Με αυτό όσοι αναμετρήθηκαν απέτυχαν. Τον γοήτευαν  λέξεις, εικόνες και νοήματα που δεν υπόσχονται το θαύμα,. Η Τραγουδοποιοία  του Τσιτσανη είναι εμπνευσμένη από έναν κόσμο ονείρου, που γίνεται μουσική έκφραση και αναλογισμός, μνήμη μιας φθοράς, που μεταμορφώνεται σε κάτι άφθαρτο και λαμπερό.  

Ο Τσιτσανης Υπήρξε ένας φωτισμένος και μεγαλοφυής ηγέτης στον χώρο του, θα πει ο Πάνος Γεραμανης.  Αναμόρφωνε ριζικά πολλές πλευρές του ρεμπέτικου και άνοιξε καινούργιους δρόμους στο κοινωνικό και λαϊκό τραγούδι. 

Ο Τσιτσανης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια. Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και βέβαια  τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949–1954)

«Ο Τσιτσάνης δεν ήταν η ουρανοκατέβατη μεγαλοφυΐα που ήρθε από το πουθενά». Γράφει ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του για τον  Έλληνα δημιουργό. « Η παράδοση του λαϊκού τραγουδιού», προσθέτει  «τον εγκυμονούσε από πολύ καιρό και η Ιστορία με τις συγκυρίες της έπαιξε το ρόλο της μαμής. … Η δύναμη του Τσιτσάνη βρίσκεται στην εξυπνάδα του να συνενώσει στοιχεία τόσο ετερόκλητα μεταξύ τους, όπως οι καντάδες και τα μπουζούκια, η Δύση κι η Ανατολή, οι ρεμπέτες, και οι Τσιγγάνοι, οι μάγισσες και οι εργάτριες, η φαντασίωση κι η καθημερινή πραγματικότητα, το καθαρά ερωτικό και το καθαρά πολιτικό στοιχείο» 

Τα Γιαννιώτικα λιανοτράγουδα γίνονται η βάση της ποιητικής του μεθόδου, αφού οι στροφές των περισσοτέρων  τραγουδιών του αποτελούνται από δίστιχα παραδοσιακής μορφής. Τα κλέφτικα που τραγουδούσε συνήθως πατέρας του, παίζοντας ταυτόχρονα και το μπουζούκι, δώσανε στον Τρικαλινό συνθέτη ιδέες και τον βοήθησαν στην διαμόρφωση ενός επικού ύφους σε αρκετά τραγούδια του

Κι  αν απ’ τον πάτερα του πήρε, το επικό πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού από την μητέρα του ο συνθέτης πήρε τα παιδικά παραμύθια που μιλούσαν για  παλάτια κάστρα, νεράιδες μάγισσες και φανταστικές παλικαριές»

Ήταν Αύγουστος του 1983, για την ακρίβεια  28 Αυγούστου 1983, ημέρα Κυριακή. Λίγους μήνες προτού φύγει από τη ζωή ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μίκης Θεοδωράκης διοργάνωσε μία συναυλία προς τιμήν του στον  Κοκκινόβραχο, όπως ονομάζεται η συγκεκριμένη θέση που βρίσκεται το Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας.

«Σήμερα, ο λαός και πάλι σπάει την παράδοση». Θα πει ο  Θεοδωράκης,  προλογίζοντας το αφιέρωμα . Νομίζω ότι για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός τιμάει έναν μεγάλο όσο είναι ακόμα ζωντανός. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σφραγίζει με το έργο του βαθιά και τελειωτικά την εποχή μας. Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφθεί ο Θεόφιλος. Όμως, στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση, και προπαντός του Βασίλη Τσιτσάση, ο λαός μας δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει, γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε εντατικά, κάθε στιγμή».