Τίποτα δεν πάει χαμένο… – Ένα πορτρέτο του Μανώλη Ρασούλη

Λαϊκός, κοινωνικός, πολιτικός, βαθύς, σκωπτικός και έντονα διεισδυτικός, ο στίχος του Μανώλη Ρασούλη αποτέλεσε την καινούργια ανάσα του ελληνικού τραγουδιού. Υπηρετώντας και αναζητώντας την αλήθεια, μέσα από κουρσάρικες δραστηριότητες, όπως ο ίδιος έλεγε.

«Εκτός από στιχουργός» θα πει ο Ρασούλης, «έχω κι ένα περίγραμμα αξιοπρόσεκτο. Δηλαδή μοιάζω λίγο με τον Άγιο Βασίλη. Όπου και να πάω, όπου και να ταξιδέψω, αυτό φωνάζουν τα παιδιά. Και μάλιστα στην Ισπανία οι μαμάδες, φέρνουν τα παιδάκια να τα ευλογήσω. Κι εγώ τί να κάνω, τα ευλογώ. Δώρα δεν έχω βέβαια να τα μοιράσω, αλλά καλή είναι και η ευλογία».

«Πιτσιρικάς», προσθέτει «έψαλα κι εγώ, στον Άγιο Μηνά. Μετά έγινα ποδοσφαιριστής και μετά σπούδασα κινηματογράφο. Αυτό επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο γράφω τους στίχους. Δηλαδή, πολλά τραγούδια είναι σαν σενάρια. Δεν ήθελα καθόλου να ασχοληθώ με το τραγούδι, ουσιαστικά ήθελα να γίνω φιλόσοφος, αλλά κάπου μπάταρα και έγινα στιχουργός. Καλά ήταν, δεν αντιλέγω».

«Γράφοντας τραγούδια», σημειώνει ο Μανώλης Ρασούλης στο βιβλίο του «Εδώ είναι του Ρασούλη», «ανίχνευσα πρωτίστως το είναι μου και το είναι του κόσμου. Στην αρχή νόμιζα ότι είμαι το κέντρο του σύμπαντος, μετά ανακάλυψα πως υπάρχουν άπειρα κέντρα στο σύμπαν, όμως στο φινάλε είδα, ότι δεν υπάρχει κέντρο στο σύμπαν, και τρέφω την υπόνοια πως δεν υπάρχει καν σύμπαν. Μόνο μια άγια υπέροχη αυταπάτη».

Με τις πρωτότυπες και ανεξάρτητες ιδέες του, ο Ρασούλης γεφύρωσε το πιο αυθεντικό, βαθύ και λαϊκό στοιχείο του Έλληνα με τα πιο υγιή οικουμενικά ρεύματα. Συνεπής, στην βασική του ιδέα ότι η Ελλάδα από φύση και θέση πρέπει να στραφεί προς τον πολιτισμό , ώστε να παίξει ένα πρωτοποριακό ρόλο στο παγκόσμιο πολιτισμικό γίγνεσθαι.

«Να βγούμε μια βόλτα και με την καρδιά και με τα πόδια» υπογράμμισε σε κείμενο του λίγο πριν φύγει από τη ζωή. «Πρέπει να ξεπερνάμε τους φόβους μας για το Άγνωστο και να το αγαπάμε, γιατί το Γνωστό είναι αυτό που μας εμποδίζει να πηγαίνουμε προς τη Σοφία. Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο Μέγας υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει…» μας είπε ο Ρασούλης. «Αυτό το επ’ άπειρον από τη μια πλευρά σου δημιουργεί έναν φόβο, από την άλλη ένα θαυμασμό, ένα δέος και μια βαθιά γνώση ότι τα πράγματα δεν είναι ρηχά, μίζερα, πεζά και απόλυτα υλιστικά. Ο φωτισμένος αντιλαμβάνεται τη τέταρτη και την πέμπτη, και την έκτη διάσταση, την ολότητα. Μέσα στην ολότητα, υπάρχει ιερότητα. Αυτό που έχει σημασία είναι η πραγμάτωση του Εαυτού, δηλαδή η Φώτιση».

Ο Μανώλης, θα πει ο φίλος του Γιώργος Ζαφειρόπουλος, έμοιαζε με μικρό παιδί που αντικρίζει τον κόσμο για πρώτη φορά και συνωστιζόταν με τα παιδιά για να δει από κοντά τον Τσάκι Τσαν ή σκαρφάλωνε τις νύχτες στις πυραμίδες των Φαραώ για να μελετήσει τις συζυγίες των αστέρων και να τραγουδήσει ριζίτικα τραγούδια.

Ήταν οικείος με όλους τους ανθρώπους,. Μέσα στην ψυχή του λειτουργούσε σαν πυρηνικός αντιδραστήρας μια γεννήτρια παραγωγής στίχων. Κατακλυζόταν από εκατομμύρια χαοτικά ερεθίσματα και τα μετασχημάτιζε σε συμπυκνωμένες σοφίες. Ο Μανώλης αγαπούσε παθολογικά τον Καζαντζίδη σημειώνει ο Γ.Ζαφειρόπουλος. Μόλις θάβανε τον Στέλιο, ο κόσμος έριχνε στον τάφο του μουσικά όργανα και άλλα αντικείμενα.

Ο Μανώλης έμεινε για πολλή ώρα πάνω από τον τάφο, μέχρι που ο νεκροθάφτης τον ρώτησε: «Θα ρίξεις κι εσύ τίποτα μέσα για να τελειώνουμε;». Ψάχτηκε από δω, ψάχτηκε από κει, δεν βρήκε τίποτα, κι έριξε μέσα το καπέλο του. Αυτό το καπέλο που αγαπούσε και ποτέ δεν αποχωριζόταν.

«Ο Ρασούλης» έχει επισημάνει ο Διονύσης Σαββόπουλος, «έγραψε υπέροχα τραγούδια, αλλά με πόση μοναξιά τα πλήρωσε. Άξιζε τον κόπο, εντέλει; Ναι, άξιζε, γιατί υπάρχει κάτι που θα νικάει πάντα και τη μοναξιά και τον θάνατο. Και αυτό το κάτι το είχε ο Μανώλης Ρασούλης».

Οι άνθρωποι που παρατηρούν, που εύστοχα σχολιάζουν και πολλές φορές συνθλίβονται με ό,τι τους επιστρατεύει την ευαισθησία και τον ψυχικό τους δέκτη, το πρώτο στοιχείο που προβάλλεται μέσα τους είναι η αθωότητα, και ο Ρασούλης ήταν ένας αθώος που υπήρξε από περιέργεια όμως πλήρης ιδεών, όπως έγραψε και τραγούδησε.